Σε μια ιστορική συνάντηση στη Νότια Κορέα, οι πρόεδροι των ΗΠΑ και της Κίνας, Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ, επιχείρησαν να επαναφέρουν τις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων σε τροχιά σταθερότητας, παρά την αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Τραμπ για επανέναρξη των πυρηνικών δοκιμών από τις ΗΠΑ. Η συνάντηση, η πρώτη των δύο ηγετών από το 2019, συνοδεύτηκε από συμφωνία για μείωση των δασμών και επανέναρξη των αγορών αμερικανικής σόγιας από την Κίνα, προκαλώντας διακυμάνσεις στις παγκόσμιες αγορές. Παρά τις θετικές δηλώσεις, η απόφαση του Τραμπ για τις πυρηνικές δοκιμές προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις και ανησυχία, ενώ παραμένουν ερωτήματα για τη διάρκεια της νέας φάσης αποκλιμάκωσης στις σχέσεις των δύο χωρών.
Πιο αναλυτικά
Σε μια αιφνιδιαστική κίνηση που αναμένεται να προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις, ο Ντόναλντ Τραμπ διέταξε την άμεση επανέναρξη των δοκιμών πυρηνικών όπλων από τις ΗΠΑ, για πρώτη φορά έπειτα από 33 χρόνια, λίγα μόλις λεπτά πριν από τη συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος ανακοίνωσε την απόφασή του μέσω της πλατφόρμας Truth Social, ενώ βρισκόταν πάνω στο προεδρικό ελικόπτερο Marine One, καθ’ οδόν προς τη Μπουσάν για μια συνάντηση με τον Σι.
Η δήλωσή του έγινε λίγα λεπτά πριν από την έναρξη της ιστορικής συνάντησης -η πρώτη δια ζώσης εδώ και έξι χρόνια- που ο ίδιος και ο Σι Τζινπίνγκ είχαν στη Νότια Κορέα, μια συνάντηση που θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει τη ρευστή σχέση ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες και ανταγωνιστικές υπερδυνάμεις του πλανήτη, επισημαίνει το CNN.

Δοκιμές πυρηνικών σε «ίση βάση»
«Εξαιτίας των προγραμμάτων δοκιμών άλλων χωρών, έδωσα εντολή στο υπουργείο Πολέμου να ξεκινήσει τις δοκιμές των πυρηνικών μας όπλων σε ίση βάση. Η διαδικασία θα ξεκινήσει άμεσα», έγραψε ο Τραμπ.
Πρόσθεσε επίσης: «Η Ρωσία είναι δεύτερη και η Κίνα απέχει πολύ, αλλά θα είναι ίση μέσα σε πέντε χρόνια».

Το μεγάλο ερώτημα
Ο Τραμπ δεν έδωσε περαιτέρω διευκρινίσεις και αγνόησε τις ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικά με τη δημοσίευσή του. Δεν ήταν άμεσα σαφές αν αναφερόταν σε δοκιμές με πραγματικές πυρηνικές εκρήξεις -οι οποίες διεξάγονται από την Εθνική Υπηρεσία Πυρηνικής Ασφάλειας- ή σε δοκιμές εκτόξευσης πυραύλων με δυνατότητα πυρηνικής κεφαλής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αμερικανικός στρατός ήδη πραγματοποιεί τακτικά δοκιμές πυραύλων που μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές, ωστόσο οι ΗΠΑ δεν έχουν πραγματοποιήσει πυρηνική έκρηξη από το 1992, λόγω της διεθνούς απαγόρευσης.
Ο Λευκός Οίκος δεν απάντησε άμεσα σε ερωτήσεις για περισσότερες λεπτομέρειες, ενώ το Πεντάγωνο δεν προχώρησε σε σχόλια για την ανακοίνωση του Τραμπ.
Απάντηση στις δοκιμές του Πούτιν
Η κίνηση αυτή έρχεται λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση του Βλαντίμιρ Πούτιν ότι η Ρωσία δοκίμασε ένα νέο πυρηνοκίνητο και πυρηνικά ικανό υποβρύχιο drone, καθώς και έναν νέο πυρηνοκίνητο πύραυλο κρουζ.
Ο Τραμπ, αναφερόμενος στις κινήσεις αυτές, δήλωσε νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα από το Air Force One πως ο Ρώσος Πρόεδρος «θα έπρεπε να εργάζεται για να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, αντί να δοκιμάζει πυραύλους».
Το 2023, ο Πούτιν υπέγραψε νόμο που ανακαλεί την επικύρωση της Ρωσίας στη Συνθήκη Πλήρους Απαγόρευσης των Πυρηνικών Δοκιμών, υποστηρίζοντας ότι ήταν αναγκαίο βήμα για να βρεθεί «σε ίση βάση με τις ΗΠΑ».
Η Συνθήκη αυτή, που υιοθετήθηκε το 1996 και απαγορεύει όλες τις πυρηνικές εκρήξεις οπουδήποτε στον κόσμο, είχε υπογραφεί από τον Μπιλ Κλίντον αλλά δεν επικυρώθηκε ποτέ από τη Γερουσία. Η Μόσχα είχε δηλώσει πέρσι ότι θα επανέλθει στις δοκιμές μόνο εφόσον η Ουάσιγκτον το κάνει πρώτη, αναφέρει το Associated Press.
Ανησυχία Τραμπ για την Κίνα
Την ίδια στιγμή, η Κίνα έχει υπερδιπλασιάσει το πυρηνικό της οπλοστάσιο – από περίπου 300 πυρηνικά όπλα το 2020 σε 600 το 2025, σύμφωνα με το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) με έδρα την Ουάσιγκτον.
Το ίδιο κέντρο σημειώνει ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι εκτιμούν πως έως το 2030 η Κίνα θα διαθέτει πάνω από 1.000 πυρηνικά όπλα. Παρέλαση για την Ημέρα της Νίκης τον περασμένο Σεπτέμβριο αποκάλυψε πέντε πυρηνικές δυνατότητες που μπορούν να πλήξουν το σύνολο της ηπειρωτικής Αμερικής, σύμφωνα με το CSIS.
Η Ένωση Ελέγχου των Εξοπλισμών αναφέρει ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν 5.225 πυρηνικές κεφαλές, ενώ η Ρωσία 5.580. Οι περισσότερες μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις, εκτός της Βόρειας Κορέας, σταμάτησαν τις δοκιμές πυρηνικών εκρήξεων τη δεκαετία του 1990.
Η Πιονγκγιάνγκ πραγματοποίησε την τελευταία πυρηνική της δοκιμή το 2017, ενώ η Ρωσία το 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1992 και η Κίνα το 1996.
Η πυρηνική εποχή ξεκίνησε για τις ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1945, με τη δοκιμή μιας βόμβας 20 κιλοτόνων στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού, πριν οι ΗΠΑ ρίξουν τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Αντιδράσεις
Ο Ντάριλ Κίμπαλ, εκτελεστικός διευθυντής της Ένωσης Ελέγχου των Εξοπλισμών με έδρα την Ουάσιγκτον, αντέδρασε έντονα στην ανακοίνωση του προέδρου, χαρακτηρίζοντας τον Τραμπ «παραπληροφορημένο και εκτός πραγματικότητας».
Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ «δεν έχουν κανέναν λόγο να επαναλάβουν πυρηνικές εκρηκτικές δοκιμές» και ότι η επανέναρξη των δοκιμών θα απαιτούσε τουλάχιστον 36 μήνες, ώστε να αποκατασταθεί η λειτουργία του πρώην πεδίου δοκιμών στη Νεβάδα, όπου οι τελευταίες υπόγειες εκρήξεις έγιναν πριν από δεκαετίες.
«Με την ανόητη ανακοίνωσή του ότι προτίθεται να επαναλάβει τις πυρηνικές δοκιμές, ο Τραμπ θα προκαλέσει έντονη δημόσια αντίδραση στη Νεβάδα, αντιδράσεις από όλους τους συμμάχους των ΗΠΑ, και θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση πυρηνικών δοκιμών από τους αντιπάλους των ΗΠΑ, διαλύοντας τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων», τόνισε ο Κίμπαλ σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Χ.
Trump is misinformed and out of touch. The U.S. has no technical, military, or political reason to resume nuclear explosive testing for the first time since 1992. It would take least 36 months to resume contained nuclear tests underground at the former test site in Nevada. 1/ pic.twitter.com/wdTRf9EwVo
— Daryl G Kimball (@DarylGKimball) October 30, 2025
Συνάντηση Τραμπ – Σι
Σε μια πολυσυζητημένη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στη Νότια Κορέα, οι πρόεδροι των ΗΠΑ και της Κίνας, Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ αντίστοιχα, επιχείρησαν να επαναφέρουν την εύθραυστη σχέση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου σε τροχιά σταθερότητας, έπειτα από χρόνια έντασης, εμπορικών πολέμων και αμοιβαίων κυρώσεων.
Η συνάντηση στο Μπουσάν, η πρώτη των δύο ηγετών από το 2019, αποτέλεσε το αποκορύφωμα της πενθήμερης περιοδείας του Τραμπ στην Ασία, η οποία περιλάμβανε επίσης εμπορικά ανοίγματα προς τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Μετά τη συνάντηση, ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους μέσα από το προεδρικό αεροσκάφος Air Force One: «Νόμιζα ότι ήταν μια καταπληκτική συνάντηση», προσθέτοντας ότι οι δασμοί στις κινεζικές εισαγωγές θα μειωθούν από 57% σε 47%.
Ο Τραμπ επαίνεσε τον Σι, χαρακτηρίζοντάς τον «σπουδαίο ηγέτη μιας σπουδαίας χώρας», και τόνισε πως πιστεύει ότι οι δύο τους «θα έχουν μια φανταστική σχέση για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Από την πλευρά του, ο Κινέζος ηγέτης σημείωσε πως ήταν «μεγάλη χαρά» να δει ξανά τον Τραμπ ύστερα από τόσα χρόνια, προσθέτοντας: «Δεν βλέπουμε πάντα τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο, και είναι φυσιολογικό για τις δύο κορυφαίες οικονομίες του κόσμου να έχουν κατά καιρούς τριβές… εσύ κι εγώ, στο τιμόνι των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ, πρέπει να διατηρήσουμε τη σωστή πορεία».
Ο Σι τόνισε επίσης ότι οι δύο χώρες «μπορούν να ευημερήσουν μαζί».
Παρά το θετικό κλίμα, η συνάντηση επισκιάστηκε από την αιφνιδιαστική ανακοίνωση του Τραμπ λίγο πριν την προσγείωσή του στο Μπουσάν, ότι οι ΗΠΑ τερματίζουν το μορατόριουμ των πυρηνικών δοκιμών που ίσχυε επί περισσότερες από τρεις δεκαετίες – μια απόφαση που προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις και ανησυχία.
Μία ώρα και σαράντα λεπτά αργότερα, οι δύο ηγέτες επανεμφανίστηκαν δημόσια, ανταλλάσσοντας θερμή χειραψία στο τέλος των συνομιλιών. Ο Τραμπ στη συνέχεια επιβιβάστηκε στο Air Force One χωρίς να κάνει περαιτέρω δηλώσεις, ολοκληρώνοντας την περιοδεία του στην Ασία.

Η συμφωνία ΗΠΑ – Κίνας
Σε δηλώσεις του νωρίτερα την ίδια ημέρα, ο Αμερικανός Πρόεδρος επιβεβαίωσε ότι συμφώνησε με τον Σι Τζινπίνγκ στη μείωση των δασμών στο 47%, με αντάλλαγμα η Κίνα να επαναλάβει τις αγορές αμερικανικής σόγιας, να διατηρήσει τη ροή των εξαγωγών σπάνιων γαιών και να εντείνει την καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου φαιντανύλης.
Η είδηση της συμφωνίας προκάλεσε έντονες διακυμάνσεις στις παγκόσμιες αγορές, με τους βασικούς δείκτες της Ασίας και τα ευρωπαϊκά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης να κινούνται ασταθώς, ανάμεσα σε κέρδη και απώλειες.
Ο δείκτης Shanghai Composite της Κίνας υποχώρησε από το υψηλότερο σημείο δεκαετίας, ενώ τα προθεσμιακά συμβόλαια σόγιας των ΗΠΑ κατέγραψαν πτώση.
Οι παγκόσμιες χρηματαγορές, από τη Γουόλ Στριτ μέχρι το Τόκιο, είχαν αγγίξει ιστορικά υψηλά επίπεδα τις προηγούμενες ημέρες, καθώς οι επενδυτές προσδοκούσαν μια θετική εξέλιξη στον παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας — μια σύγκρουση που είχε διαταράξει τις εφοδιαστικές αλυσίδες και είχε πλήξει την εμπιστοσύνη της διεθνούς επιχειρηματικής κοινότητας.
Ο Τραμπ είχε επανειλημμένα εκφράσει την αισιοδοξία του για την επίτευξη συμφωνίας με τον Σι, μετά τη δήλωση Αμερικανών διαπραγματευτών την Κυριακή ότι οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει σε ένα πλαίσιο που θα απέτρεπε την επιβολή δασμών 100% στα κινεζικά προϊόντα και θα ανέστειλε τους κινεζικούς περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών – τομέα στον οποίο το Πεκίνο έχει κυριαρχία.
Παρά τις αισιόδοξες δηλώσεις, παραμένουν πολλά ερωτήματα σχετικά με το πόσο μπορεί να διαρκέσει αυτή η νέα φάση αποκλιμάκωσης, καθώς και οι δύο χώρες δείχνουν πρόθυμες να επιδείξουν σκληρή στάση σε θέματα οικονομικού και γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθεί προσεκτικά το αν οι δύο ηγέτες μπορούν να σταθεροποιήσουν τις τεταμένες σχέσεις των χωρών τους, σε μια συνάντηση που σφραγίζει την πενθήμερη περιοδεία του Τραμπ σε τρεις ασιατικές χώρες.
Αρχικά, ο Τραμπ αναμενόταν να αναχωρήσει μία ημέρα νωρίτερα, ενώ ο Λευκός Οίκος είχε προγραμματίσει τη συνάντηση με τον Σι για το βράδυ, κάτι που θα καθιστούσε τη διαδικασία βιαστική. Τελικά, οι αξιωματούχοι αποφάσισαν να πραγματοποιηθεί η συνάντηση την επόμενη ημέρα, στο αεροδρόμιο, καθώς ο Τραμπ αναχωρούσε και ο Σι έφθανε για επίσημη επίσκεψη.
Με τη συνάντηση να έχει ολοκληρωθεί αλλά χωρίς επίσημο ανακοινωθέν από καμία πλευρά, οι παρατηρητές παρακολουθούν πλέον προσεκτικά τι ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν οι δύο ηγέτες προκειμένου να επιτευχθεί η συμφωνία – ένα λεπτό ζήτημα, καθώς ούτε ο Τραμπ ούτε ο Σι επιθυμούν να φανούν στο εσωτερικό των χωρών τους ότι υποχώρησαν απέναντι σε έναν στρατηγικό αντίπαλο.






