Η πρόσφατη εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, που ανακοινώθηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει προκαλέσει ανάμεικτα συναισθήματα στην Ευρώπη.
Παρά την ανακούφιση για την αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου, η συμφωνία θεωρείται άνιση, με τις ΗΠΑ να επιβάλλουν δασμούς 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύτηκε σε μεγάλες αγορές ενέργειας και επενδύσεις στις ΗΠΑ, ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις εκφράζουν ανησυχίες για την ανταγωνιστικότητα και τις οικονομικές επιπτώσεις.
Παρά τις προσπάθειες για σταθερότητα, παραμένουν ερωτήματα σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας και τις δυνατότητες του αμερικανικού ενεργειακού τομέα να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
Πιο αναλυτικά
Οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης εξέφρασαν ανακούφιση αλλά και ανησυχία για την εμπορική συμφωνία πλαίσιο με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, με την παραδοχή ότι πρόκειται για μία άνιση συμφωνία που, ωστόσο, αποτρέπει έναν εμπορικό πόλεμο.
Η συμφωνία που ανακοινώθηκε χθες προβλέπει ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλουν εισαγωγικούς δασμούς 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα, το ήμισυ των δασμών που περιλαμβάνονταν στις απειλές του Τραμπ, αλλά πολύ περισσότερο από το μηδενικό ποσοστό που είχαν ελπίσει οι Ευρωπαίοι.
«Καθώς περιμένουμε τις πλήρεις λεπτομέρειες της νέας εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ, ένα πράγμα είναι σαφές: είναι στιγμή για ανακούφιση, όχι πανηγυρισμούς», δήλωσε μέσω του Χ ο πρωθυπουργός του Βελγίου, Μπαρτ Ντε Βεβέρ.
«Οι δασμοί θα αυξηθούν σε πολλούς τομείς και ορισμένα ερωτήματα-κλειδιά παραμένουν αναπάντητα».
As we await full details of the new EU–US trade agreement, one thing is clear: this is a moment of relief but not of celebration. Tariffs will increase in several areas and some key questions remain unresolved.
Still, I commend President @vonderleyen and her team for their hard…
— Bart De Wever (@Bart_DeWever) July 27, 2025
Περιγράφοντας τον Τραμπ ως σκληρό διαπραγματευτή, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε ότι «ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε».
Ο καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς χαιρέτισε την συμφωνία λέγοντας ότι απέτρεψε έναν εμπορικό πόλεμο που θα είχε πλήξει σκληρά την εξαγωγικής κατεύθυνσης γερμανική οικονομία και την γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Όμως, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, μίλησε «για σκοτεινή μέρα» για την Ευρώπη η οποία «αναγκάζεται να υποταχθεί».
Accord Van der Leyen-Trump : c’est un jour sombre que celui où une alliance de peuples libres, rassemblés pour affirmer leurs valeurs et défendre leurs intérêts, se résout à la soumission.
— François Bayrou (@bayrou) July 28, 2025
«Δεν θα πρέπει η συμφωνία αυτή να είναι το τέλος της ιστορίας, περίπτωση κατά την οποία απλώς θα ήμασταν αποδυναμωμένοι», δήλωσε στο δίκτυο France Inter ο γάλλος υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου, Λοράν Σεν-Μαρτέν. «Το θέμα δεν έχει λήξει» τόνισε.
«Τώρα θα υπάρξει μία τεχνική διαπραγμάτευση και μπορούμε να την εκμεταλλευθούμε για να ενισχύσουμε την θέση μας».
Το Παρίσι θεωρεί ότι η συμφωνία θα φέρει «σταθερότητα» στις επιχειρήσεις, αλλά επιμένει ότι πρόκειται για μία άνιση συμφωνία.
Σε αυτό συμφωνούν τόσο ο υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου όσο και ο υπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας, Μαρκ Φερατσί, αλλά και ο υπουργός αρμόδιος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Μπενζαμέν Χαντάτ, σύμφωνα με δηλώσεις που έγιναν στα μέσα ενημέρωσης ή αναρτήθηκαν στα κοινωνικά δίκτυα.
«Υποχρέωσή μας είναι τώρα να καταφέρουμε ότι, εν τέλει, η συμφωνία αυτή θα είναι όσο λιγότερο άνιση γίνεται. Να καταφέρουμε ώστε να μην είναι άνιση στο τομέα των υπηρεσιών και ώστε οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις να συμβάλλουν περισσότερο όταν θα εξάγουν υπηρεσίες και κυρίως ψηφιακές υπηρεσίες στην Ευρώπη», δήλωσε ο υπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας της Γαλλίας.
Ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Πέδρο Σάντσεθ, δήλωσε ότι εκτιμά την εποικοδομητική προσπάθεια της Κομισιόν για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ και υποστηρίζει την συμφωνία, αλλά «χωρίς ενθουσιασμό».
Στο μεταξύ, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αναρωτιούνται να πρέπει να χαρούν ή να λυπηθούν με την συμφωνία.
«Όσοι περιμένουν τυφώνα, είναι ευγνώμονες με την καταιγίδα», δήλωσε ο Wolfgang Große Entrup, επικεφαλής του Συνδέσμου Χημικής Βιομηχανίας της Γερμανίας (VCI).
«Αποφεύχθηκε η περαιτέρω κλιμάκωση. Ωστόσο, το τίμημα είναι υψηλό και για τις δύο πλευρές. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές χάνουν σε ανταγωνιστικότητα. Οι Αμερικανοί καταναλωτές πληρώνουν τους δασμούς».
Ο Ντόναλντ Τραμπ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσαν χθες στην Σκωτία τελωνειακή συμφωνία πλαίσιο που προβλέπει την επιβολή δασμών 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα που θα εξάγονται στις ΗΠΑ.
Ελπίζοντας ότι θα αποφύγει την εμπορική κλιμάκωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύθηκε επίσης σε αγορές ενέργειας ύψους 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων -με στόχο την αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου- και σε επιπλέον επενδύσεις ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ.
Μεταξύ των πολλών θεμάτων που αναφύονται και πρέπει να απαντηθούν είναι πώς η ευρωπαϊκή δέσμευση για επενδύσεις στις ΗΠΑ και για αύξηση των αγορών ενέργειας μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, αφού ο αμερικανικός ενεργειακός τομέας δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην επιπλέον αυτή ζήτηση.
Η ικανότητα παραγωγής φυσικού αερίου των ΗΠΑ έχει σχεδιασθεί σχεδόν να διπλασιασθεί κατά την επόμενη τετραετία. Ωστόσο ακόμη και έτσι, η παραγωγή δεν θα είναι αρκετή για να καλύψει την επιπλέον ζήτηση.
Επιπλέον, στον πετρελαϊκό τομέα αναμένεται ότι η παραγωγή θα είναι χαμηλότερη από τις προβλέψεις που δημοσιοποιήθηκαν νωρίτερα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Συνοπτικά
- Η εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα στην Ευρώπη, με ανησυχίες για την άνιση φύση της και τους δασμούς 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα.
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύθηκε σε μεγάλες αγορές ενέργειας και επενδύσεις στις ΗΠΑ, με ερωτήματα για την εφαρμογή της συμφωνίας και την ικανότητα του αμερικανικού ενεργειακού τομέα να ανταποκριθεί στη ζήτηση.
- Διάφοροι ευρωπαίοι ηγέτες, όπως ο καγκελάριος της Γερμανίας, χαιρέτισαν την αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου, ενώ άλλοι, όπως ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, εξέφρασαν ανησυχίες για την υποταγή της Ευρώπης.
- Η συμφωνία θεωρείται στιγμή ανακούφισης για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, παρά την απώλεια ανταγωνιστικότητας και τις ανησυχίες για τις οικονομικές επιπτώσεις.