Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη και πέντε χρόνια φυλάκισης έναν 52χρονο οικοδόμο για τη δολοφονία της πρώην συζύγου του στο Μενίδι, τον Μάιο του 2024.
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση και παράνομη οπλοφορία, ενώ το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του περί βρασμού ψυχικής ορμής.
Η κόρη του ζευγαριού και άλλοι μάρτυρες περιέγραψαν χρόνια κακοποιητικής συμπεριφοράς από τον κατηγορούμενο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι δεν θυμάται το έγκλημα λόγω μέθης.
Η εισαγγελέας τόνισε ότι ο δράστης ενήργησε με πλήρη διαύγεια και σχεδιασμό, ενώ το αίτημα για ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη απορρίφθηκε.
Πιο αναλυτικά
Ποινή ισόβιας κάθειρξης, πέντε ετών φυλάκισης και χρηματικό πρόστιμο 1.000 ευρώ επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών στον 52χρονο οικοδόμο, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία της εν διαστάσει συζύγου του, τον Μάιο του 2024, στο Μενίδι.
Ο 52χρονος κατηγορούμενος που ήταν κρατούμενος για την άγρια δολοφονία της εν διαστάσει συζύγου του στο Μενίδι, καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση και παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Το δικαστήριο απέρριψε όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί βρασμού ψυχικής ορμής και μειωμένου καταλογισμού λόγω μέθης.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος, «για να στοιχειοθετηθεί ο βρασμός ψυχικής ορμής απαιτείται ένα ακραίο συναισθηματικό γεγονός», ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση προέκυψε πως ο κατηγορούμενος «ενήργησε από ακραία ζήλια», εξαιτίας της σχέσης που είχε συνάψει το θύμα με άλλον άνδρα.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου επισήμανε ακόμη ότι ο 52χρονος ήταν «άνθρωπος βίαιος, επιθετικός και κτητικός», ο οποίος «στερείται συναισθήματος» και ότι «ο τρόπος τέλεσης της πράξης δείχνει σχεδιασμό και ακραία σκληρότητα». «Όταν συνελήφθη είπε στον αστυνομικό “καλά της έκανα”», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πρώτη μάρτυρας στη δίκη ήταν η 22χρονη κόρη του ζευγαριού, η οποία έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής κατά του πατέρα της. Στην κατάθεσή της περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο τα χρόνια κακοποιητικής συμπεριφοράς του πατέρα της απέναντι στη μητέρα της. «Πάντα είχαμε θέματα στο σπίτι. Τη χτυπούσε συχνά, υπήρχαν φασαρίες και φωνές. Όλη την παιδική μου ηλικία θυμάμαι καβγάδες», είπε η μάρτυρας.
Η νεαρή γυναίκα αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα περιστατικά, λέγοντας ότι «ζήλευε παθολογικά», ακόμη και για την ενδυμασία της μητέρας της, ενώ τόνισε πως «την παρακολουθούσε και μετά τον χωρισμό τους». Όπως κατέθεσε, το 2013 είχε επιχειρήσει να τη σκοτώσει με μαχαίρι, απειλώντας την πως «θα είμαστε μαζί και στη ζωή και στο θάνατο».
Η κόρη του ζευγαριού εξήγησε ότι οι σχέσεις του πατέρα της με την οικογένεια είχαν διακοπεί για πέντε χρόνια, ωστόσο μετά την επιστροφή του από την Αλβανία η μητέρα της τον δέχθηκε πίσω, κυρίως για οικονομικούς λόγους. «Ήταν μόνη της με δύο παιδιά. Όταν ένιωσε ασφαλής, εκείνος ξανάρχισε να πίνει και οι καβγάδες επανήλθαν», είπε.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο αδελφός του θύματος, ο οποίος μίλησε για μακροχρόνια βίαιη συμπεριφορά. «Την τραβούσε στους δρόμους, της είχε βάλει το κεφάλι μέσα σε νερό με ασβέστη. Είχε απειλήσει να τη σφάξει», κατέθεσε, προσθέτοντας πως είχε έρθει στην Ελλάδα για να τη στηρίξει και να την προστατεύσει.
Ο 52χρονος, στην απολογία του, ισχυρίστηκε ότι «αγαπούσε πολύ» τη σύζυγό του και ότι δεν θυμάται πώς τη σκότωσε, καθώς είχε πιει. Υποστήριξε ότι πήρε το μαχαίρι «για προστασία» επειδή φοβόταν τον νέο σύντροφό της και ότι «δεν είχε πρόθεση να της κάνει κακό». Όπως είπε, «μετά από δύο ημέρες κατάλαβα τι είχα κάνει. Ήμουν θολωμένος».
Η εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την ενοχή του με πλήρη καταλογισμό, υπογραμμίζοντας ότι «ήταν σε πλήρη διαύγεια όταν τέλεσε την πράξη». Όπως ανέφερε, ο κατηγορούμενος είχε «στημένη ενέδρα έξω από το σπίτι της» και της κατάφερε «πολλαπλά χτυπήματα με μαχαίρι στον τράχηλο, στην κοιλιακή χώρα και στα πόδια».
Το αίτημα της υπεράσπισης για διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης απορρίφθηκε από το δικαστήριο, που υιοθέτησε την εισαγγελική πρόταση.
Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, ο δράστης επέστρεψε στις φυλακές όπου κρατείται από τον Μάιο του 2024