Στη σχέση του με τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέκο Αλαβάνο, αναφέρεται ο Αλέξης Τσίπρας στο βιβλίο του «Ιθάκη». Ο πρώην πρωθυπουργός αφηγείται την εκλογή του στην ηγεσία του κόμματος, ενώ ασκεί κριτική στον Αλέκο Αλαβάνο για τη στάση του, σημειώνοντας πως από τις εξελίξεις είχε τεθεί σε δεύτερη μοίρα, γεγονός που δεν ήταν έτοιμος να αποδεχτεί, οπότε «προκειμένου να αναστρέψει την πορεία των πραγμάτων, ανέλαβε όλη την ευθύνη για την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην καμπάνια των ευρωεκλογών (σ.σ.2009), περιορίζοντάς με σε ρόλο κομπάρσου».
Γράφει στο πρώτο μέρος του 2ου κεφαλαίου με τίτλο “Έφοδος στον ουρανό”. «Παράλληλα με τα νέα μου καθήκοντα στον Δήμο της Αθήνας, που απορροφούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς μου, εξακολουθούσα να είμαι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος. Με τη διαφορά ότι κάθε ανακοίνωση που υπέγραφα πλέον τραβούσε την προσοχή, ενώ η παρουσία μου σε δημόσιες εκδηλώσεις συνοδευόταν σχεδόν πάντα από την κάλυψη των ΜΜΕ. Ως αποτέλεσμα, η προβολή αυτή ανέβασε την πολιτική μου επιρροή.
Στο εσωτερικό του κόμματος, πολλοί θεωρούσαν σχεδόν βέβαιο ότι σύντομα αυτό θα το αξιοποιούσα. Η υποψηφιότητά μου στην Α΄ Αθηνών, στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, αντιμετωπιζόταν ως αυτονόητη, όπως και η εκλογή μου.
Η δική μου απόφαση, όμως, ήταν άλλη. Από τις πρώτες μου συνεντεύξεις μετά την εκλογική επιτυχία είχα δηλώσει ξεκάθαρα ότι είχα έρθει για να μείνω στον Δήμο της Αθήνας και ότι σκόπευα να τιμήσω τη δέσμευσή μου: δεν θα ήμουν υποψήφιος Βουλευτής στις επόμενες εκλογές.
Ήταν μια κρίσιμη επιλογή. Δύσκολη για έναν νέο άνθρωπο που βρέθηκε απότομα στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Μα θαρρώ και ώριμη. Μια στάση που ήθελε να στείλει ένα διαφορετικό αξιακό μήνυμα. Και που, τελικά, πιστεύω ότι εκτιμήθηκε από τον κόσμο της Αριστεράς.
Στις εκλογές, λοιπόν, στις 16 Σεπτεμβρίου 2007, το όνομά μου δεν βρισκόταν στις λίστες του κόμματος. Συμμετείχα, όμως, στη μάχη από την πρώτη γραμμή. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 17 Αυγούστου, ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής είχε προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Βρισκόμουν με την Μπέττυ στην Ισπανία, σε ένα κάμπινγκ στις όχθες του Γουαδαλκιβίρ, στην Ανδαλουσία. Είχα κλείσει το τηλέφωνό μου, όπως συνηθίζεται τον Δεκαπενταύγουστο, και όταν το άνοιξα δύο μέρες αργότερα, βρήκα δεκάδες μηνύματα και αναπάντητες κλήσεις. Ο Αλαβάνος με αναζητούσε επίμονα για να αναλάβω εκπρόσωπος Τύπου στην προεκλογική εκστρατεία. Καθώς είχε ξεκαθαριστεί ότι δεν θα ήμουν υποψήφιος, ήθελε να με αξιοποιήσει για να δώσει νεανικό τόνο στην καμπάνια. Χωρίς πολλή σκέψη, πήρα το πρώτο αεροπλάνο για την Αθήνα και ακόμη θυμάμαι τις τύψεις μου για το ακριβό εισιτήριο που χρειάστηκε να καλύψει το κόμμα, γιατί δεν μπορούσα να το πληρώσω.
Η προεκλογική περίοδος ήταν σύντομη αλλά σκληρή και σημαδεύτηκε από τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Πελοπόννησο, με δεκάδες νεκρούς. Η Ν.Δ., στην προσπάθειά της να περιορίσει το πολιτικό κόστος, επιστράτευσε την τακτική των επιταγών προς όποιον δήλωνε ότι έχει πληγεί.
Τελικά, το εκλογικό αποτέλεσμα δεν διέψευσε τις αρχικές προβλέψεις: η Ν.Δ. κέρδισε μια δεύτερη τετραετία, ενώ ο Γιώργος Παπανδρέου υπέστη δεύτερη συνεχόμενη ήττα, με διαφορά σχεδόν τεσσάρων μονάδων. Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε 5% και εξέλεξε 14 Βουλευτές.
Το ίδιο βράδυ της ήττας του ΠΑΣΟΚ ο Γιώργος Παπανδρέου αμφισβητήθηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο στο Ζάππειο. Ενώ ήταν έτοιμος να παραιτηθεί, δέχτηκε ένα απρόσμενο δώρο και σήκωσε το γάντι, ανακοινώνοντας ότι θα διεκδικούσε εκ νέου την εκλογή του. Και κατάφερε, παρά τις αρχικές δυσκολίες, να επανεκλεγεί στις εσωκομματικές εκλογές της 11ης Νοεμβρίου. Λίγες ημέρες μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την εκλογική του άνοδο, ξεκίνησε εντελώς απρόσμενα διαδικασίες για αλλαγή ηγεσίας».
Φτάνουμε στις 27 Νοεμβρίου 2007, όταν όπως γράφει ο κ. Τσίπρας στο βιβλίο του, ο Αλέκος Αλαβάνος ανακοίνωσε, ενόψει του επικείμενου Συνεδρίου του κόμματος, ότι για προσωπικούς λόγους δεν θα ήταν ξανά υποψήφιος Πρόεδρος του ΣΥΝ. «Ήταν μια απόφαση που αιφνιδίασε τους περισσότερους, γιατί δεν υπήρχε εμφανής λογική πίσω της: η παραμονή του στην ηγεσία ήταν σύντομη, ενώ το εκλογικό αποτέλεσμα είχε θεωρηθεί ικανοποιητικό. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των ηγετικών στελεχών να τον μεταπείσουν, εκείνος επέμεινε, επικαλούμενος και λόγους υγείας, Κι ενώ δεν είχε μιλήσει ποτέ απευθείας μαζί μου για το ζήτημα, σε άτυπες συζητήσεις με στελέχη της Πολιτικής Γραμματείας φέρεται να με είχε υποδείξει ως πιθανό διάδοχό του».
Εκείνες τις μέρες ούτε που μπορούσα να φανταστώ τέτοια συζήτηση γύρω από το όνομά μου. Ήμουν ενθουσιασμένος, καθώς ετοιμαζόμουν για ένα ταξίδι στη Βενεζουέλα, όπου θα συμμετείχα σε διεθνή αντιπροσωπεία παρατηρητών της εκλογικής διαδικασίας. Με συνόδευε ο τότε υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Ήσυχος, βαθύς γνώστης και λάτρης της Λατινικής Αμερικής, μια και γεννήθηκε, μεγάλωσε και είχε συγγενείς στα προάστια του Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Στο Καράκας, μάλιστα, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά την κεντρική ομιλία του Ούγκο Τσάβες και αργότερα να συναντηθώ με τον Υφυπουργό Ενέργειας της Κυβέρνησης. Στην επιστροφή από το Καράκας κάτι πήγε να υπονοήσει ο Ήσυχος στο αεροπλάνο, και σχεδόν τον αποπήρα. «Άσε, ρε Κώστα, κόψε το δούλεμα», του είπα, και σταμάτησα τη συζήτηση αμέσως».
Ο διάλογος με τον Φλαμπουράρη
«Μόλις όμως επέστρεψα στην Ελλάδα, βρήκα στο κινητό μου τηλέφωνο μήνυμα από τον Αλέκο Φλαμπουράρη, που μου ζητούσε να τον επισκεφτώ επειγόντως στο σπίτι του. Πήγα με τη βαλίτσα στο χέρι. Με καλωσόρισε, με κέρασε καφέ, με ρώτησε για τη Βενεζουέλα κι εγώ άρχισα να του αναλύω το φαινόμενο Τσάβες. Προσπαθούσα να του εξηγήσω τις αιτίες της προσωπολατρίας και το αίσθημα περηφάνιας που ένιωθαν εκατομμύρια φτωχοί και μικρομεσαίοι Βενεζουελάνοι για τον ηγέτη τους. Του διηγήθηκα περιστατικά από την κεντρική προεκλογική του συγκέντρωση, που κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι παραληρούσαν, πότε έκλαιγαν και πότε γελούσαν, σε κάθε φράση του. Ο Αλέκος μού έκανε μια ανάλυση για τον λαϊκισμό βγαλμένη από τα εγχειρίδια της Ανανεωτικής Αριστεράς του Άγγελου Ελεφάντη, αλλά στο τέλος παραδέχτηκε ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ μαζικό λαϊκό κίνημα που να κέρδισε την εξουσία χωρίς αναφο- ρά σε μεγάλες ηγετικές φυσιογνωμίες. Κάποια στιγμή του λέω:
«Για να σου μιλήσω για τη Βενεζουέλα με κάλεσες;»
«Όχι», μου απάντησε με τον γνωστό του μειλίχιο τρόπο.
«Τι έγινε;»
«Ο Αλαβάνος επιμένει να παραιτηθεί».
«Δεν τον πείσατε ότι είναι λάθος;»
«Προσπαθήσαμε, αλλά δεν τα καταφέραμε».
«Και τώρα;»
«Τώρα θα κάνουμε εσένα Πρόεδρο», μου πέταξε τη χειροβομβίδα με όσο πιο φυσικό ύφος μπορούσε.
Στην αρχή αρνήθηκα και να το συζητήσω. Ήταν εξαιρετικά πρόωρο ακόμα και ως σκέψη. Ο Αλέκος όμως επέμεινε. Τον ρώ- τησα ποιανού ιδέα ήταν αυτή και μου απάντησε πως ήταν του Αλαβάνου, αλλά συμφωνούσε και ο Βούτσης.
Του απάντησα πως όπως και να είχε η κατάσταση, έπρεπε να το ξεχάσουν.
«Εγώ δεν θέλησα να γίνω Βουλευτής, ρε Αλέκο, θα γίνω Πρόεδρος;»
Ο Φλαμπουράρης, με πατρική συγκατάβαση και με την ηρεμία της εμπειρίας, μου ζήτησε να μην απαντήσω αμέσως. Να το σκεφτώ για δυο-τρεις μέρες.
«Αυτά τα πράγματα μερικές φορές δεν τα κανονίζουμε εμείς, μας έρχονται χωρίς να το καταλάβουμε», μου είπε. «Να θυμάσαι, όμως, ότι κανείς δεν μετάνιωσε για αποφάσεις που έλαβε παίρνοντας ρίσκο. Όλοι μετανιώνουν για ευκαιρίες που άφησαν να χαθούν». Ήταν πολύ βαριά τα τελευταία αυτά λόγια για να μην με προβληματίσουν.
Εκείνο το βράδυ, όπως ήταν φυσικό, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ και δεν έφταιγε το λεγόμενο τζετ λαγκ από το υπερατλαντικό ταξίδι. Ήταν μια πρόταση απρόσμενη και αιφνιδιαστική, με προβλημάτιζαν τα κίνητρά της, αλλά κυρίως η δική μου απάντηση, με δεδομένο ότι είχα συνείδηση του πόσο μεγάλη αλλαγή θα ήταν αυτή στη ζωή μου. Και πόσο μεγάλη πρόκληση, την ίδια στιγμή, για μένα και το κόμμα μου.
Οι επόμενες μέρες ήταν γεμάτες από συζητήσεις. Ταλαντεύτηκα πολύ, αλλά από τη στιγμή που αποδέχτηκα την πρόταση, τα πράγματα κύλησαν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες από όσο μπορούσε κανείς να φανταστεί. Η είδηση και μόνο της υποψηφιότητας ενός 34χρονου για την ηγεσία ενός κοινοβουλευτικού κόμμα- τος αποτέλεσε καταλύτη για ευρύτερες διεργασίες σε ένα πολιτικό σύστημα που έδειχνε να βαλτώνει».
Το Συνέδριο του ΣΥΝ
Ο κ. Τσίπρας στη συνέχεια αναφέρεται στο 5ο Συνέδριο του ΣΥΝ, στις 10 Φεβρουαρίου 2008, που, όπως επισημαίνει, ήταν ίσως το μοναδικό στη μέχρι τότε σύντομη ιστορία του κόμματος που είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας. «Στη μυστική ψηφοφορία, έχοντας απέναντι την υποψηφιότητα του Φώτη Κουβέλη, εκλέχτηκα Πρόεδρος με το 70,4% των ψήφων των συνέδρων. Επρόκειτο για έναν μικρό πολιτικό σεισμό. Ήμουν ο νεότερος πολιτικός αρχηγός στην Ιστορία της χώρας.
Αμέσως μετά την εκλογή μου, ο ΣΥΡΙΖΑ γνώρισε μια πρωτοφανή δημοσκοπική άνοδο. Στα τέλη του ίδιου μήνα, οι μετρήσεις έδειχναν ότι τα ποσοστά του είχαν υπερδιπλασιαστεί. Σε μια δημοσκόπηση, λίγες ημέρες πριν από το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, που ήταν προγραμματισμένο για τις 14 Μαρτίου, εμφανιζόμασταν στη δεύτερη θέση με 18%, αφήνοντας το ΠΑΣΟΚ τρίτο με 17%.
Αυτό σήμανε συναγερμό στο πολιτικό σύστημα, κυρίως στα επιτελεία της Χαριλάου Τρικούπη, που έψαχναν γραμμή άμυνας απέναντι στο νέο φαινόμενο. Τελικά αποφάσισαν να με καλέσουν να μιλήσω στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, με σκοπό να με «εκθέσουν». Πριν να μου δώσουν τον λόγο, ο Γιώργος Παπανδρέου απηύθυνε άνοιγμα μετεκλογικής συνεργασίας στον ΣΥΡΙΖΑ. Πόνταραν στην άρνησή μου για να μου χρεώσουν αδιαφορία για το ποιος κυβερνά τη χώρα, κι έτσι να στηρίξουν το προεκλογικό τους επιχείρημα ότι η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ βοηθάει αντικειμενικά την παραμονή της Ν.Δ. στην εξουσία.
Ωστόσο, το φαινόμενο της εκρηκτικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε να ανακοπεί με επικοινωνιακού τύπου κινήσεις. Η δυναμική του δεν ήταν συγκυριακή».
Όπως γράφει ο Αλέξης Τσίπρας, η εκλογή του και ιδιαιτέρως η θετική υποδοχή της από τους πολίτες ουσιαστικά εξέφρασαν ένα οριζόντιο αίτημα για την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. «Το αίτημα αυτό δεν αφορούσε μόνο την ηλικία ή το ύφος, αλλά και το περιεχόμενο της πολιτικής. Οι ψηφοφόροι είχαν κουραστεί από την εναλλαγή στην εξουσία δύο κομμάτων που το μόνο που τους χώριζε ήταν οι αναμνήσεις τους. Η ανάδειξή μου στην ηγεσία του ΣΥΝ παραβίασε τις καθιερωμένες πολιτικές προδιαγραφές. Ένας νέος, που δεν έμοιαζε με συνηθισμένο πολιτικό, ένα παιδί της διπλανής πόρτας που εισέβαλε απροειδοποίητα σε ένα σκηνικό καθωσπρεπισμού, διαφθοράς και οικογενειοκρατίας. Ένας άγνωστος, χωρίς επώνυμο που να παραπέμπει σε πολιτικό τζάκι, που δεν είχε κλείσει τα 34 και κυκλοφορούσε με μηχανή και τζιν παντελόνι, απέναντι σε δύο γόνους πολιτικών δυναστειών: έναν Καραμανλή κι έναν Παπανδρέου. Σε μια πολιτική σκηνή όπου αυτές οι δύο δυναστείες πρωταγωνιστούσαν για σχεδόν έξι δεκαετίες. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να τραβήξει την προσοχή.
Τους μήνες που ακολούθησαν, μέχρι και τον Δεκέμβριο, ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την ανοδική του πορεία στις δημοσκοπήσεις, κερδίζοντας το αυξημένο ενδιαφέρον της κοινωνίας για τις δράσεις του, την εναλλακτική αισθητική του και το διαφορετικό, λιγότερο κοινότοπο, ύφος των παρεμβάσεών του, που πολλές φορές αιφνιδίαζαν το καθιερωμένο πολιτικό προσωπικό και τους δημοσιογράφους».
Η δολοφονία Γρηγορόπουλου και η αναφορά στον Προκόπη Παυλόπουλο
«Όσο περνούσε ο καιρός, ο ΣΥΡΙΖΑ και η δημοσκοπική του εκτίναξη παρέμενε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Κόντευαν σχεδόν δέκα μήνες και η δυναμική αυτή δεν έλεγε να ανακοπεί, Ό,τι δεν κατόρθωσε όμως να πετύχει το τέχνασμα Παπανδρέου στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ με την πρόταση μετεκλογικής συνεργασίας που απορρίφθηκε, το πέτυχε ο Δεκέμβριος και τα συνταρακτικά γεγονότα μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου», αναφέρει ο κ. Τσίπρας και συνεχίζει:
«Ο ΣΥΡΙΖΑ, που τότε είχε πλέον διαμορφώσει το προφίλ ενός νεανικού, ριζοσπαστικού και ανατρεπτικού κόμματος, δεν ήταν δυνατόν να αποστασιοποιηθεί από τη μαζική παρουσία των νέων στους δρόμους. Και δεν το έκανε. Επιχείρησε να διαχωρίσει τη θέση του από τα φαινόμενα βίας, αλλά χωρίς να αποκηρύξει τις εκ- δηλώσεις διαμαρτυρίας. Ωστόσο, το εύρος των καταστροφών ήταν τέτοιο, που η πίεση από το πολιτικό και επικοινωνιακό περιβάλλον κορυφώθηκε γρήγορα. Ιδίως όταν, υιοθετώντας το κλίμα των περισσοτέρων ΜΜΕ και της κυβερνητικής γραμμής, η Αλέκα Παπαρήγα έσπευσε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου να επιρρίψει ευθέως τις ευθύνες στον ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας πως ανεχόταν και υποδαύλιζε τους λεγόμενους «μπαχαλάκηδες». Ήταν ίσως η κατάλληλη ευκαιρία για το ΚΚΕ να αναχαιτίσει την αλματώδη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Και ήταν και μια πρώτης τάξεως χείρα βοηθείας στην Κυβέρνηση Καραμανλή. Η τελευταία κατάφερε εντέλει να διαχειριστεί τη μεγάλη κρίση χωρίς ανεπανόρθωτο κόστος, πράγμα καθόλου βέβαιο στην αρχή.
Σε αυτό αναμφισβήτητα έπαιξε καθοριστικό ρόλο και η νουνεχής στάση του τότε Υπουργού Δημόσιας Τάξης Προκόπη Παυλόπουλου, ο οποίος, σε αντίθεση με ακραίες εισηγήσεις που ήθελαν ακόμα και τον στρατό στους δρόμους, επέδειξε ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Ο Παυλόπουλος, ως καθηγητής του Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, είχε εμπειρία αλλά και επίγνωση της νεανικής παρορμητικότητας, καθώς και του τρόπου που μπορούσε να επικοινωνήσει κανείς με τις διάφορες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του αναρχικού χώρου. Εκείνες τις ώρες ήταν σε διαρκή και καθημερινή επικοινωνία μαζί μου με ειλικρινή διάθεση να αποφευχθούν τα χειρότερα, δηλαδή να μην κλιμακωθεί η βία προς εντελώς ανεξέλεγκτες μορφές, που θα οδηγούσαν σε περισσότερα θύματα και καταστροφές. Τότε άρχισε να διαμορφώνεται ανάμεσά μας μια σχέση ειλικρίνειας, αμοιβαίας εκτίμησης και ουσιαστικής επικοινωνίας – μια σχέση που με τον καιρό, έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην απόφασή μου να τον προτείνω για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας,
Ο Δεκέμβριος του 2008 αποτέλεσε τομή στις πολιτικές εξελίξεις και ιδιαίτερα στην εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα κράτησε συνεπή στάση απέναντι στο κίνημα της νεολαίας, παρότι κατανοούσε πως βρισκόταν εκτεθειμένο στις υποκριτικές κατά βάση κατηγορίες ότι φλέρταρε με τις ομάδες των αναρχικών, που διέπραξαν μεγάλης έκτασης βανδαλισμούς. Η Κυβέρνηση της Ν.Δ. ξεπέρασε χωρίς μεγάλες απώλειες την κρίση, αλλά ταυτόχρονα εισήλθε σε μια πορεία φθοράς χωρίς επιστροφή. Το σκάνδαλο του Βατοπεδίου που κυριάρχησε αργότερα στην πολιτική ατμόσφαιρα συνέβαλε καθοριστικά στο τέλος της. Μπορεί τον Δεκέμβριο να ήταν απολύτως βολικό να ρίχνει την ευθύνη στους «μπαχαλάκηδες» και στον ΣΥΡΙΖΑ, που υποτίθεται τους ανεχόταν, ώστε να περάσει τελικά σε δεύτερη μοίρα η υπόθεση της δολοφονίας ενός 15άχρονου παιδιού από αστυνομικό, αλλά μεσοπρόθεσμα αυτή ήταν μια επιλογή που θα της στοίχιζε».
Οι τριγμοί με τον Αλαβάνο
«Το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, χωρίς μάλιστα να κουνήσει το δαχτυλάκι του, με τη βοήθεια του ΚΚΕ και της Ν.Δ., εξουδετέρωσε τον πιο σοβαρό αντίπαλό του στην προσπάθεια να επανακτήσει τη δυναμική του ως κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και να διεκδικήσει με αξιώσεις την Κυβέρνηση. Το «φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ» έδειχνε, προσωρινά, να χάνει τη λάμψη του. Και εγώ μαζί του.
Κάπου εκεί άρχισαν και οι πρώτοι τριγμοί με τον Αλαβάνο που αποφάσισε μεν να παραιτηθεί από Πρόεδρος του ΣΥΝ, αλλά όχι από την ηγεσία της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. Λίγο νωρίτερα, κατά την περίοδο της δημοσκοπικής εκτόξευσης του ΣΥΡΙΖΑ, είχαν ήδη γίνει ορατά τα σημάδια της επιθυμίας του να μην αποχωρήσει από την κεντρική πολιτική σκηνή. Σταδιακά υιοθετούσε μια διαρκώς αυξανόμενη κινητικότητα.
Ξεκίνησε λοιπόν περιοδείες και δεν άφηνε καμία σημαντική εκπροσώπηση του κόμματος δίχως να την αναλάβει ο ίδιος. Αποφάσισε μάλιστα να εκπροσωπήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στη συνάντηση με τον Καραμανλή στο Μαξίμου με αντικείμενο τα κρίσιμα γεγονότα του Δεκεμβρίου και άρχισε να δίνει αμφίσημες απαντήσεις σε κάθε ερώτηση που αφορούσε την απόφασή του να παραιτηθεί από την ηγεσία του ΣΥΝ.
Στην πορεία προς τις ευρωεκλογές αυτή η συμπεριφορά επιδεινώθηκε. Κάπου εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ αυτό που αρνιόμουν στην αρχή να πιστέψω. Η παραίτησή του ήταν ελιγμός για να απαλλαγεί από το κόμμα που θεωρούσε βαρίδι. Βεβαίως, πήρε ένα ρίσκο παρακάμπτοντας την κομματική επετηρίδα και συμβάλλοντας στην ανάδειξη ενός αουτσάιντερ στην ηγεσία. Δυστυχώς όμως για αυτόν, τα πράγματα δεν πήραν την τροπή που περίμενε. Από τις εξελίξεις είχε τεθεί και ο ίδιος σε δεύτερη μοίρα, γεγονός που δεν ήταν έτοιμος να αποδεχτεί. Προκειμένου να αναστρέψει την πορεία των πραγμάτων, ανέλαβε όλη την ευθύνη για την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην καμπάνια των ευρωεκλογών, περιορίζοντάς με σε ρόλο κομπάρσου.
Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών της 7ης Ιουνίου 2009 υπήρξε απογοητευτικό: το ΠΑΣΟΚ πρώτευσε με 36,6%, η Νέα Δημοκρατία ακολούθησε με 32,3%, το ΚΚΕ κατέλαβε την τρίτη θέση με 8,35%, ο ΛΑΟΣ τέταρτος με 7,15% και ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε στην πέμπτη θέση, με μόλις 4,7%. Από την επόμενη κιόλας ημέρα των Ευρωεκλογών ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ κυριεύτηκαν από εσωστρέφεια, καθώς είχαν διαψευστεί οι προσδοκίες για ένα σαφώς καλύτερο αποτέλεσμα. Μέσα σε κλίμα πλήρους αμφισβήτησής μου, τόσο από τον Αλαβάνο όσο και από κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από την ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ, κύλησε ένα πολύ δύσκολο, σχεδόν εφιαλτικό καλοκαίρι.
Γρήγορα συνειδητοποίησα πως, αν δεν αναλάμβανα πολιτικές πρωτοβουλίες, θα βρισκόμασταν με μαθηματική ακρίβεια τόσο εγώ όσο και το κόμμα μπροστά σε αδιέξοδο. Επιχείρησα να λύσω τον Γόρδιο Δεσμό προσφεύγοντας στη βάση του κόμματος. Στις 25 Αυγούστου ανακοίνωσα στην Πολιτική Γραμματεία ότι στην επικείμενη συνεδρίαση της Κ.Ε. θα ζητούσα τη διεξαγωγή Έκτακτου Συνεδρίου του ΣΥΝ τον Οκτώβριο του 2009.
Εν τω μεταξύ, δυσοίωνα ήταν τα νέα από το μέτωπο της οικονομίας. Πυκνά μαύρα σύννεφα άρχισαν να βαραίνουν τον δημοσιονομικό ουρανό της χώρας. Η «θωρακισμένη οικονομία» για την οποία υπερηφανεύονταν οι Υπουργοί του Καραμανλή άρχισε να παραπαίει. Το έλλειμμα ξεπερνούσε τα αποδεκτά όρια ακόμα και για τους εταίρους που είχαν συνηθίσει να κάνουν χρόνια ολόκληρα «τα στραβά μάτια».
Ο Καραμανλής, που αντιλήφθηκε πως η μπόρα θα ξεσπούσε πάνω στο κεφάλι του, αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Και την ώρα που εγώ σχεδίαζα έκτακτα συνέδρια, εκείνος σχεδίαζε έκτακτη προσφυγή στις κάλπες για να γλιτώσει τα χειρότερα. Στις 2 Σεπτεμβρίου 2009 ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά πρόωρες εκλογές για τις 4 Οκτωβρίου.
Στον ΣΥΡΙΖΑ επικρατούσε έντονη αναταραχή. Το αίσθημα αμηχανίας ήταν διάχυτο. Στις συνεδριάσεις της Γραμματείας, η αντιπροσωπεία του ΣΥΝ, και με τη δική μου αποφασιστική στάση, ζήτησε να ισχύσει ό,τι και το 2007 -ο Πρόεδρος του ΣΥΝ να είναι και επικεφαλής του ψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συνιστώσες που στήριζαν τον Αλαβάνο το αρνήθηκαν και αντιπρότειναν τον ίδιο ως επικεφαλής. Το κλίμα άρχισε να θυμίζει διάλυση.
Την ίδια στιγμή, η «Ανανεωτική Πτέρυγα» εισηγήθηκε ο ΣΥΝ να κατέβει αυτόνομα στις εκλογές, με εμένα επικεφαλής. Ήταν, ωστόσο, μια πρόταση-παγίδα. Γιατί μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε διάσπαση: ο ΣΥΡΙΖΑ θα κατέβαινε ξεχωριστά, με επικεφαλής τον Αλαβάνο.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αποφάσισα να κάνω την υπέρβαση με μια πρόταση που δύσκολα θα μπορούσαν να αρνηθούν. Αντί να πάμε στις εκλογές με έναν επικεφαλής του ψηφοδελτίου, να καταθέσουμε τα ψηφοδέλτια στον Άρειο Πάγο οι επικεφαλής από όλες τις συνιστώσες, εννιά στο σύνολο. Και εγώ να είμαι ένας από τους εννιά. Να κατεβούμε και οι εννιά με σταυρό στις εκλογικές μας περιφέρειες. Και ο νέος Πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ να εκλεγεί από τους Βουλευτές της νέας Κ.Ο. Δέχτηκα επίσης να πάμε και οι εννιά στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ. Εκεί που είχαμε φτάσει, δεν είχαμε και κάτι παραπάνω να χάσουμε. Ούτως ή άλλως είχαμε γίνει νούμερο επιθεώρησης.
Το μόνο στο οποίο επέμεινα και σε αυτό ήμουν ανένδοτος, ήταν να εκπροσωπήσω το συμμαχικό σχήμα στο τηλεοπτικό ντιμπέιτ των αρχηγών. Η πρότασή μου, που κατατέθηκε στο παρά πέντε πριν από την κατάθεση των ψηφοδελτίων, ήταν θεωρητικά πολύ προχωρημένη και έδινε την εντύπωση ότι αποτελούσε μεγάλη υποχώρηση για τη βασική συνιστώσα, τον ΣΥΝ. Πρακτικά όμως ήταν η κίνηση που μας έβγαλε από το αδιέξοδο.
Έπειτα από τρεις πολύωρες συνεδριάσεις και με τον χρόνο να κυλάει απειλητικά, η πρόταση έγινε αποδεκτή. Ο Αλαβάνος αποσύρθηκε και εγώ ανέλαβα αποκλειστικά την ευθύνη. Πήγα στη ΔΕΘ με άλλους οκτώ σε μια συνέντευξη Τύπου παρωδία. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και φορτισμένη και όλα κρέμονταν από μια κλωστή. Το ΠΑΣΟΚ έδειχνε να επελαύνει και μια αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να ξεπεράσει το κατώφλι του 3% ήταν κάτι παραπάνω από πιθανή.
Ωστόσο, βαθιά μέσα μου πίστευα ότι θα την κερδίζαμε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Και στις 21 Σεπτεμβρίου, πράγματι η πίστη μου έγινε βεβαιότητα. Στο προεκλογικό ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών όπου εκπροσώπησα τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο κατάφερα να σταθώ με αξιοπρέπεια, αλλά κατά γενική ομολογία τότε, κέρδισα πολύ θετικές εντυπώσεις. Τις επόμενες ημέρες οι δημοσκοπήσεις άρχισαν να μας μετρούν με βεβαιότητα εντός Βουλής. Εκείνο το βράδυ, μετά το ντιμπέιτ, δεν ήμουν πια απλώς ένας υποψήφιος. Ήμουν ήδη, στην ουσία, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε εκείνες τις κρίσιμες ώρες, δεν ήταν οι τυπικές κομματικές διαδικασίες που καθόρισαν το αποτέλεσμα, αλλά η απόφασή μου να βγω μπροστά και να σταθώ με σθένος και παρά το νεαρό της ηλικίας και την απειρία μου σε μια δύσκολη πολιτική αναμέτρηση. Ανταποκρίθηκα στις απαιτήσεις ενός εθνικού ακροατηρίου μέσα σε συνθήκες αδυσώπητης πίεσης, στη διάρκεια μιας τρίωρης τηλεμαχίας όπου δεν υπήρχε περιθώριο για δισταγμούς ή λάθη. Εκείνη τη νύχτα, το χρίσμα της ηγεσίας μου το έδωσε η ίδια η ζωή. Η εμφάνιση αυτή συνέβαλε στην κοινοβουλευτική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Στις εκλογές, στις 4 Οκτωβρίου 2009, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να επικρατήσει άνετα με διαφορά δέκα μονάδων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε με 4,6% το κατώφλι της Βουλής, εκλέγοντας1 3 βουλευτές. Και εγώ εκλέχτηκα πρώτη φορά βουλευτής, πρώτος με μεγάλη διαφορά σε σταυρούς προτίμησης στο ψηφοδέλτιο της Α’ Αθήνας. Λίγες μέρες αργότερα, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με εξέλεξε ομόφωνα Πρόεδρό της.






