Η κούρσα για μια συμφωνία που θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία συνεχίζεται και το 2026, παρά τη φρενήρη διπλωματική δίνη που χαρακτήρισε τους τελευταίους μήνες του 2025. Πίσω από τις δημόσιες δηλώσεις και τις επίσημες συναντήσεις, εκτυλίχθηκε ένα παρασκήνιο έντονων πιέσεων, αντικρουόμενων μηνυμάτων και σκληρών διλημμάτων, όπως αποκαλύπτουν οι New York Times μέσα από λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων και των συνομιλιών που πραγματοποιήθηκαν.
Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, μίλησε τηλεφωνικά με τον Ρώσο ηγέτη Βλαντίμιρ Πούτιν στις 16 Οκτωβρίου, στην πρώτη τους επικοινωνία μετά τη συνάντηση στην Αλάσκα.

Λίγο νωρίτερα, στη Νέα Υόρκη, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε παρουσιάσει στον Αμερικανό ομόλογό του μια εικόνα προόδου της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης.
Ωστόσο, ο Πούτιν αντέστρεψε πλήρως αυτό το αφήγημα, πείθοντας τον Τραμπ να επιστρέψει στο γνώριμο συμπέρασμά του: ότι η Ρωσία κερδίζει.
Μυστικός δίαυλος επικοινωνίας με τη Μόσχα
Στο ξεκίνημα της μεταβατικής περιόδου για την προεδρία του Τραμπ, συνεργάτες του επιδίωξαν να εξασφαλίσουν μια μυστική επιστολή από τον τότε πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Ο Μάικ Γουόλτς, επιλογή του Τραμπ για τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας, επικοινώνησε με συνεργάτες του Μπάιντεν και ζήτησε αυτή την επιστολή, που θα έδινε άδεια στον Τραμπ και την ομάδα του να ξεκινήσουν συνομιλίες κατά τη μεταβατική περίοδο.
Ο Μπάιντεν, όμως, αρνήθηκε, λέγοντας στους συνεργάτες του ότι ο Τραμπ ενδέχεται να καταλήξει σε συμφωνία με τη Ρωσία εις βάρος της Ουκρανίας και πως δεν ήθελε να νομιμοποιήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Παρά την άρνηση, η ομάδα του Τραμπ άνοιξε έναν μυστικό δίαυλο επικοινωνίας με τη Μόσχα. Ο Τραμπ διόρισε τον παλιό του φίλο Στιβ Γουίτκοφ απεσταλμένο για τη Μέση Ανατολή.

Όταν ο Γουίτκοφ επισκέφθηκε το Ριάντ για συνομιλίες σχετικά με τον πόλεμο στη Γάζα, ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος προσφέρθηκε να τον φέρει σε επαφή με τον Κίριλ Ντμίτριεφ, επικεφαλής του ρωσικού κρατικού επενδυτικού ταμείου, ως μυστικό μεσολαβητή για την έναρξη επαφών με τη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ είχε ήδη επιλέξει τον Κιθ Κέλογκ, έναν από τους μακροβιότερους συμβούλους του, ως ειδικό απεσταλμένο για την Ουκρανία και τη Ρωσία. Ο Κέλογκ ήταν έντονος επικριτής του Πούτιν και υποστηρικτής της Ουκρανίας, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις εντός του περιβάλλοντος Τραμπ, από όσους θεωρούσαν ότι η προσέγγισή του θα διαιώνιζε τον πόλεμο.
Καθώς οι διαπραγματεύσεις εντάθηκαν μετά την ορκωμοσία, ο Κέλογκ παραγκωνίστηκε ολοένα και περισσότερο, ενώ ο Γουίτκοφ πέρασε στο προσκήνιο.
Οι εσωτερικές αντιστάσεις στον Λευκό Οίκο
Μήνες αργότερα από την ορκωμοσία του Τραμπ, ο Κιθ Κέλογκ, τότε ειδικός απεσταλμένος για την Ουκρανία, είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει τον Τραμπ και τους συνεργάτες του ότι θα ήταν «ηθικά λάθος» να ζητηθεί από τον Ζελένσκι να παραδώσει το Ντονέτσκ.
Όπως υποστήριζε, δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανείς τον Πούτιν ότι θα τηρούσε μια συμφωνία και ολόκληρη η Ουκρανία θα βρισκόταν σε κίνδυνο. Από την αρχή, είχε παροτρύνει τον Τραμπ «να πάρει περισσότερα ρίσκα με τον Πούτιν» και να αυξήσει την πίεση μέσω κυρώσεων.

«Μας είπατε να μην πολεμήσουμε στην Κριμαία»
Παρότι ο Τραμπ είχε προγραμματίσει συνάντηση με τον Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο στις 17 Οκτωβρίου, ο Κέλογκ –αν και τυπικά παρέμενε απεσταλμένος των ΗΠΑ – δεν βρισκόταν στη λίστα των προσκεκλημένων.
Είχε όμως βρεθεί στο Οβάλ Γραφείο τον Αύγουστο, κατά την περίοδο προσέγγισης Τραμπ – Ζελένσκι.
Τότε, ο Ουκρανός Πρόεδρος είχε πλησιάσει έναν μεγάλο χάρτη της Κριμαίας. Ο Τραμπ, που επί χρόνια κατηγορούσε τον Μπαράκ Ομπάμα ότι «άφησε» τη Ρωσία να προσαρτήσει τη χερσόνησο το 2014, είχε γράψει το 2017: «Για οκτώ χρόνια η Ρωσία “πάτησε” τον πρόεδρο Ομπάμα, έγινε όλο και πιο ισχυρή, άρπαξε την Κριμαία και πρόσθεσε πυραύλους. Αδύναμος!».
Κατά τη διάρκεια εκείνης της συζήτησης, ο Τραμπ ρώτησε τον Ζελένσκι: «Πόσους στρατιώτες χάσατε;».
«Κανέναν», απάντησε ο Ουκρανός πρόεδρος, αν και στην πραγματικότητα ο αριθμός ήταν ένας, ίσως δύο, επισημαίνουν οι NYT.
Όταν ο Τραμπ ρώτησε γιατί, ο Ζελένσκι είπε: «Δεν πολεμήσαμε». Και στο «γιατί;» απάντησε: «Μας είχατε πει να μην το κάνουμε».

Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας, καθώς ο Τραμπ επιδίωκε το «βραβείο» μιας συμφωνίας, ετοιμαζόταν να ζητήσει από τον Ζελένσκι όχι μόνο να παραδώσει εδάφη που είχαν ήδη κατακτηθεί από τους Ρώσους μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή, αλλά και πολύτιμα εδάφη που δεν είχαν ακόμη καταληφθεί. Δεν θα ζητούσε απλώς από τους Ουκρανούς να μην πολεμήσουν, αλλά να εγκαταλείψουν όσα για πάνω από μια δεκαετία υπερασπίζονταν με αίμα.
Η κρίσιμη σύγκρουση και η προσωρινή αποφυγή ρήξης
Το βράδυ πριν από τη συνάντηση του Οκτωβρίου, ο Τραμπ επικοινώνησε με τον Κέλογκ και του ζήτησε να παρευρεθεί. Την επόμενη ημέρα, ο Τραμπ και οι συνεργάτες του πίεσαν πράγματι τον Ζελένσκι να παραδώσει και το υπόλοιπο του Ντονέτσκ. Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας αντέδρασε έντονα.
Τότε, σύμφωνα με πηγή που επικαλούνται οι New York Times, ο Στιβ Γουίτκοφ έκανε νόημα στον Αντρίι Γέρμακ, τον στενότερο σύμβουλο του Ζελένσκι, και βγήκαν έξω. «Πρέπει να τον ηρεμήσεις», του είπε. «Αυτό (θα) πάει άσχημα».
Επιστρέφοντας στην αίθουσα, ο Γέρμακ κοίταξε τον Ρουστέμ Ουμέροφ και είπε: «Πρόεδρε Ζελένσκι, αφήστε τον Ρούστεμ να μιλήσει».

Ο Ζελένσκι έκλεισε το μικρόφωνό του και ο Ουμέροφ κατάφερε να απομακρύνει τους ηγέτες από το χείλος της ρήξης. Αργότερα, ο Κέλογκ είπε στον Τραμπ ότι δεν είχε καταφέρει να παραστεί. «Με ήθελε εκεί για να ασκήσω πίεση στον Ζελένσκι», είπε σε συνεργάτη του, «και δεν ήθελα να το κάνω».
Στη συνέχεια ενημέρωσε τον Λευκό Οίκο ότι θα αποχωρούσε από τη θέση του στο τέλος του έτους.
Ανοίγματα προς τη Μόσχα
Ακολούθησαν, σύμφωνα με τους New York Times, δυόμισι μήνες φρενήρους διπλωματικής δραστηριότητας, με στόχο να ξεπεραστεί η πιο σκληρή «κόκκινη γραμμή» της μίας πλευράς και οι αμετακίνητες απαιτήσεις της άλλης.
Στις 14 Οκτωβρίου, ο Γουίτκοφ τηλεφώνησε στον Γιούρι Ουσάκοφ, στενό συνεργάτη του Πούτιν. Λίγες ημέρες πριν, ο Τραμπ είχε ανακοινώσει συμφωνία για τη Γάζα, με τη μεσολάβηση των Γουίτκοφ και Τζάρεντ Κούσνερ. Τώρα, ο Γουίτκοφ πρότεινε στον Ρώσο συνομιλητή του μια αντίστοιχη συμφωνία για την Ουκρανία.
Οι απαιτήσεις της Ρωσίας και η αντίδραση των ΗΠΑ
Τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη, σύμφωνα με τρεις Αμερικανούς αξιωματούχους, ο Σεργκέι Λαβρόφ είχε πει στον Αμερικανό ΥΠΕΞ Μάρκο Ρούμπιο ότι πίστευε πως ο Τραμπ είχε δεσμευτεί στην Αλάσκα να εξαναγκάσει τον Ζελένσκι να παραδώσει το υπόλοιπο του Ντονέτσκ.
Στη συνέχεια, όπως έμαθαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, ο Λαβρόφ ζήτησε από τη ρωσική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον να στείλει επιστολή στον Ρούμπιο, απαιτώντας ο Τραμπ να το αναγνωρίσει δημόσια.

Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι διευκρίνιζαν ότι, αν και ο Τραμπ είχε ανταποκριθεί θετικά στην πρόταση Πούτιν στην Αλάσκα για τερματισμό του πολέμου με αντάλλαγμα το Ντονέτσκ, δεν είχε δεσμευτεί να την επιβάλει στον Ζελένσκι.
Ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του αντέδρασαν έντονα. Τους ειπώθηκε ότι ο Πούτιν δεν είχε εγκρίνει την επιστολή και την εξέλαβαν ως κίνηση ισχύος του Λαβρόφ.
Στις 22 Οκτωβρίου, εν μέσω αυτών των εντάσεων, ο Τραμπ έκανε κάτι που επί καιρό απέφευγε, φοβούμενος ότι ο Πούτιν θα αποχωρούσε: έδωσε εντολή στο υπουργείο Οικονομικών να επιβάλει κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες.
Όπως εξήγησε ένας σύμβουλος, ο Τραμπ «έστελνε μήνυμα στη Ρωσία: “Μην τα βάζεις μαζί μου”».

Έτσι, ο Πούτιν απέκλεισε τον Λαβρόφ από μια υψηλού επιπέδου σύσκεψη στη Μόσχα και έστειλε τον Κίριλ Ντμίτριεφ να συναντήσει τον Γουίτκοφ στο Μαϊάμι.
Το σχέδιο των 28 σημείων
Εκεί, ο Γουίτκοφ και ο Κούσνερ είχαν ήδη αρχίσει να συντάσσουν ένα σχέδιο ειρήνης 28 σημείων. Το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Οκτωβρίου, συγκεντρώθηκαν με τον Ντμίτριεφ στο σπίτι του Γουίτκοφ, με τον Ρώσο να προτείνει διατυπώσεις και τον Κούσνερ να τις πληκτρολογεί.
Στα μέσα Νοεμβρίου, τον ίδιο χώρο επισκέφθηκε και ο Ουμέροφ, προτείνοντας και εκείνος διατυπώσεις που ενσωματώθηκαν στο κείμενο.

Το τελικό έγγραφο χαρακτηρίστηκε ευνοϊκό για τη Ρωσία, αλλά σε ορισμένα σημεία ήταν λιγότερο ευνοϊκό από προηγούμενες αμερικανικές προτάσεις. Σε αντίθεση με τις αρχικές ρωσικές απαιτήσεις για δραστική μείωση του ουκρανικού στρατού, το σχέδιο προέβλεπε δύναμη έως 600.000 στρατιώτες. Άλλο σημείο ανέφερε: «Η Κριμαία, το Λουγκάνσκ και το Ντονέτσκ να αναγνωριστούν de facto ως ρωσικά, συμπεριλαμβανομένων από τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Αυτό σήμαινε αποδοχή στην πράξη του ρωσικού ελέγχου, ενώ σε προηγούμενες συζητήσεις οι Αμερικανοί είχαν αφήσει ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο νομικής αναγνώρισης. Το σχέδιο περιλάμβανε επίσης αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας με «ισχυρή συντονισμένη στρατιωτική απάντηση» σε περίπτωση νέας ρωσικής εισβολής.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την Ουκρανία παρέμενε: «Οι ουκρανικές δυνάμεις θα αποσυρθούν από το τμήμα της περιφέρειας Ντονέτσκ που ελέγχουν σήμερα, και η περιοχή αυτή θα θεωρηθεί ουδέτερη αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, διεθνώς αναγνωρισμένη ως έδαφος που ανήκει στη Ρωσική Ομοσπονδία».

Η αμερικανική πίεση στο Κίεβο
Στις 19 Νοεμβρίου, ο υπουργός Στρατού των ΗΠΑ, Ντάνιελ Ντρίσκολ, ταξίδεψε στο Κίεβο. Εκτός από την επίσκεψη σε εργοστάσια drones, του ανατέθηκε να πιέσει την ουκρανική ηγεσία να δεχτεί το σχέδιο.
Το μήνυμα ήταν σαφές: οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν την ίδια στρατιωτική στήριξη.

«Σας αγαπάμε. Αυτό που έχετε κάνει είναι αξιοθαύμαστο», είπε ο Ντρίσκολ. «Αλλά δεν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να σας προμηθεύουμε και η Ευρώπη φαίνεται να σκέφτεται το ίδιο».
Όταν οι Ουκρανοί αντέτειναν ότι «οι Ρώσοι πληρώνουν βαρύ τίμημα», εκείνος απάντησε: «Σίγουρα, αλλά είναι διατεθειμένοι να το πληρώσουν».
«Έτσι έχουν τα πράγματα. Πρέπει να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας», κατέληξε.
Λίγες ημέρες αργότερα, στη Γενεύη, ο Γουίτκοφ διατύπωσε πιο καθησυχαστικό μήνυμα: «Δεν σας εγκαταλείπουμε. Δεν σας ζητάμε να πάρετε μια απόφαση με την οποία δεν αισθάνεστε άνετα».
Όπως σχολίασε Ουκρανός αξιωματούχος στους New York Times, «Στην πραγματικότητα, ο Ντρίσκολ και ο Γουίτκοφ μας έλεγαν το ίδιο πράγμα: “Είμαστε σοβαροί. Θέλουμε αυτός ο γύρος διαπραγματεύσεων να έχει αποτέλεσμα και το θέλουμε γρήγορα”».
Η παραδοχή της δυσκολίας από τον Τραμπ
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας για την επιστροφή του στην εξουσία, ο Τραμπ είχε δεσμευτεί τουλάχιστον 83 φορές ότι θα τελείωνε τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας μέσα σε 24 ώρες, ακόμη και πριν αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του.
Ωστόσο, έπειτα από σχεδόν έναν χρόνο επίπονων, διακοπτόμενων διαπραγματεύσεων, αναγκάστηκε να παραδεχθεί μια πολύ πιο σκληρή πραγματικότητα.
Έπειτα από νέα επικοινωνία με τον Πούτιν και συνάντηση με τον Ζελένσκι στο Μαρ-α-Λάγκο, δήλωσε: «Υπάρχουν ένα ή δύο πολύ αγκαθωτά ζητήματα. Αλλά νομίζω ότι τα πάμε πολύ καλά. Κάναμε μεγάλη πρόοδο. Αυτό δεν είναι συμφωνία της μίας ημέρας. Είναι πολύ περίπλοκο».
Και το Ντονέτσκ; «Αυτό είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το λύσουν», είπε.






