Η αγριότητα της δράσης του Αντώνιου Δάγκουλα και του τάγματός του άφησε έντονο το αποτύπωμά της στη πόλη της Θεσσαλονίκης και σημάδεψε τη συλλογική μνήμη.
Από τον Ιανουάριο του 1944 έως και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, δηλαδή λίγο πριν την αναχώρηση από τη Θεσσαλονίκη των ναζιστικών στρατευμάτων, ο Αντώνιος Δάγκουλας και το τάγμα του επέβαλλαν ένα καθεστώς αδιανόητου τρόμου στην πόλη.
Οι «Δαγκουλαίοι» υπήρξαν κάτι περισσότερο από ένα ακόμη τάγμα ασφαλείας που συνεργάζονταν με τον κατακτητή. Ήταν μια μηχανή θανάτου που έδρασε πέρα και έξω από κάθε όριο και έλεγχο γράφοντας μια από τις πλέον αιματοβαμμένες και ζοφερές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας μας.
Αυτό αποτύπωσε στο βιβλίο του «Δάγκουλας, ο «δράκος» της Θεσσαλονίκης» ο Ανδρέας Βενιανάκης, βιβλίο που αποτελεί σήμερα ένα σημείο αναφοράς για οποιονδήποτε μελετητή της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.
Γεννήθηκε το 1907 στην Αρτάκη της Μικράς Ασίας και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε εγκαταστάθηκε στα Γρεβενά όπου προπολεμικά εργαζόταν ως αυτοκινητιστής.
Στο ξεκίνημα της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ γρήγορα όμως ήρθε, για άγνωστους λόγους, σε ρήξη με την οργάνωση με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί και στη συνέχεια να κακοποιηθεί στον Πεντάλοφο και τη Ζούζουλη, ενώ σύμφωνα με μια εκδοχή υπέστη παράλληλα την απώλεια αγαπημένων του προσώπων.
Στις 11 Οκτωβρίου του 1943 δραπέτευσε από τη Ζούζουλη μαζί με έναν συγκρατούμενό του και μετά από λίγο αιχμαλωτίστηκε από Γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι όμως του συμπεριφέρθηκαν φιλικά λόγω του γεγονότος πως ήταν καταδιωκόμενος από τον ΕΛΑΣ.
Έπειτα μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου ανέλαβε την αρχηγία ένοπλης δοσιλογικής οργάνωσης που δρούσε υπό γερμανική διοίκηση.
Τη συγκεκριμένη οργάνωση επάνδρωσαν μεταξύ άλλων άνδρες που έψαχναν τρόπους να εκδικηθούν τον ΕΛΑΣ, φανατικοί αντικομμουνιστές (κυρίως πρώην χωροφύλακες και άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας) ενώ όλοι τους ήταν γνωστοί ως Δαγκουλαίοι.
Υπολογίζεται πως στο σώμα του Δάγκουλα, που ονομάστηκε Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης στρατολογήθηκαν συνολικά περίπου εκατό άτομα. Το αρχηγείο της οργάνωσης του Δάγκουλα στεγαζόταν σε διάφορα ξενοδοχεία της πόλης, ενώ διέθετε και κρατητήρια.
Η δράση του Δάγκουλα, ο οποίος μαζί με τους άνδρες του είχε επιφορτιστεί από τους Γερμανούς και καθήκοντα εκτελεστικού αποσπάσματος, περιλάμβανε δεκάδες δολοφονίες και εκτελέσεις πολιτών ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων.
Συγκεκριμένα, ευθύνεται μεταξύ άλλων για την εκτέλεση 12 πολιτών σε τοποθεσία κοντά στο Ασβεστοχώρι κατά την 10η Μαΐου του 1944, για την εκτέλεση άλλων 14 στις 31 Ιουλίου στη Νέα Ευκαρπία, για το μπλόκο της Καλαμαριάς κατά το οποίο έχασαν τη ζωή τους άλλα έντεκα άτομα, για αντίστοιχο μπλόκο στην Κάτω Τούμπα κατά τον Σεπτέμβριο κλπ.
Επιπλέον τα αποσπάσματα του Δάγκουλα συνήθιζαν να προβαίνουν σε σκυλεύσεις νεκρών και σε απόσπαση χρημάτων και τιμαλφών μέσω εκβιασμών και αυθαίρετων επιτάξεων ενώ η όλη δράση τους είχε προκαλέσει την απέχθεια του συνόλου του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης αλλά και την αντίδραση της τοπικής χωροφυλακής και των ελληνικών κατοχικών αρχών.
Στις αρχές Οκτωβρίου, οι γερμανικές αρχές Κατοχής, ενόψει της αποχώρησής τους από τη Θεσσαλονίκη, απαγόρευσαν στον Δάγκουλα την οποιαδήποτε ανάμειξη στα ζητήματα δημόσιας τάξεως.
Από την πλευρά του, ο Δάγκουλας προσπάθησε απεγνωσμένα να αποκτήσει τη στήριξη του ΕΔΕΣ και της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου και να μετονομάσει αυθαίρετα το σώμα του σε τμήμα της οργάνωσης του Ναπολέοντα Ζέρβα.
Από εκεί και έπειτα ο Δάγκουλας και οι άνδρες του ακολούθησαν τη μοίρα των υπόλοιπων ταγμάτων ασφαλείας που είχαν συγκεντρωθεί στη Θεσσαλονίκη, μεταβαίνοντας κατά τα τέλη Οκτωβρίου στο Κιλκίς.
Εκεί, στις 4 Νοεμβρίου συμμετείχε στη μάχη που διεξήχθη ανάμεσα ανάμεσα στους δοσιλογικούς σχηματικούς και τον ΕΛΑΣ, η οποία έληξε με νίκη των ανταρτών.
Μετά το πέρας της σύγκρουσης ο Δάγκουλας αιχμαλωτίστηκε τραυματίας σε μια οικία όπου είχε κρυφτεί και μεταφέρθηκε για νοσηλεία στη Θεσσαλονίκη όπου κατέληξε στις 21 Νοεμβρίου λόγω ουραιμίας που προκλήθηκε από ακρωτηριασμό.
Μετά το θάνατό του, το πτώμα του διαπομπεύτηκε από το πλήθος.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του Πτώματα, πτώματα, πτώματα… αναφέρει οτι τραυματίστηκε στο πόδι σε μια μάχη και τον μετέφεραν οι ελασίτες στο Προσφυγικό Νοσοκομείο (νυν κεντρικό) με ένα εγγλέζικο αυτοκίνητο ενω είχε μαζευτεί κόσμος να τον λιντσάρει και τελικά πέθανε σε 2-3 μέρες απο σηψαιμία και το πτώμα του το πέταξαν σε μια χωματερή στον Δενδροπόταμο.