Το άρθρο εξετάζει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ σχετικά με τους δασμούς και τη ρύθμιση της ψηφιακής πολιτικής.
Οι ΗΠΑ προτείνουν μείωση των δασμών σε χάλυβα και αλουμίνιο, με αντάλλαγμα την χαλάρωση των ευρωπαϊκών κανονισμών για τις μεγάλες αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες.
Οι συζητήσεις αναζωπυρώθηκαν μετά από δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εμπορίου, Χάουαρντ Λάτνικ, και λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο όπου η ΕΕ φαίνεται να υποχωρεί από τον ρόλο της ως παγκόσμιος ρυθμιστής τεχνολογίας.
Η Ουάσινγκτον χρησιμοποιεί την οικονομική της ισχύ για να πιέσει την Ευρώπη, ενώ οι Βρυξέλλες προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ ανταγωνιστικότητας και θεσμικής αυτονομίας, με τις συνομιλίες να συνεχίζονται για την αποφυγή μιας νέας εμπορικής κρίσης.
Πιο αναλυτικά
Αυτό που ξεκίνησε ως συνομιλίες για δασμούς εξελίσσεται σε διαπραγμάτευση για το μέλλον της ψηφιακής πολιτικής στην Ευρώπη, καθώς η Ουάσινγκτον θέτει, πλέον, ευθέως το δίλημμα: χαμηλότεροι φόροι σε χάλυβα και αλουμίνιο, μόνο αν οι Βρυξέλλες χαλαρώσουν τους κανόνες για τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες των ΗΠΑ.
Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε μετά τις δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εμπορίου, Χάουαρντ Λάτνικ, ο οποίος ανέφερε ότι η Ευρώπη «πρέπει να “επανεξετάσει” τους κανόνες της για τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, αν θέλει να δει χαμηλότερους αμερικανικούς δασμούς στις εξαγωγές χάλυβα και αλουμινίου της».
Οι τοποθετήσεις του έγιναν τη στιγμή που αξιωματούχοι από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση συναντώνται στις Βρυξέλλες για να συζητήσουν την πορεία του εμπορικού πλαισίου που συμφωνήθηκε τον Ιούλιο, σημειώνει το BBC.
Μια «ανοιχτή» εμπορική συμφωνία
Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες από τότε που η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο Ντόναλντ Τραμπ έδωσαν τα χέρια για να τερματίσουν τις εμπορικές εντάσεις μεταξύ των οικονομιών τους. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της συμφωνίας έχουν αποδειχθεί ακανθώδεις — και τέθηκαν ξανά υπό διαπραγμάτευση αυτή την εβδομάδα, όταν Αμερικανοί εμπορικοί αξιωματούχοι επισκέφθηκαν τους Ευρωπαίους ομολόγους τους στις Βρυξέλλες.
Σύμφωνα με τους New York Times, ο εκπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ, Τζέιμιζον Γκριρ, συναντήθηκε την Κυριακή με τον Ευρωπαίο επίτροπο Εμπορίου, Μάρος Σέφκοβιτς. Τόσο ο Γκριρ όσο και Λάτνικ συμμετείχαν στη συνάντηση των υπουργών Εμπορίου στις Βρυξέλλες τη Δευτέρα.
Η επίσκεψη αποτέλεσε μια ευκαιρία για ανταλλαγή απόψεων μεταξύ δύο από τους πιο ενεργούς εμπορικούς εταίρους στον κόσμο, σε μια στιγμή που η εμπορική τους σχέση παραμένει σε ρευστή κατάσταση.
Οι δύο πλευρές έχουν καταλήξει κατ’ αρχήν σε μια εμπορική συμφωνία — μία που έχει αφήσει το μπλοκ των 27 κρατών αντιμέτωπο με δασμούς 15% σε γενικό επίπεδο, με διάφορες εξαιρέσεις. Ωστόσο, κρίσιμα τμήματα της συμφωνίας δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί και εφαρμοστεί.
Στο επίκεντρο η τεχνολογία
Η Ευρώπη ελπίζει σε καλύτερη συμφωνία για μια λίστα προϊόντων, μεταξύ των οποίων κρασιά, χάλυβας, αλουμίνιο, ιατρικές συσκευές και ζυμαρικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να κάνουν περισσότερα για να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, συμπεριλαμβανομένης της πραγματοποίησης επενδύσεων που έχουν υποσχθεί. Παράλληλα, Αμερικανοί αξιωματούχοι συνεχίζουν να πιέζουν για αλλαγές, όπως η άρση βασικών τεχνολογικών ρυθμίσεων στην Ευρώπη.
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προσδοκούσαν πως θα εξασφάλιζαν ανακούφιση για τις εξαγωγές μετάλλων ως μέρος της καλοκαιρινής συμφωνίας, αλλά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να επιβάλλουν δασμούς 50% – και έχουν επεκτείνει τον αριθμό των προϊόντων που υπόκεινται στον φόρο.
Σε ενημέρωση προς τους δημοσιογράφους, ο Αμερικανός εκπρόσωπος Εμπορίου, Τζέιμιζον Γκριρ, δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θέλουν να δουν την Ευρώπη να τηρεί τις υποσχέσεις της για μείωση δασμών σε αμερικανικά προϊόντα, προτού χορηγήσουν εξαιρέσεις. Ο ίδιος και ο Λάτνικ επανέλαβαν ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν παραχωρήσεις ως αντάλλαγμα για αλλαγές στους δασμούς μετάλλων.
«Θα ήθελαν να έχουν τον χάλυβα και το αλουμίνιο ως μέρος αυτού του πακέτου και πιστεύουμε ότι είναι πολύ, πάρα πολύ σημαντικό να κατανοήσουν τις ψηφιακές μας εταιρείες και να επανεξετάσουν τους ψηφιακούς τους κανονισμούς ώστε να είναι πιο φιλόξενοι προς τις μεγάλες μας εταιρείες», δήλωσε ο Λάτνικ σε συνέντευξή του στο Bloomberg Television.
Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι οι φόροι στις ψηφιακές υπηρεσίες -οι οποίοι συνήθως επιβάλλουν τέλη στα έσοδα εταιρειών streaming ή ψηφιακής διαφήμισης- στοχεύουν άδικα αμερικανικές εταιρείες.
Αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν επίσης εκφράσει δυσαρέσκεια για τον Νόμο περί Ψηφιακών Αγορών (Digital Market Acts/DMA) της Ευρώπης, που τέθηκε σε ισχύ πέρυσι, με στόχο την ενίσχυση του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που θα απαιτούσαν, για παράδειγμα, από την Apple να καταστήσει τα iPhone συμβατά με ακουστικά άλλων εταιρειών.
Με την επανεκλογή Τραμπ πέρυσι, πολλές εταιρείες τεχνολογίας ήλπιζαν ότι θα υπερασπιστεί τον αγώνα κατά των κανόνων και φόρων, σε αντίθεση με την κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία θεωρούνταν ότι άφηνε τέτοιες μάχες στις ίδιες τις εταιρείες.
Ωστόσο, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είχαν δηλώσει στο παρελθόν ότι οι ψηφιακοί κανόνες της ΕΕ δεν τίθενται προς διαπραγμάτευση. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου, Μάρος Σέφκοβιτς, ανέφερε ότι η ΕΕ διατήρησε αυτή τη θέση όταν το ζήτημα τέθηκε τη Δευτέρα. «Αυτό δεν είναι διακριτικό. Δεν στοχεύει αμερικανικές εταιρείες», πρόσθεσε.
Οι Βρυξέλλες δεν είναι πλέον ο «παγκόσμιος ψηφιακός αστυνομικός»
Την ίδια ώρα, οι Βρυξέλλες φαίνεται να εγκαταλείπουν την πολυετή τους φιλοδοξία να είναι ο παγκόσμιος ρυθμιστής της τεχνολογίας, σημειώνει το Politico.
Μπορεί κανείς να θέσει και συγκεκριμένη ημερομηνία στη στιγμή που εγκαταλείφθηκε το όραμα περιορισμού κολοσσών όπως η Google και η Apple: την περασμένη Τετάρτη, 19 Νοεμβρίου, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε πλήρη υποχώρηση στους κανόνες για τα δεδομένα και την ιδιωτικότητα, και πάγωσε τη ρύθμιση για την τεχνητή νοημοσύνη, επιχειρώντας να καταστήσει τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες πιο ανταγωνιστικές απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Πολλοί μίλησαν για το τέλος του λεγόμενου «Brussels Effect» – της ιδέας ότι η ΕΕ θα πρωτοπορούσε στη ρύθμιση της τεχνολογίας και θα καθόριζε τα παγκόσμια πρότυπα για την ιδιωτικότητα και την τεχνητή νοημοσύνη.
Κριτικοί υποστηρίζουν ότι πλέον η Ουάσινγκτον χαράζει την πορεία της «απορρύθμισης», ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ «γκρεμίζει» τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες, απειλώντας να επιβάλει δασμούς σε χώρες τις οποίες κατηγορεί ότι επιτίθενται «στις απίστευτες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας».
Η μεγάλη στροφή μακριά από την αυστηρή ρύθμιση ήρθε μέσω της πρότασης «ψηφιακής ομπρέλας» την Τετάρτη, βασικού πυλώνα του προγράμματος «απλοποίησης» της Φον ντερ Λάιεν για τη μείωση της γραφειοκρατίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.
«Είτε το αποκαλείτε “απλοποίηση” είτε “απορρύθμιση”, σίγουρα απομακρύνεται [η Ευρώπη] από τη χρυσή εποχή των κανονισμών», δήλωσε η Άνου Μπράντφορντ, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Columbia, που εισήγαγε τον όρο «Brussels Effect» το 2012.
Η απορρύθμιση ακολούθησε έναν χρόνο κατά τον οποίο η κυβέρνηση Τραμπ πίεζε την ΕΕ να περιορίσει την εφαρμογή των τεχνολογικών κανονισμών της, τους οποίους οι αμερικανικοί τεχνολογικοί κολοσσοί αλλά και ο ίδιος ο Τραμπ θεωρούν «φόρους» που στοχεύουν αμερικανικές εταιρείες.
Η «ψηφιακή ομπρέλα» αποτέλεσε ένα από τα κύρια θέματα συζήτησης στη συνάντηση της Δευτέρας ανάμεσα στην επικεφαλής τεχνολογίας της ΕΕ, Χέννα Βίρκουνεν, τον Χάουαρντ Λάτνικ και τον Τζέιμιζον Γκριρ.
«Υιοθετήσαμε ένα μεγάλο πακέτο που θα έχει επιπτώσεις όχι μόνο σε ευρωπαϊκές εταιρείες, αλλά και σε αμερικανικές, οπότε αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή … για να εξηγήσουμε τι κάνουμε από τη δική μας πλευρά», δήλωσε τη Δευτέρα στους δημοσιογράφους ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Τόμας Ρενιέ, όταν ρωτήθηκε γιατί η Βίρκουνεν συζήτησε το θέμα με τους Αμερικανούς συνομιλητές της.
Ο Λάτνικ, ωστόσο, είπε στο Bloomberg ότι η Ουάσινγκτον δεν αναζητά απλώς εξηγήσεις για τους ευρωπαϊκούς νόμους, θέλει και αλλαγές στα τεχνολογικά κανονιστικά βιβλία της ΕΕ.
Αμερικανικοί κολοσσοί όπως η Google και η Meta έχουν ηγηθεί μιας εκτεταμένης εκστρατείας πίεσης για την αντικατάσταση της αυστηρής ευρωπαϊκής εποπτείας με πιο ελαφρύ κανονιστικό πλαίσιο. Πίσω από την προσπάθεια απελευθέρωσης των τεχνολογικών εταιρειών βρίσκεται ο φόβος ότι η Ευρώπη θα χάσει την οικονομική άνθηση που υπόσχεται η τεχνητή νοημοσύνη.
Η μάχη για την Τεχνητή Νοημοσύνη
Το μπλοκ φαίνεται να εγκαταλείπει τον ρόλο του ως παγκόσμιος τεχνολογικός ρυθμιστής, διεκδικώντας πλέον εισιτήριο στην κούρσα της AI.
Οι Βρυξέλλες είχαν επιδείξει φιλοδοξίες να ηγηθούν της ρύθμισης του διαδικτυακού χώρου σε όλη τη δεκαετία του 2010. Το 2016 υιοθέτησαν τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), ο οποίος έκτοτε αντιγράφηκε ως νομοθεσία σε περισσότερες από 100 χώρες, σύμφωνα με τον Τζο Τζόουνς, διευθυντή έρευνας και αναλύσεων στη Διεθνή Ένωση Επαγγελματιών Προστασίας Δεδομένων. Όταν το GDPR τέθηκε σε ισχύ, διεθνείς εταιρείες όπως η Microsoft, η Google και η Facebook παραδέχθηκαν ότι τις ώθησε να εφαρμόσουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα ιδιωτικότητας παγκοσμίως.
Ακολούθησαν κι άλλοι νόμοι με στόχο τον περιορισμό της ισχύος των Big Tech: ο Νόμος για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act/DSA) που απαιτεί από τις πλατφόρμες να ελέγχουν παράνομο περιεχόμενο, και ο Νόμος για τις Ψηφιακές Αγορές που αποτρέπει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Το πιο πρόσφατο, ο Νόμος για την Τεχνητή Νοημοσύνη (Artificial Intelligence Act), ήταν η τελευταία προσπάθεια των Βρυξελλών να πρωτοπορήσουν νομοθετικά, επιχειρώντας να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους της αναδυόμενης τεχνολογίας.
Όμως αμέσως μετά την υιοθέτηση της νομοθεσίας για την AI, ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε την προεδρία και κατάργησε τους κανόνες για την ασφάλεια της τεχνητής νοημοσύνης που είχε θεσπίσει ο προκάτοχός του, Τζο Μπάιντεν.
Το αποτέλεσμα είναι μια νέα εμπορική και ρυθμιστική πραγματικότητα, στην οποία η Ουάσινγκτον αξιοποιεί τους δασμούς και την οικονομική ισχύ της για να πιέσει την Ευρώπη να κάνει πίσω στις τεχνολογικές της φιλοδοξίες, ενώ οι Βρυξέλλες προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα, τα εμπορικά συμφέροντα και την ανάγκη θεσμικής αυτονομίας.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι συνομιλίες στις Βρυξέλλες θα συνεχιστούν, καθώς οι δύο πλευρές επιχειρούν να αποφύγουν μια νέα εμπορική κρίση, με τις τεχνολογικές εταιρείες, τα ευρωπαϊκά εργοστάσια χάλυβα και τις αγροτικές εξαγωγές να παραμένουν στο επίκεντρο του παζαριού.






