Το άρθρο εξετάζει την πιθανή ύπαρξη νανοτεχνολογίας στην Αρχαία Ελλάδα, εστιάζοντας στα αττικά αγγεία του 7ου αιώνα π.Χ. Οι κεραμείς της αρχαίας Αθήνας φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν προχωρημένες τεχνικές για την παραγωγή μελανόμορφων και ερυθρόμορφων αγγείων, τα οποία περιλάμβαναν νανοϋλικά και συγκεκριμένες χημικές συνθέσεις.
Η διαδικασία βαφής και όπτησης των αγγείων δημιουργούσε νανοκρυστάλλους μαγνητίτη, προσδίδοντας το χαρακτηριστικό χρώμα τους. Η νανοδιάσταση αυτού του υλικού ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1990 και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ερευνητών, συμπεριλαμβανομένης μιας θυγατρικής της NASA, που επιδιώκει να αντλήσει έμπνευση για τη βελτίωση κεραμικών υλικών για διαστημικές εφαρμογές.
Πιο αναλυτικά
Χιλιετίες πριν την εποχή μας που κατακλύζεται από τα υπερσύγχρονα ηλεκτρονικά μικροσκόπια και της νανοτεχνολογίας, οι άνθρωποι ήξεραν να αναπτύσσουν νανοϋλικά;
Κι όμως αυτό μαρτυρούν τα υλικά που μας έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοί μας, με τα ευρήματα που έχουν έρθει ως τις ημέρες μας και τα οποία παραμένουν αξεπέραστα…
Το αξιοσημείωτο είναι πως ορισμένα από αυτά είναι αδύνατον να τα μιμηθούμε ακόμη και με τις σημερινές προωθημένες γνώσεις μας.
Περίφημοι γνώστες αυτής της τεχνολογίας ήταν οι κεραμείς της αρχαίας Αθήνας, με τα κατασκευασμένα από αυτούς, αττικά αγγεία.
Το περίφημο μελανό υάλωμα των μελανόμορφων και ερυθρόμορφων αττικών αγγείων, που μεσουράνησαν στον αρχαίο κόσμο από τον 7ο ως τον 4ο αι. π.Χ., αποτελεί ένα νανοϋλικό το οποίο δημιουργούνταν με μια συνειδητή και άκρως συνεπή τεχνική.
Η βαφή των αγγείων ήταν και αυτή ένα κολλοειδές αιώρημα από άργιλο, η οποία ήταν «διαλεγμένη» έτσι ώστε να έχει συγκεκριμένη χημική σύσταση.
Μια επίσης πολύ συγκεκριμένη τεχνική όπτησης των αγγείων σε τρία στάδια με συγκεκριμένες θερμοκρασίες έκανε τη βαφή αυτή να υαλοποιείται «κλείνοντας» μέσα της νανοκρυστάλλους μαγνητίτη, οι οποίοι της έδιναν το χαρακτηριστικό μαύρο-μπλε χρώμα.
Το μελανό υάλωμα των αττικών αγγείων έχει αποτελέσει επί χιλιετίες αντικείμενο ατυχών προσπαθειών μίμησης και επισταμένων μελετών.
Η «νανοδιάστασή» του ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1990 από Έλληνες ερευνητές, ενώ πρόσφατα προκάλεσε το ενδιαφέρον μιας θυγατρικής της NASA, η οποία προσπαθεί να αντλήσει από αυτό έμπνευση για την ανάπτυξη βελτιωμένων κεραμικών επενδύσεων για τα διαστημόπλοια της αμερικανικής διαστημικής υπηρεσίας.