Στις 9 Σεπτεμβρίου 1966 ο πρωθυπουργός της Νότιας Αφρικής, Hendrik Verwoerd, δολοφονείται μέσα στο Κοινοβούλιο στο Κέιπ Τάουν από τον Δημήτρη Τσαφέντα.
Ο Δημήτρης Τσαφέντας (Dimitri Tsafendas) υπήρξε μια πραγματικά σκοτεινή προσωπικότητα με πολυτάραχο βίο. Γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1918 στο Λορέντζο Μαρκές, το σημερινό Μαπούτο, πρωτεύουσα της Μοζαμβίκης, η οποία τότε ήταν πορτογαλική αποικία. Πατέρας του Τσαφέντα ήταν ο Μιχάλης ή Miguel Τσαφαντάκης, μηχανικός στα καράβια, από την Κιθαρίδα, ένα χωριό της Κρήτης, που απέχει 20 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο και μητέρα του η Αμέλια Γουίλιαμς, μια Μοζαμβικανή μιγάδα.
Ο Τσαφέντας στάλθηκε σε ηλικία τριών ετών στην Αίγυπτο για να ζήσει με τη γιαγιά και τη θεία του. Τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Μοζαμβίκη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε στο Τράνσβααλ, επαρχία της Νότιας Αφρικής και φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του Middelburg από το 1928 ως το 1930. Επέστρεψε στη συνέχεια στη Μοζαμβίκη όπου φοίτησε σε εκκλησιαστικό σχολείο για τα επόμενα δύο χρόνια.
Ο Τσαφέντας, αν και έφηβος, ήταν πολιτικοποιημένος. Στα 16 του, ο Δ. Τσαφέντας άρχισε να εργάζεται σε διάφορες δουλειές. Απολύθηκε από μία εξ αυτών λόγω των «κομμουνιστικών του τάσεων». Επίσης υπήρχαν υποψίες ότι διέδιδε κομμουνιστική προπαγάνδα. Το 1939 ο Τσαφέντας εισήλθε παράνομα στη Νότια Αφρική και έγινε μέλος του SAPC (παλαιότερα CPSA), του Κομμουνιστικού Κόμματος της Νότιας Αφρικής, που είχε ιδρυθεί το 1921 και αυτοδιαλύθηκε το 1950, αφού κηρύχθηκε παράνομο. Έγινε ναύτης του Εμπορικού Ναυτικού των ΗΠΑ το 1941 και υπηρέτησε σε αμερικανικά πλοία κατά τον Β’ Π.Π.
Υπάρχουν επίσης αναφορές ότι στα χρόνια που ήταν ναυτικός άρχισε να παρουσιάζει ψυχωτικά επεισόδια και νοσηλεύτηκε σε διάφορες χώρες.
Το 1947 οι ΗΠΑ τον απέλασαν στην Ελλάδα που βρισκόταν τότε στη δίνη του Εμφυλίου. Ο Τσαφέντας εντάχθηκε στον ΔΣΕ και πολέμησε εναντίον του Εθνικού Στρατού, σχεδόν μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου. Στη συνέχεια πήγε στην Πορτογαλία όπου ανακρίθηκε για τη δράση του στη Μοζαμβίκη και φυλακίστηκε για εννιά μήνες στις δύο πλέον διαβόητες φυλακές για πολιτικούς κρατούμενους, την Μπάρκα ντ’ Άλβα και τη φυλακή Αλζούμπε.
Το 1963, ο Τσαφέντας έλαβε αμνηστία από την Πορτογαλία καθώς έπεισε τις Αρχές της χώρας ότι είχε αποκηρύξει οτιδήποτε σχετικό με τον κομμουνισμό. Έπειτα πήγε στη χώρα που γεννήθηκε.
Ένα χρόνο αργότερα όμως συνελήφθη γιατί θεωρήθηκε ότι έκανε κήρυγμα στους ντόπιους για την ανεξαρτησία της Μοζαμβίκης. Τρεις μήνες αργότερα μέσα στη φυλακή, ο Τσαφέντας άρχισε να κηρύττει ότι είναι ο Απόστολος Πέτρος. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου εξακολουθούσε να διατείνεται ότι ήταν ο κορυφαίος Απόστολος πείθοντας τους Πορτογάλους ότι ήταν τρελός. Αφέθηκε ελεύθερος από τη φυλακή και λίγο αργότερα από το νοσοκομείο.
Το 1965 ο Τσαφέντας κατάφερε να μεταβεί πάλι στη Νότια Αφρική. Σύμφωνα με τους νόμους της χώρας τότε, αν και το δέρμα του είχε σκούρο δέρμα, λόγω της μητέρας του που ήταν μιγάδα, κατατασσόταν στους «λευκούς».
Η χρυσή ευκαιρία για να υλοποιήσει το σχέδιό του δόθηκε στον Τσαφέντα όταν τον Ιούλιο του 1966 προσλήφθηκε προσωρινά ως κλητήρας στο Κοινοβούλιο του Κέιπ Τάουν. Αρχικά σκέφτηκε να απαγάγει τον Φέρβερντ, προφανώς επηρεασμένος από την υπόθεση Kreipe.
Έπειτα, κι ενώ ο Τσαφέντας δεν μπορούσε να βρει όπλο, σκέφτηκε ότι η κομμουνιστική Κούβα θα ήταν ιδανικό μέρος για να διαφύγει. Τελικά καθώς ο χρόνος που θα συνέχιζε να εργάζεται στο Κοινοβούλιο τελείωνε, αποφάσισε να μαχαιρώσει τον Φέρβερντ. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1966, ο Νοτιοαφρικανός πρωθυπουργός βρισκόταν στην αίθουσα συζητήσεων του Κοινοβουλίου. Ο Τσαφέντας τον πλησίασε, έβγαλε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και το κάρφωσε τέσσερις φορές στο κορμί του Φέρβερντ που ξεψύχησε. Ο Τσαφέντας, που δεν αντιστάθηκε, συνελήφθη αμέσως από άλλα μέλη του Κοινοβουλίου και φρουρούς. Έπειτα μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο για την περιποίηση των τραυμάτων του και μετά από εξέταση από ψυχίατρο οδηγήθηκε εκ νέου στη φυλακή.
«Ανάθεσα στον εαυτό μου το καθήκον να καταστρέψω τον πρωθυπουργό. Ήταν δική μου ιδέα να τον σκοτώσω… Ήμουν τότε αηδιασμένος με τη φυλετική πολιτική που προχώρησα σε σχέδιο για να σκοτώσω τον πρωθυπουργό…». Ωστόσο, οι καταθέσεις αυτές δεν παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Ο δικαστής Άντριου Μπέιερς κήρυξε τον Τσαφέντα αθώο για φόνο λόγω παραφροσύνης.
Ο Τσαφέντας κρατήθηκε αρχικά στο νησί Ρόμπεν. Τέσσερις μήνες αργότερα μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές της Πρετόρια. Έμεινε κρατούμενος σ’ ένα ειδικά κατασκευασμένο κελί, στην πτέρυγα μελλοθανάτων, δίπλα από τον θάλαμο εκτέλεσης όπου απαγχονίζονταν οι κρατούμενοι που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Το 1989 μεταφέρθηκε στις φυλακές Ζόντεργουοτερ. Την ίδια χρονιά μεταφέρθηκε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Sterkfontein. Πέθανε εκεί από πνευμονία, τον Οκτώβριο του 1999.