Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, παρουσίασε τροπολογία για την αποκατάσταση των πληγέντων από τις τραγωδίες στο Μάτι και τη Μάνδρα, τονίζοντας την ανάγκη της Πολιτείας να μην προσθέτει αδικία στον πόνο των θυμάτων.
Η τροπολογία περιλαμβάνει ευνοϊκές ρυθμίσεις, όπως αφορολόγητες αποζημιώσεις, ειδικές συντάξεις και διαγραφή οφειλών, ενώ το κράτος παραιτείται από ένδικα μέσα σε σχετικές υποθέσεις.
Παράλληλα, ο Πιερρακάκης αναφέρθηκε στη μεταρρύθμιση του τρόπου λειτουργίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και στην ανάγκη αξιοποίησης των κοινωφελών ιδρυμάτων, προωθώντας τη διαφάνεια και τη δράση.
Το Ζάππειο αποκτά νέο ρόλο, αντανακλώντας τη μετάβαση σε μια πιο ευέλικτη και αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας.
Πιο αναλυτικά
Ως οφειλόμενη πράξη ευθύνης και αποκατάστασης των ανθρώπων που βίωσαν τις τραγωδίες στο Μάτι και τη Μάνδρα χαρακτήρισε την τροπολογία με τις ευνοϊκές ρυθμίσεις ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης.
Μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής, ο κ. Πιερρακάκης τόνισε πως με τις προωθούμενες διατάξεις οι πληγέντες της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι και των πλημμυρών στη Μάνδρα αντιμετωπίζονται πλέον με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίστηκαν και οι συγγενείς της τραγωδίας των Τεμπών.
«Καμία νομοθετική ρύθμιση, καμία αποζημίωση, καμία σύνταξη δεν μπορεί να επαναφέρει τους ανθρώπους που χάθηκαν. Δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο των συγγενών τους. Δεν μπορεί να διορθώσει όσα έγιναν μέσα σε λίγες ώρες. Υπάρχει, όμως, κάτι που η Πολιτεία μπορεί , και οφείλει , να κάνει: Να μην προσθέτει αδικία πάνω στον πόνο. Να μην βαραίνει κι άλλο μια ήδη ασήκωτη απώλεια. Να στέκεται δίπλα στους πολίτες της. Και όχι απέναντί τους» τόνισε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών και συνέχισε λέγοντας:
«Για οκτώ ολόκληρα χρόνια, οι οικογένειες των θυμάτων και οι ίδιοι οι πληγέντες περίμεναν το κράτος να είναι παρόν. Και αυτή η βασανιστική αναμονή, μετατράπηκε σε ένα δεύτερο τραύμα, θεσμικό, διοικητικό, αλλά πάνω απ’ όλα ανθρώπινο. Όταν γνωρίζεις από πρώτο χέρι – και επιτρέψτε μου μια πιο προσωπική αναφορά- πόσο λεπτή ήταν η γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, δεν σου επιτρέπεται η απόσταση από το γεγονός. Σου επιβάλλεται η ευθύνη.
Η πρώτη θεσμική πράξη του κράτους, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου στο Υπουργείο Οικονομικών τον Μάρτιο του 2025, σε απόλυτη συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη- από όλους εμάς στο οικονομικό επιτελείο – ήταν η παραίτηση του Ελληνικού Δημοσίου από τα ένδικα μέσα στις συγκεκριμένες υποθέσεις.
Το κράτος έπαψε να αντιδικεί με ανθρώπους που είχαν ήδη χάσει τα πάντα. Ήταν μια καθαρή επιλογή. Ήταν μια ηθική στάση, ήταν το ελάχιστο που η Πολιτεία και το κράτος όφειλαν να κάνουν. Και ξεκίνησαν να το κάνουν.
Ήδη το Ελληνικό Δημόσιο έχει παραιτηθεί από 52 υποθέσεις για το Μάτι και 17 για τη Μάνδρα. Συνολικά 69 υποθέσεις μέσα σε διάστημα οκτώ μηνών.
Το ύψος των αποζημιώσεων που έχουν καταβληθεί ή πρόκειται να καταβληθούν, με βάση τις παραιτήσεις αυτές, ανέρχεται μέχρι σήμερα σε 15,1 εκατ. ευρώ για το Μάτι και σε σχεδόν 3 εκατ. ευρώ για τη Μάνδρα. Αυτή η λογική δικαιοσύνης αποτυπώνεται καθαρά στο νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα».
Στη συνέχεια ο κ. Πιερρακάκης περιέγραψε τις παρεμβάσεις, οι οποίες είναι οι εξής:
Πρώτον, θωρακίζουμε πλήρως τις αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν με δικαστικές αποφάσεις για το Μάτι και τη Μάνδρα. Τα ποσά αυτά χαρακτηρίζονται ρητά αφορολόγητα, ανεκχώρητα και ακατάσχετα.
Δεύτερον, θεσπίζουμε ειδική σύνταξη ίση με το τετραπλάσιο της πλήρους εθνικής σύνταξης, δηλαδή 1.700 ευρώ μηνιαίως. Δικαιούχοι είναι οι συγγενείς όσων έχασαν τη ζωή τους στη Μάνδρα και στο Μάτι».
Σύμφωνα με τον κ. Πιερρακάκη, «επιπλέον δικαιούχοι είναι οι εγκαυματίες της πυρκαγιάς στο Μάτι, εγγεγραμμένοι στο επίσημο Μητρώο Εγκαυματιών, με εγκαύματα δεύτερου ή τρίτου βαθμού και με αναπηρία ποσοστού 50% και άνω. Άνθρωποι που επέζησαν. Αλλά κουβαλούν, κάθε ώρα, τις συνέπειες εκείνης της ημέρας.
Το πλαίσιο κατανομής της σύνταξης είναι σαφές και δίκαιο. Προβλέπει τη διάθεσή της μεταξύ συζύγων ή συμβίων, παιδιών, γονέων και, μόνο ελλείψει αυτών, αδελφών, με ειδική μέριμνα για τα ανήλικα παιδιά, τους φοιτητές έως το 24ο έτος και τα άτομα με αναπηρία, τα οποία δικαιούνται τη σύνταξη εφ’ όρου ζωής. Παρέχεται, επίσης, περίοδος χαριστική, ώστε τα παραπάνω ηλικιακά όρια να μην ισχύουν για 10 έτη από την ημερομηνία της πυρκαγιάς ή της πλημμύρας, δηλαδή μέχρι 23 Ιουλίου 2028 και 15 Νοεμβρίου 2027.
Η ειδική σύνταξη είναι αφορολόγητη, ακατάσχετη, δεν συμψηφίζεται με οφειλές, δεν στερεί άλλες κοινωνικές παροχές, καταβάλλεται ανεξαρτήτως εργασίας ή άλλης σύνταξης και αυξάνεται αυτόματα με την εθνική σύνταξη.
Τρίτον, προχωρούμε σε εκτεταμένη, καθολική και αυτοδίκαιη διαγραφή οφειλών.
Διαγράφονται όλες οι υφιστάμενες, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νομοσχεδίου, βεβαιωμένες και ανεξόφλητες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση, τα ασφαλιστικά ταμεία, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα νομικά τους πρόσωπα, ακόμη και όσες βρίσκονται σε ρύθμιση ή στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Επίσης, οι οφειλές που προέκυψαν από συμμετοχή σε διοίκηση ή εταιρική σύνθεση νομικών προσώπων. Αυτό αφορά τόσο τους συγγενείς των νεκρών (δηλαδή γονείς, συζύγους συμβίους, τέκνα και αδέρφια), αλλά και τους εγκαυματίες, με τις ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη της σύνταξης.
Και υπάρχει μια απολύτως κρίσιμη πρόβλεψη: ο ασφαλιστικός χρόνος που αντιστοιχεί στις διαγραφόμενες εισφορές διατηρείται ακέραιος. Το κράτος δεν αφαιρεί δικαιώματα. Τα κατοχυρώνει».
Ο κ. Πιερρακάκης συμπλήρωσε ότι «στον τομέα της υγείας, διασφαλίζεται πλήρης κάλυψη νοσηλείας, θεραπείας και αποκατάστασης των εγκαυματιών — στην Ελλάδα και στο εξωτερικό — καθώς και δωρεάν, εξατομικευμένη ψυχολογική στήριξη για τις οικογένειες των θυμάτων.
Με αυτές τις ρυθμίσεις, οι πληγέντες στο Μάτι και στη Μάνδρα, στις δύο αυτές μεγάλες εθνικές τραγωδίες, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως τα θύματα της τραγωδίας των Τεμπών. Γιατί, δεν υπάρχουν ανθρώπινες απώλειες διαφορετικής τάξης. Γιατί, υπάρχει μία Πολιτεία και μία αδιαίρετη υποχρέωση: Ίση αναγνώριση, ίση προστασία.
Και εδώ χρειάζεται μια καθαρή επισήμανση.
Στο Μάτι και στη Μάνδρα, οι άνθρωποι εκείνες τις ώρες έμειναν χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση και χωρίς οργανωμένο μηχανισμό.
Η πρώτη έμπρακτη απόδειξη ότι το κράτος μπορεί να μαθαίνει από τα λάθη του και να βελτιώνεται , ήταν η δημιουργία και η πλήρης λειτουργία του αριθμού έκτακτης ανάγκης 112.
Έξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης το 2019, το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έθεσε σε εφαρμογή ένα σύγχρονο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, το οποίο σήμερα σώζει ανθρώπινες ζωές.
Δεν μπορεί να αλλάξει το χθες. Αλλά μπορεί να προστατεύει το αύριο.
Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι το κράτος μπορεί να αλλάζει τρόπο λειτουργίας. Και ακριβώς αυτή η φιλοσοφία διαπερνά και το παρόν νομοσχέδιο, το οποίο προχωρά σε μια ακόμη ουσιαστική μεταρρύθμιση: Την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αντιλαμβάνεται τον ρόλο του».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «για δεκαετίες, το Δημόσιο, ως υπερασπιστής του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργούσε με μια κουλτούρα μηχανικής αντιδικίας, επιλέγοντας τη δικαστική σύγκρουση ακόμη και όταν η έκβαση των υποθέσεων ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους παραμένει ο θεσμικός υπερασπιστής του δημοσίου συμφέροντος, αλλά επεκτείνει τον ρόλο του, επαυξάνει τον ρόλο του σε πιο ώριμο και υπεύθυνο ρόλο: να αξιολογεί όχι μόνο αν μια θέση είναι δικονομικά και ουσιαστικά εφικτή, αλλά και αν είναι θεσμικά ορθή, κοινωνικά δίκαιη και νομικά βιώσιμη.
Θεσπίζεται, για πρώτη φορά, μηχανισμός εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών με ουσιαστική συμμετοχή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Έτσι, οι διαφορές μπορούν να επιλύονται χωρίς πολυετείς δίκες , ταλαιπωρία και οικονομική εξόντωση για τους πολίτες. Δημιουργείται Ειδικό Τμήμα Ταχείας Αντίδρασης που επιτρέπει στο κράτος να απαντά γρήγορα, καθαρά και υπεύθυνα σε κρίσιμες ή επείγουσες υποθέσεις.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αποκτά τη θεσμική ευθύνη να εισηγείται την παραίτηση του Δημοσίου από άσκοπες ή προδήλως χαμένες δίκες, όταν υπάρχει αμετάκλητη απόφαση ή παγιωμένη νομολογία υπέρ των πολιτών. Αυτό δηλαδή που ήρθαμε να διορθώσουμε εδώ πριν από λίγους μήνες στην σχέση με το Μάτι και τη Μάνδρα.
Όχι από αδυναμία. Αλλά από σεβασμό στη Δικαιοσύνη. Και σεβασμό στον πολίτη.
Αυτή η αλλαγή δεν αποδυναμώνει το κράτος. Ενισχύει την αξιοπιστία του, την ωριμότητα του, τη θεσμική του σοβαρότητα και τη σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία.
Γι’ αυτό βρισκόμαστε άλλωστε σήμερα εδώ: Για να πούμε καθαρά ότι η σχέση κράτους και πολίτη μετασχηματίζεται και οφείλει να μετασχηματιστεί και άλλο. Ότι η Πολιτεία μπορεί να διορθώνει, να μαθαίνει, να αναγνωρίζει,να αποκαθιστά. Αυτό το νομοσχέδιο είναι ευθύνη. Είναι το ελάχιστο που όφειλε να κάνει η Πολιτεία».
Τι είπε για τα κοινωφελή ιδρύματα
«Όταν μιλάμε για κοινωφελή ιδρύματα και για το Ζάππειο, δεν μιλάμε απλώς για ακίνητα, ισολογισμούς ή νομικά σχήματα. Μιλάμε για κάτι βαθύτερο: για τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία συνομιλεί με το παρελθόν της και, ταυτόχρονα, αποφασίζει πως θα επενδύσει στο μέλλον της. Γιατί η συνομιλία με το παρελθόν και το μέλλον αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Τα κοινωφελή ιδρύματα γεννήθηκαν από μια γενιά ανθρώπων που πίστευαν ότι ο πλούτος, πέρα από προσωπικό δικαίωμα, συνιστά και κοινωνική ευθύνη. Άφησαν περιουσίες για να λειτουργούν ενεργά. Για να κινούνται, να αποδίδουν, να επιστρέφουν αξία στην κοινωνία και ενίοτε στους τόπους καταγωγής τους. Αυτή ήταν η ουσία της βούλησής τους: Όχι η ακινησία, αλλά η διαρκής προσφορά» τόνισε ο κ. Πιερρακάκης και συνέχισε:
«Κι όμως, στη χώρα μας, για πολλά χρόνια, αυτή η βούληση παγιδεύτηκε. Στο όνομα της προστασίας, συγκροτήθηκε ένα σύστημα που τελικά προστάτευε κυρίως την αδράνεια. Στο όνομα του ελέγχου, αποδεχθήκαμε τη στασιμότητα. Έτσι, σημαντικές κοινωφελείς περιουσίες βασικά έμειναν αδρανείς λόγω της απουσίας εργαλείων που επιτρέπουν τη δράση.
Αυτή δεν ήταν απλώς μια διοικητική δυσλειτουργία. Ήταν πρόβλημα νοοτροπίας. Η αδράνεια θεωρήθηκε ασφαλής επιλογή, όπως συνήθως εγώ θα έλεγα, θεωρείται και σε πολλά. Όμως η αδράνεια δεν είναι ουδέτερο μέγεθος. Κάθε χρόνος χωρίς δράση σημαίνει χαμένη κοινωνική αξία, ακύρωση της πρόθεσης των διαθετών, αποσύνδεση των ιδρυμάτων από τη ζωή των ανθρώπων που προορίζονταν να ωφεληθούν.
Ακριβώς εδώ προκύπτει η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος. Τα κοινωφελή ιδρύματα δεν μπορούν να αξιολογούνται μόνο από το αν υπάρχουν τυπικά. Πρέπει να κρίνονται από το αν επιτελούν ουσιαστικά τον σκοπό τους. Αν λειτουργούν, αν παράγουν αποτέλεσμα, αν απαντούν στις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Γι’ αυτό το νέο πλαίσιο θέτει στο επίκεντρο τρεις έννοιες: Γνώση, διαφάνεια και δράση. Για πρώτη φορά, μέσω του Ενιαίου Ηλεκτρονικού Μητρώου Κοινωφελών Περιουσιών, το κράτος αποκτά πλήρη, ενιαία και δημόσια εικόνα του συνόλου των ιδρυμάτων, των περιουσιών τους, των διοικήσεών τους και των πράξεών τους. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που συνδέει τη διαφάνεια με τη λειτουργική ύπαρξη. Πράξεις που δεν καταγράφονται, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Έτσι, η διαφάνεια παύει να είναι διακήρυξη απλώς και μόνο καλών προθέσεων και γίνεται κανόνας της καθημερινότητας».
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «στο παρόν σχέδιο νόμου η αδράνεια παύει να είναι ασαφής έννοια. Ορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια και ενεργοποιεί συγκεκριμένες διαδικασίες. Όταν ένα ίδρυμα για χρόνια δεν δημοσιοποιεί στοιχεία ή όταν δεν κατευθύνει ουσιαστικό μέρος των εσόδων του στον κοινωφελή του σκοπό, η Πολιτεία δεν στρέφει αλλού το βλέμμα, η Πολιτεία παρεμβαίνει. Ενεργοποιείται μια διαδικασία επανεκκίνησης, με σαφές χρονοδιάγραμμα και ευθύνη.
Σε αυτό το σημείο αποκτά καθοριστικό ρόλο ο νέος φορέας διαχείρισης αδρανών περιουσιών και κληρονομιών. Ένας φορέας που δεν δημιουργείται για να υποκαταστήσει μόνιμα τη φυσιολογική λειτουργία των ιδρυμάτων, αλλά για να διασφαλίσει ότι η αδράνεια δεν παγιώνεται. Όταν δεν υπάρχει διοίκηση ή όταν η λειτουργία έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί, η Πολιτεία παρεμβαίνει προσωρινά, για να προστατεύσει τον κοινωφελή σκοπό και να επαναφέρει τη λειτουργία εκεί όπου αυτή έχει διακοπεί».
Οι νέες ηλεκτρονικές πλατφόρμες
«Την ίδια ακριβώς φιλοσοφία υπηρετούν και οι νέες ηλεκτρονικές πλατφόρμες που εισάγονται. Η ψηφιακή καταγραφή των σχολαζουσών κληρονομιών απλοποιεί διαδικασίες που μέχρι σήμερα απαιτούσαν χρόνια. Περιουσίες που έμεναν «ορφανές» και εγκλωβισμένες σε αδιέξοδα και πλέον αποκτούν πλέον σαφή και ταχύτερο διοικητικό δρόμο αξιοποίησης, ώστε να επιστρέφουν στην κοινωνία και στους σκοπούς που τις δικαιολογούν. Αντίστοιχα, η ψηφιακή πλατφόρμα δωρεών προς το Δημόσιο δημιουργεί ένα περιβάλλον απλό, διαφανές και αξιόπιστο για όσους επιθυμούν να προσφέρουν. Και εδώ απλώς να προσθέσω ότι θυμάμαι αυτήν την συζήτηση εδώ και χρόνια, από τα χρόνια του πρώτου Μνημονίου – ενδεχομένως και από πιο πριν – να μιλάμε για το πώς υπάρχει αδρανής πλούτος στην χώρα μας: ιδρύματα τα οποία υπάρχουν στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα, και τα οποία έχουν περιουσίες που μένουν αναξιοποίητες λόγω ενός θεσμικού πλαισίου και ενός θεσμικού περιβάλλοντος, το οποίο δεν έχει προσαρμοσθεί στο σήμερα. Γιατί; Γιατί, ενδεχομένως τότε ο διαθέτης να είχε αφήσει μια πάρα πολύ συγκεκριμένης λογικής διάταξη, σε σχέση με το πως αυτά τα ιδρύματα θα λειτουργούσαν. Και πρέπει σήμερα να έρθει η Πολιτεία με μηχανισμούς δικούς της να επανερμηνεύσει την αρχική διάθεση, την αρχική πρόθεση και να μπορέσει να προσφέρει το έργο, την περιουσία αυτών των ιδρυμάτων, εκεί που ήταν ο θεμελιώδης σκοπός εξ αρχής, στην κοινωνία» υποστήριξε ο υπουργός Οικονομικών και πρόσθεσε:
«Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, το Ζάππειο αποκτά έναν ιδιαίτερο ρόλο ως σύμβολο μίας μετάβασης από το χθες στο σήμερα, αντανακλώντας αυτόν τον νέο τρόπο αντίληψης για το πώς πρέπει να αξιοποιούμε αυτή την περιουσία. Το Ζάππειο είναι ένας χώρος με τεράστιο ιστορικό και πολιτιστικό βάρος, για χρόνια λειτουργούσε μέσα σε δομές οι οποίες δεν του επέτρεπαν να εξελιχθεί με τον ρυθμό που απαιτεί η εποχή.
Η επιλογή ενός πιο ευέλικτου σχήματος διοίκησης για το Ζάππειο δεν αλλοιώνει τον δημόσιο χαρακτήρα του – όπως εδώ ερχόμαστε μέσα από αυτό το σχέδιο νόμου να προτείνουμε – τον ενισχύει. Επιτρέπει την υλοποίηση αναγκαίων ενεργειακών και τεχνικών παρεμβάσεων, τη βελτίωση της λειτουργικότητας και τον καλύτερο σχεδιασμό του μέλλοντος του. Επιτρέπει, τελικά, στο Ζάππειο να είναι έτοιμο να διαδραματίσει ξανά έναν κεντρικό ρόλο στη δημόσια και ευρωπαϊκή ζωή της χώρας, ενόψει μάλιστα και της ελληνικής προεδρίας το 2027.
Στον πυρήνα όλων αυτών βρίσκεται μία κοινή αρχή: Ο σεβασμός στην προσφορά δεν εκφράζεται με ακινησία, εκφράζεται με συνέχεια. Η μεγαλύτερη τιμή προς αυτούς που άφησαν πίσω αυτή τις συγκεκριμένες κοινωφελείς περιουσίες, είναι η αξιοποίηση αυτής της πολύ μεγάλης παρακαταθήκης, αυτού του πολύ μεγάλου έργου.
Τα κοινωφελή ιδρύματα και το Ζάππειο μπορούν να γίνουν παράδειγμα ενός κράτους που μετατρέπει τη μνήμη σε δράση και την κληρονομιά σε αποτέλεσμα. Ενός κράτους που δεν φοβάται να κινηθεί, να αναλάβει ευθύνη και να αποδώσει λογαριασμό για το έργο του.
Και αυτή ακριβώς είναι η ουσία της αλλαγής που επιχειρούμε. Να αντικαταστήσουμε τη σιωπή της αδράνειας με τη δυναμική της προσφοράς».






