Το άρθρο εξετάζει την ανακάλυψη και τα χαρακτηριστικά των Ντενίσοβαν, ενός αρχαϊκού ανθρώπινου είδους που θεωρείται “χαμένος κρίκος” ανάμεσα στους Νεάντερταλ και τους σύγχρονους ανθρώπους. Από την ανακάλυψη του πρώτου απολιθώματος το 2010 στη Σιβηρία, οι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να κατανοήσουν την εμφάνιση αυτού του είδους.
Νέες μελέτες, που δημοσιεύονται στα περιοδικά Science και Cell, αναλύουν ένα 146.000 ετών κρανίο από την Κίνα, αποκαλύπτοντας ότι οι Ντενίσοβαν είχαν εγκέφαλο παρόμοιο με αυτόν των σύγχρονων ανθρώπων, με χαρακτηριστικά όπως διογκωμένα υπερόφρυα τόξα και μεγάλα μάτια. Οι γενετικές και πρωτεϊνικές αναλύσεις επιβεβαίωσαν ότι το κρανίο ανήκει στους Ντενίσοβαν, οι οποίοι φαίνεται να είχαν μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση και να προσαρμόζονταν σε ποικιλία κλιματικών συνθηκών.
Πιο αναλυτικά
Από το 2010, όταν το πρώτο απολίθωμα του είδους ανακαλύφθηκε σε μια σπηλιά της Σιβηρίας, οι ανθρωπολόγοι αναρωτώνται πώς μπορεί να έμοιαζαν οι Ντενίσοβαν, αυτοί οι αινιγματικοί συγγενείς των Νεάντερταλ και των σύγχρονων ανθρώπων ή για αρκετούς επιστήμονες ο χαμένος κρίκος.
Τώρα, η επανεξέταση ενός απολιθωμένου κρανίου 146.000 ετών από το Χαρμπίν της Κίνας προσφέρει την απάντηση: είχαν εγκέφαλο στο μέγεθος του δικού μας εγκεφάλου, διογκωμένα υπερόφρυα τόξα, πλατιά μύτη και μεγάλα μάτια.
Δύο νέες μελέτες που δημοσιεύονται στα περιοδικά Science και Cell εξετάζουν ένα σχεδόν πλήρως κρανίο που είχε περιγραφεί το 2021 από την ομάδα του Τσιάνγκ Ζι, παλαιοντολόγου του Πανεπιστημίου του Χεμπέι στην Κίνα, ο οποίος το είχε αποκτήσει από έναν άνδρα που παραμένει ανώνυμος.

Τρισδιάστατο μοντέλο του κρανίου από την Κίνα (Xijun Ni)
Ο άνδρας, ο οποίος σύμφωνα με τον Ζι δεν αποκλείεται να βρήκε ο ίδιος το κρανίο χωρίς να το αναφέρει στις αρχές, υποστήριξε ότι το απολίθωμα ανακαλύφθηκε το 1933 από τον παππού του, ο οποίος λίγο πριν πεθάνει αποκάλυψε ότι το είχε κρύψει σε ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι.
Το 2021, ο Ζι και οι συνεργάτες ανέφεραν σε μελέτη τους ότι το απολίθωμα ανήκε σε ένα άγνωστο ως τότε είδος αρχαϊκού ανθρώπου, τον οποίο ονόμασαν Homo longi.
Τώρα, ο Ζι συνυπογράφει τις δύο μελέτες που ανατρέπουν την εικόνα. Η ερευνητική ομάδα δεν κατάφερε να απομονώσει DNA από το ίδιο το απολίθωμα, ανέκτησε όμως γενετικό υλικό από μια μικρή ποσότητα πέτρας που παρέμενε κολλημένη στο μοναδικό σωζόμενο δόντι του κρανίου. Σκληρή σαν βράχος, η οδοντική πέτρα βοήθησε στη διατήρηση του DNA.
Και η αλληλουχία ταιριάζει με το DNA που είχε απομονωθεί από άλλα απολιθώματα Ντενίσοβαν στην Ασία, αναφέρουν οι ερευνητές στο Cell.
Ακόμα, η ομάδα κατάφερε να απομονώσει πρωτεΐνες του κρανίου είναι ίδιες με αυτές που είχαν βρεθεί άλλα σε απολιθώματα Ντενίσοβαν. Τα ευρήματα της πρωτεϊνικής ανάλυσης δημοσιεύονται στο Science.
«Αν λάβουμε υπόψη τις δύο έρευνες, είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για Ντενίβαν» σχολίασε στο περιοδικό o Μπενς Βαϊόλα, παλαιοανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου του Τορόντο, ο οποίος δεν συμμετείχε στις μελέτες.
Τώρα που γνωρίζουμε πώς έμοιαζαν οι αινιγματικοί συγγενείς μας, το χαρακτηριστικό σχήμα του κρανίου και των δοντιών τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αναγνώριση και άλλων απολιθωμάτων του είδους που ενδεχομένως περιμένουν στα συρτάρια μουσείων σε όλο τον κόσμο.
Περαιτέρω μελέτες θα μπορούσαν να προσδιορίσουν την ακριβή θέση των Ντενίσοβαν στο ανθρώπινο εξελικτικό δέντρο.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως απάντηση στα ερωτήματα των επιστημόνων όταν ένα οστό που ανασύρθηκε με δίχτυα έξω από τις ακτές της Ταϊβάν αποδεικνύεται ότι ανήκει στο ανθρώπινο είδος των Ντενίσοβαν, μια ανακάλυψη που αποκαλύπτει ότι αυτοί μυστηριώδεις συγγενείς των Νεάντερταλ είχαν ευρεία γεωγραφική προέλευση.
Το απολίθωμα, τμήμα της κάτω σιαγόνας που περιλαμβάνει πέντε δόντια, είχε ανασυρθεί από αλιευτικό σκάφος στο Στενό του Πενγκού, εκεί όπου βρισκόταν κάποτε μια γέφυρα ξηράς που συνέδεε την Ταϊβάν με την Κίνα.
Το οστό κατέληξε σε παλαιοπωλείο, από όπου αγοράστηκε το 2008 και δωρήθηκε στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Επιστήμης.
Περισσότερο από 20 χρόνια αργότερα, το μυστήριο της προέλευσής του λύνεται με μοριακές αναλύσεις που παρουσιάζονται στο περιοδικό Science.
Το εύρημα δεν κατέστη δυνατό να χρονολογηθεί, εκτιμάται όμως ότι έχει ηλικία τουλάχιστον 50.000 ετών.
Οι Ντενίσοβαν είναι γνωστοί μόνο από λίγα αποσπασματικά απολιθώματα στο σπήλαιο Ντενίσοβα και την σπηλιά Μπαΐσια στο Υψίπεδο του Θιβέτ. Ένα δόντι από τη Σπηλιά της Κόμπρας στο Λάος πιστεύεται ότι ανήκει επίσης σε Ντενίσοβαν με βάση το σχήμα του.

Το Στενό του Πενγκού στην Ταϊβάν ήταν ξηρά όταν η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν χαμηλότερα ( Takumi Tsutaya/)
«Από τα αποτελέσματα της μελέτης μπορούμε μόνο να εκτιμήσουμε το σχήμα της σιαγόνας και των δοντιών, μπορούμε όμως να πούμε ότι οι άνδρες Ντενίσοβαν είχαν ισχυρά σαγόνια και μεγάλα δόντια συγκριτικά με τους Νεάντερταλ και τους Homο Sapiens» δήλωσε ο ανθρωπολόγος Τακούμι Τσουτάγια του πανεπιστημίου SOKENDAI στην Ιαπωνία, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.
Τα νέα ευρήματα μαρτυρούν επίσης ότι το αρχαϊκό είδος ανθρώπου είχε μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση στην Ευρασία, με την απόσταση ανάμεσα στο σπήλαιο Ντενίσοβα και το στενό του Πενγκού να φτάνει τα 4.500 χιλιόμετρα.
Η μελέτη αποκαλύπτει επίσης ότι το είδος είχε προσαρμοστεί σε μια ποικιλία διαφορετικών συνθηκών, από το ψύχος της Σιβηρίας μέχρι το μεγάλο υψόμετρο του Θιβέτ και το ζεστό κλίμα του Λάος.
«Οι Ντενίσοβαν ήταν επομένως ικανοί να προσαρμόζονται σε ένα μεγάλο εύρος διαφορετικών ενδιαιτημάτων» δήλωσε ο Φρίντο Ουέλκερ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Γενετικές αναλύσεις υποδεικνύουν ότι οι Ντενίσοβαν διαχωρίστηκαν από τους Νεάντερταλ πριν από περίπου 400.000 χρόνια και επέζησαν τουλάχιστον μέχρι τα 40.000 χρόνια πριν, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα στο Λάος.
Ο Homo sapiens o oποίος εμφανίστηκε στην Αφρική πριν από περίπου 300.000 χρόνια, διασταυρώθηκε τόσο με τους Νεάντερταλ όσο και με τους Ντενίσοβαν όταν επεκτάθηκε στην Ευρασία.
Ως αποτέλεσμα, γονίδια των Ντενίσοβαν ανιχνεύονται σήμερα στους κατοίκους διαφόρων περιοχών του Ειρηνικού Ωκεανού.
Θεωρητικά, ο άνδρας από τον οποίο προήλθε η σιαγόνα στην Ταϊβάν μπορεί να έχει απογόνους μέχρι σήμερα.