Ένα σπάνιο θαλάσσιο πλάσμα, γνωστό ως «septopus» ή Haliphron atlanticus, ξεβράστηκε σε παραλία της Σκωτίας, προκαλώντας ενθουσιασμό στους επιστήμονες.
Το πλάσμα, με εντυπωσιακά πλοκάμια μήκους 50 εκατοστών, βρέθηκε σε κομμάτια κοντά στο καταφύγιο Forvie National Nature Reserve. Η Δρ Λόρεν Σμιθ, θαλάσσια βιολόγος, χαρακτήρισε την ανακάλυψη εξαιρετική, αν και ο τρόπος που βρέθηκε παραμένει μυστήριο.
Αρχικά θεωρήθηκε ότι ανήκε σε γιγάντιο καλαμάρι, αλλά τελικά επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για το σπάνιο είδος που ζει σε μεγάλα βάθη. Τα υπολείμματα του πλάσματος θα μελετηθούν σε διάφορα εργαστήρια και μουσεία για περαιτέρω έρευνα.
Πιο αναλυτικά
Ένα σπάνιο και μυστηριώδες θαλάσσιο πλάσμα, γνωστό ως «septopus», ξεβράστηκε σε παραλία της Σκωτίας, προκαλώντας αίσθηση στους επιστήμονες και τους ντόπιους.
Τα λείψανα του ζώου, που βρέθηκε σε κομμάτια κατά μήκος του ποταμού Ythan κοντά στο καταφύγιο Forvie National Nature Reserve στο Newburgh της Αμπερντινσάιρ, έχουν εντυπωσιακές διαστάσεις, με τα πλοκάμια του χταποδιού να φτάνουν τα 50 εκατοστά, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές να θεωρήσουν ότι επρόκειτο για θηλυκό.

Η Δρ Λόρεν Σμιθ, θαλάσσια βιολόγος στον οργανισμό Saltwater Life, χαρακτήρισε την ανακάλυψη «εξαιρετική» αλλά παραδέχθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο το πλάσμα βρέθηκε στην ακτή παραμένει «λίγο μυστήριο».
«Είναι πιθανό πεινασμένες φάλαινες να επιτέθηκαν στο άτυχο πλάσμα, πριν τα υπολείμματά του ξεβραστούν στην ακτή», δήλωσε η Δρ Σμιθ στη Daily Mail.
«Ή κάπως να βρέθηκε σε ρηχά νερά, να αποπροσανατολίστηκε και μετά να θηρεύτηκε».

Τα δείγματα στέλνονται σε διάφορα εργαστήρια και μουσεία, καθώς είναι «πολύ σπάνιο να έχεις αυτό το είδος για μελέτη, οπότε όλοι είναι ενθουσιασμένοι», πρόσθεσε.
Η Σμιθ ενημερώθηκε για τα υπολείμματα όταν μια φίλη της της έστειλε φωτογραφίες που κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο μετά την εμφάνιση του πλάσματος από τους λουόμενους στις 30 Νοεμβρίου.
Το τελευταίο κομμάτι που βρέθηκε ήταν αυτό που ξεβράστηκε στις 4 Δεκεμβρίου.
Οι φωτογραφίες και οι μετρήσεις που ελήφθησαν στον τόπο αποκλείουν αμέσως οποιοδήποτε από τα ντόπια είδη χταποδιών της Σκωτίας, δήλωσε η Σμιθ.

Αρχικά, είχε υποθέσει ότι τα υπολείμματα ανήκαν σε γιγάντιο καλαμάρι (Architeuthis dux), είδος με λίγες ιστορικές εμφανίσεις στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου μιας θέασης το 1998.
Ωστόσο, η απουσία των χαρακτηριστικών «δοντιών» στα πλοκάμια που συναντώνται στο γιγάντιο καλαμάρι υποδήλωνε διαφορετικό είδος.

Τελικά επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για το Haliphron atlanticus, γνωστό και ως «blob octopus» ή septopus (οκταπόδι με επτά πλοκάμια), είδος που αναγνωρίστηκε επίσημα τον 19ο αιώνα και συναντάται σε τροπικά και εύκρατα νερά παγκοσμίως.
Το septopus ζει συνήθως σε βάθος μεγαλύτερο από 500 μέτρα, την λεγόμενη «ζώνη του λυκόφωτος», λόγω της έλλειψης ηλιακού φωτός.
Τα αρσενικά φτάνουν μόλις τα 21 εκατοστά, ενώ τα θηλυκά μπορούν να φτάσουν τα 4 μέτρα.

Παρά την ονομασία τους που υποδεικνύει ότι έχουν επτά πλοκάμια, διαθέτουν οκτώ όπως τα υπόλοιπα χταπόδια, με το ειδικά τροποποιημένο πλοκάμι των αρσενικών για μεταφορά σπέρματος να παραμένει κρυμμένο, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι έχουν μόνο επτά.
«Πιθανότατα το πρώτο δείγμα παρατηρήθηκε να έχει επτά πλοκάμια και το όνομα έμεινε», εξήγησε η Σμιθ στη Daily Mail.
Το είδος θεωρείται «εντυπωσιακό και σπάνια καταγεγραμμένο», με ακόμη λιγότερες εμφανίσεις στην βορειοανατολική Σκωτία από το γιγάντιο καλαμάρι.

Προς το παρόν, τα υπολείμματα του χταποδιού φυλάσσονται στην κατάψυξη της Δρ Σμιθ μέχρι «το όχι πολύ μακρινό μέλλον», για να μελετηθούν και να διατηρηθούν στο Πανεπιστήμιο του Aberdeen, στο TRACE Wildlife Forensics Network, στο Εθνικό Μουσείο Σκωτίας και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου.






