Οι τιμές βασικών τροφίμων, όπως φρούτα, καφές και μοσχαρίσιο κρέας, αυξάνονται σημαντικά λόγω της κλιματικής αλλαγής, με αποτέλεσμα ένα κύμα ανατιμήσεων που προκαλεί ανησυχία στους καταναλωτές.
Η κλιματική κρίση επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή, οδηγώντας σε αυξήσεις τιμών που καταγράφονται σε προϊόντα όπως τα κεράσια, ο καφές, τα φρέσκα ψάρια και το βόειο κρέας.
Παρά τις προσπάθειες συγκράτησης των τιμών από το υπουργείο Ανάπτυξης, οι ανατιμήσεις συνεχίζονται, ενώ οι διεθνείς συνθήκες, όπως οι δασμοί και η μειωμένη παραγωγή, επιδεινώνουν την κατάσταση.
Οι αυξήσεις αναμένεται να συνεχιστούν, επηρεάζοντας την αγορά για τουλάχιστον ενάμιση χρόνο ακόμη.
Πιο αναλυτικά
Σε ανοδική τροχιά βρίσκονται οι τιμές βασικών τροφίμων, με την κλιματική κρίση να αφήνει έντονο αποτύπωμα στην παραγωγή τους, όπως αναφέρει ο «Ελεύθερος Τύπος» της Κυριακής.
Οι προειδοποιήσεις στελεχών της αγοράς τροφίμων ήδη από τις αρχές του έτους, όταν ακόμη ο πληθωρισμός κινούνταν σε αρνητικό έδαφος, φαίνεται να επιβεβαιώνονται, καθώς οι ανατιμήσεις συνδέονται άμεσα με ακραία καιρικά φαινόμενα.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιούλιο αποτυπώνουν την κατάσταση, με τον γενικό δείκτη τιμών να ανεβαίνει στο 2,8%, δηλαδή μισή ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα σε σχέση με τον Ιούνιο.
Στην κορυφή των αυξήσεων βρέθηκαν τα φρούτα, με άνοδο 19,3% σε ετήσια βάση, ενώ ακολούθησε ο καφές με 16,8%.
Σημαντικές ανατιμήσεις καταγράφηκαν επίσης στα νωπά ψάρια (7%), σε σοκολάτες, γλυκά και παγωτά (6,4%) καθώς και στα κρέατα (6,2%).
«Οι δύο κατηγορίες που ξεπέρασαν τα όρια της ανόδου τον Ιούλιο ήταν τα φρούτα και ο καφές, προϊόντα τα οποία επηρεάζονται αρνητικά από την κλιματική κρίση. Η παραγωγή τους καταγράφει σημαντικά προβλήματα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Δυστυχώς, είναι ένας αστάθμητος παράγοντας και δεν μπορούμε να προβλέψουμε αν και πότε θα σταματήσει αυτή η κούρσα ανόδου», δηλώνει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής υψηλόβαθμο στέλεχος του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, σημειώνοντας πάντως ότι ο πληθωρισμός τροφίμων στη χώρα μας παραμένει χαμηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης τους τελευταίους 8-10 μήνες.
Από τον Φεβρουάριο, το υπουργείο Ανάπτυξης είχε καλέσει τη βιομηχανία τροφίμων, τις πολυεθνικές και τα σούπερ μάρκετ να συγκρατήσουν τις τιμές, μειώνοντας το περιθώριο κέρδους τους.
Ωστόσο, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τα όρια που έθετε το πλαφόν στα κέρδη καθιστούσαν κάτι τέτοιο πρακτικά αδύνατο. Παρά την κατάργηση του μέτρου στα τέλη Ιουνίου, τον Ιούλιο οι τιμές τροφίμων επιταχύνθηκαν εκ νέου, προκαλώντας ανησυχία στους καταναλωτές για την πορεία των τιμών το επόμενο διάστημα.
Κεράσια και βερίκοκα από… «χρυσάφι»
Σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής», τα φρούτα βρέθηκαν στην κορυφή των ανατιμήσεων το φετινό καλοκαίρι, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κεράσια και τα βερίκοκα, των οποίων η τιμή σε αρκετές περιπτώσεις αυξήθηκε πάνω από 30%.
Η μειωμένη παραγωγή σε πολλές περιοχές της χώρας αποδίδεται στις έντονες μεταβολές της θερμοκρασίας, στους παγετούς, αλλά και στις βροχοπτώσεις κατά την περίοδο της ανθοφορίας.

«Πικρές» όλες οι ποικιλίες καφέ
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας, έως και 20% ακριβότερος πωλείται ο καφές από τις αρχές του έτους, καθώς οι αυξήσεις που σημειώθηκαν στη διεθνή τιμή του προϊόντος -η οποία έχει διπλασιαστεί σε σχέση με το 2024- πέρασαν πλέον και στα ράφια.
Η άνοδος αυτή αποδίδεται στη μειωμένη παραγωγή σε Βραζιλία και Βιετνάμ, εξαιτίας της ξηρασίας που έπληξε τις καλλιέργειες.
Παρά την πτώση της τιμής της ποικιλίας Αράμπικα από το ιστορικό υψηλό των 4,33 δολαρίων η λίβρα τον Φεβρουάριο στα 2,7 δολάρια τον Μάιο, η πορεία αντιστράφηκε τον Αύγουστο, με την τιμή να αγγίζει ξανά τα 3,14 δολάρια.
Ανάλογες διακυμάνσεις εμφανίζει και η ποικιλία Ρομπούστα στο Λονδίνο: από το ρεκόρ των 573 δολαρίων ο τόνος τον Φεβρουάριο, έπεσε στα 317 δολάρια τον Μάιο, για να ξαναφτάσει στα 371 δολάρια.
Διεθνή πρακτορεία επισημαίνουν ότι αυτή η τακτική των παραγωγών συνδέεται με την πολιτική και εμπορική αβεβαιότητα, αλλά και με τη μείωση της παραγωγής, η οποία κυμαίνεται από 15% έως 30%.
Στην εικόνα της αγοράς προστίθενται οι αμερικανικοί δασμοί 50% στις εισαγωγές από τη Βραζιλία, που δεν εξαιρούν τον καφέ, γεγονός που, όπως σημειώνεται, «έχει εγείρει αμφιβολίες για τις προοπτικές των εξαγωγών και έχει οδηγήσει τους Αμερικανούς εισαγωγείς να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις εν αναμονή περαιτέρω διευκρινίσεων».
Στην ελληνική αγορά, η τιμή του στιγμιαίου καφέ (200 γραμμάρια) ανέβηκε από τα 7,74 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2024 στα 9,38 ευρώ σήμερα, σημειώνοντας αύξηση 21,2%.

Ακρίβυνε ο γαύρος και η σαρδέλα
Ανοδική πορεία καταγράφουν οι τιμές στα φρέσκα ψάρια, με μεγαλύτερες αυξήσεις να σημειώνονται στον γαύρο και τη σαρδέλα.
Όπως αναφέρει ο Κυριακάτικος «Ελεύθερος Τύπος», η μείωση της παραγωγής αποδίδεται στην κλιματική κρίση και στις υψηλές θερμοκρασίες των θαλασσών.
Χαρακτηριστικά, η τιμή του γαύρου, που πέρυσι κυμαινόταν μεταξύ 6,5 και 7 ευρώ το κιλό, φέτος διαμορφώνεται στα 8 με 8,5 ευρώ. Αντίστοιχα, η σαρδέλα έχει παρουσιάσει άνοδο άνω του 100% την τελευταία διετία: από 5 ευρώ το 2023 και 6,5 ευρώ το 2024, πλέον φτάνει στα 10 με 11,50 ευρώ το κιλό.
Το κύμα ανατιμήσεων αναμένεται να συνεχιστεί για τουλάχιστον ενάμιση χρόνο ακόμη, μέχρι να εξισορροπηθεί η εγχώρια παραγωγή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς.
Αύξηση τιμών όμως καταγράφεται και στα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας. Η τσιπούρα διαμορφώνεται φέτος στα 11,50 ευρώ το κιλό, από 9,5 ευρώ πέρυσι, ενώ το λαβράκι αγγίζει ακόμη και τα 14 ευρώ, έναντι 11,5 ευρώ το 2024.

Ανατιμήσεις στο βόειο κρέας λόγω… μεθανίου
Αισθητές αυξήσεις καταγράφονται το τελευταίο διάστημα και στο βόειο κρέας. Όπως αναφέρει ο «Ε.Τ.», η τιμή για 1 κιλό σπάλα έχει φτάσει στα 15,8 ευρώ, όταν στα τέλη του 2024 βρισκόταν στα 11,9 ευρώ το κιλό.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι οι αυξήσεις δεν θα σταματήσουν εδώ, καθώς τα μέτρα που προωθούνται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της «πράσινης μετάβασης» αναμένεται να επηρεάσουν περαιτέρω την παραγωγή.
Οι επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι εκπομπές μεθανίου από τα βοοειδή αποτελούν σημαντική πηγή που τροφοδοτεί την κλιματική αλλαγή.
Αυτός είναι και ο λόγος που σε ευρωπαϊκό επίπεδο προωθούνται περιορισμοί στην εκτροφή, κάτι που σύμφωνα με τις προβλέψεις θα επιφέρει μείωση της παραγωγής κρέατος και γάλακτος και, κατά συνέπεια, νέες αυξήσεις στις τιμές.

Η ξηρασία ανεβάζει την τιμή του κακάο
Η χρηματιστηριακή τιμή του κακάο ανέβηκε στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη Ιουνίου, φτάνοντας τους 9.200 δολάρια ο τόνος, μετά από πτώση ακόμη και στα 7.130 δολάρια τον Ιούλιο, και με προηγούμενο ιστορικό υψηλό τα 12.600 δολάρια τον Φεβρουάριο.
Οι αυξήσεις αυτές επηρεάζουν άμεσα τις τιμές των σοκολατών αλλά και προϊόντων που περιέχουν σοκολάτα, όπως δημητριακά και σνακ, με τις τιμές να είναι έως και 20% υψηλότερες σε σχέση με πέρυσι.
Η άνοδος αποδίδεται στη μειωμένη παραγωγή λόγω της ξηρασίας στις κύριες χώρες παραγωγής, Γκάνα και Ακτή Ελεφαντοστού.
Παράλληλα, η νέα αύξηση της διεθνούς τιμής συνδέεται με τους αυξημένους κινδύνους εφοδιασμού στην Ακτή Ελεφαντοστού και τους αμερικανικούς δασμούς.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, οι αφίξεις κακάο στα λιμάνια της Ακτής Ελεφαντοστού ανήλθαν σε 1,64 εκατομμύρια τόνους από την 1η Οκτωβρίου έως τις 10 Αυγούστου, μειωμένες κατά 2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η μείωση αυτή συνδέεται με χαμηλές θερμοκρασίες και βροχοπτώσεις κάτω του μέσου όρου, αυξάνοντας τους φόβους για πιθανές ζημιές στη συγκομιδή Οκτωβρίου-Μαρτίου.
Παράλληλα, προειδοποιούν ότι οι δασμοί ενδέχεται να επηρεάσουν την αλυσίδα εφοδιασμού, ιδιαίτερα για τους μεγάλους εισαγωγείς, με αποτέλεσμα νέες πιέσεις στις τιμές του κακάο και των προϊόντων σοκολάτας.
Συνοπτικά
- Οι τιμές βασικών τροφίμων αυξάνονται σημαντικά λόγω της κλιματικής αλλαγής, επηρεάζοντας φρούτα, καφέ και κρέας.
- Η κλιματική κρίση οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή και ακραίες καιρικές συνθήκες, αυξάνοντας τις τιμές σε διάφορα προϊόντα.
- Παρά τις προσπάθειες συγκράτησης τιμών, οι διεθνείς συνθήκες επιδεινώνουν την κατάσταση, με τις αυξήσεις να αναμένεται να συνεχιστούν.
- Αυξήσεις καταγράφονται επίσης σε φρέσκα ψάρια και βόειο κρέας, με τις τιμές να συνεχίζουν ανοδικά λόγω περιβαλλοντικών περιορισμών.