Στο Συμβούλιο της Επικρατείας εξετάστηκε η προσφυγή δημόσιου υπαλλήλου κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης για τα επιδόματα εορτών και αδείας των ετών 2023 και 2024.
Η ΑΔΕΔΥ υποστηρίζει ότι η μη επαναφορά των επιδομάτων, παρά την οικονομική βελτίωση, παραβιάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις αρχές της ισότητας, ενώ οι εκπρόσωποι του Δημοσίου αντέτειναν ότι η απόφαση για την επαναφορά τους υπερβαίνει τις αρμοδιότητες του ΣτΕ και θα επιφέρει σημαντικό δημοσιονομικό κόστος.
Η υπόθεση αναδεικνύει τις διαφορές μεταχείρισης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και τις επιπτώσεις τους στους μισθούς των εργαζομένων.
Πιο αναλυτικά
της Άννας Κανδύλη
Στο ΣτΕ έχει προσφύγει μόνιμος δημόσιος υπάλληλος που άσκησε αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να του καταβάλει αποζημίωση που αντιστοιχεί στα επιδόματα εορτών και αδείας ετών 2023 και 2024. Η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά από αίτηση της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., η οποία έχει ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος.
Η εισήγηση
Κατά τη σημερινή διαδικασία οι δύο πλευρές ανέπτυξαν τα επιχειρήματα τους αφού πρώτα άκουσαν την εισήγηση του συμβούλου επικρατείας Ιωάννη Μιχαλακόπουλου.
Ειδικότερα, ο εισηγητής μεταξύ των άλλων, ανέφερε:
– Σε ό,τι αφορά την οδηγία 2022/2041, παρατηρείται ότι αυτή έχει μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 5163/2024, ο οποίος καταλαμβάνει (άρ. 3 παρ. 1) και τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης του ν. 5045/2023 παρέλειψε να ενσωματώσει τα επίμαχα επιδόματα στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κατά παράβαση σαφών ορισμών (άρ. 6 παρ. 1) της Οδηγίας αυτής, την οποία πλημμελώς μετέφερε κατ’ αυτόν ο ν. 5163/2024 και η οποία επιτάσσει ίση μεταχείριση των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα -και μάλιστα από την άποψη της (επιδιωκτέας, ισάξιας, εν όψει του εκάστοτε κόστους διαβίωσης) αγοραστικής δύναμης των κατωτάτων μισθών [άρ. 5 παρ. 2 (α) αυτής]. Έτσι, ο τρόπος καθορισμού (νομοθετικώς) του κατωτάτου μισθού στον δημόσιο τομέα καταλήγει στο αποδοκιμαζόμενο από την Οδηγία αποτέλεσμα να υφίστανται δυσμενή εις βάρος τους διάκριση οι μισθοδοτούμενοι βάσει του ν. 5045/2023 έναντι των εργαζομένων με σχέση εξηρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Τούτο δε, διότι, προκειμένου για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, τα επιδόματα εορτών και αδείας αποτελούν αναπόσπαστο εγγυημένο τμήμα των μηνιαίων αποδοχών τους, συνδιαμορφώνοντας τον κατώτατο εγγυημένο μισθό τους, πράγμα που δεν συμβαίνει στους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους. Από αυτήν την άποψη ο ενάγων θεωρεί ότι δεν θεραπεύεται η πλημμέλεια της εσφαλμένης μεταφοράς της Οδηγίας από την ρύθμιση που εισήγαγε το άρ. 14 του ν. 5163/2024 και η οποία προβλέπει μία υπό προϋποθέσεις αναπροσαρμογή των βασικών μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά ποσό ίσο με την ονομαστική αύξηση του κατωτάτου μισθού σύμφωνα την εργατική νομοθεσία [άρθρα 134 παρ. 1, 134Γ παρ. 1 (α) του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου]».
-Επικουρικώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το άρ. 5 παρ. 1, 2 (και παρ. 6) της Οδηγίας επιβάλλει στα Κράτη – Μέλη την επικαιροποίηση των νομίμων κατωτάτων μισθών και ότι -με δεδομένη την έκλειψη των λόγων που είχαν επιβάλει την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αργίας των δημοσίων υπαλλήλων δυνάμει του ν. 4093/2012 αυτή, η κατά την Οδηγία επικαιροποίηση, επιβάλλει άνευ ετέρου την εκ νέου επαναφορά της καταργηθείσας σχετικής ρύθμισης του άρ. 9 ν. 3205/2003 (ως ίσχυε). Με την ίδια θεμελίωση -ή με επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας- ζητείται επικουρικά η επιδίκαση των αγωγικών ποσών με βάση τους σχετικούς ορισμούς των άρθρων 136 και 213 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου».
-Το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι από τη μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους εκπαιδευτικούς του δημοσίου τομέα, όπως ο ενάγων, δεν παραβιάζονται οι αρχές της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος). Κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου οι υπάλληλοι και οι λειτουργοί που συνδέονται με το Δημόσιο και τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα με δημοσίου δικαίου σχέση, ουδόλως εμπίπτουν στις ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 135, 136 και 213 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ως προς τις μισθολογικές τους απολαβές διέπονται από τις διατάξεις (του ν. 4354/2015 και ήδη και) του ν. 5045/2023, κατά περίπτωση δε και από αυτές των λεγομένων «ειδικών μισθολογίων» και αποτελούν διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι συνδέονται με τον εργοδότη τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.
Εξ άλλου, το εναγόμενο επικαλείται ότι, λόγω της σαφούς διαφοροποίησης των ως άνω δύο κατηγοριών, κρίνεται παγίως ότι η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος, περί δικαιώματος ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας εφαρμόζεται μόνο στους εργαζόμενους με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και όχι σε υπαλλήλους με δημοσίου δικαίου εργασιακή σχέση, καθώς η διαφορετική μεταχείριση οφείλεται στις ανόμοιες συνθήκες πρόσληψης, υπηρεσιακής εξέλιξης και λύσης της υπηρεσιακής σχέσης ως εκ της ιδιαίτερης υπηρεσιακής κατάστασης και της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων κατ’ άρθρο 103 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι, όπως το Δημόσιο ισχυρίζεται, παγίως κρίνεται ότι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα, λόγω των διαφορετικών εν γένει συνθηκών υπό τις οποίες τελούν στο πλαίσιο και της ιδιαίτερης υπηρεσιακής κατάστασης που απολάβουν κατ’ άρθρο 103 του Συντάγματος (ως προς την πρόσληψη, την υπηρεσιακή εξέλιξη, τη μονιμότητα, τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης), δεν τελούν υπό τις ίδιες ή έστω παρόμοιες συνθήκες παροχής των υπηρεσιών τους με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, με συνέπεια να παρίσταται επιτρεπτή, εκτός των άλλων, και η μη θεσμοθέτηση επιδομάτων εορτών και αδείας στους εργαζομένους του δημοσίου τομέα. Εν κατακλείδι, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή, καθ’ ο μέρος ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 135, 136 και 213 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, των οποίων την ευθεία ή ανάλογη εφαρμογή διώκει, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη».
Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών
Η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ υποστήριξε ότι τα επιδόματα καταργήθηκαν το 2012 λόγω των οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα. Σήμερα όμως, παρόλο που υπάρχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα και οι συνθήκες είναι διαφορετικές, δεν επαναφέρονται. Αυτό σημείωσε, αποτελεί παράλειψη της Πολιτείας προκειμένου οι δημόσιοι υπάλληλοι να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η Ευρωπαϊκή νομοθεσία και η συνταγματική αρχή της ισότητας. Από την πλευρά των προσφευγόντων υποστηρίζεται επίσης ότι η μη επαναφορά δημιουργεί δυσμενή διάκριση έναντι των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα, παραβιάζοντας τις αρχές της ανθρώπινης αξίας, της ισότητας, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας.
Οι δικηγόροι του Δημοσίου ανέφεραν μεταξύ άλλων, ότι η ΑΔΕΔΥ ζητεί στην ουσία να νομοθετήσει η Πολιτεία για να επανέλθουν τα δώρα και διατύπωσαν το ερώτημα αν έχει αρμοδιότητα το ΣτΕ να το κρίνει αυτό καθώς το Δικαστήριο κατά αυτό τον τρόπο υπεισέρχεται πλέον στο νομοθετικό πλαίσιο. Ανέφεραν δε ότι η επαναφορά των δώρων θα έχει μόνιμο ετήσιο δημοσιονομικό κόστος 1,37 δισ. ευρώ χωρίς εργοδοτικές εισφορές και συνολικώς 1,55 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών.