Μια θεαματική ληστεία στο Λούβρο, που πραγματοποιήθηκε από τέσσερις δράστες και είχε ως αποτέλεσμα την κλοπή ανεκτίμητων κοσμημάτων, έχει προκαλέσει σοκ στο Παρίσι και συγκρίσεις με τη δημοφιλή σειρά του Netflix, «Lupin».
Η σειρά, εμπνευσμένη από τον χαρακτήρα του Αρσέν Λουπέν, παρουσιάζει τον ήρωα Ασάν Ντιόπ να σχεδιάζει μια παρόμοια ληστεία στο ίδιο μουσείο.
Το περιστατικό αναβιώνει τη γοητεία του «ευγενή λωποδύτη» και φέρνει στο προσκήνιο την ιστορική κλοπή της «Μόνα Λίζα» το 1911.
Οι γαλλικές αρχές έχουν ξεκινήσει ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραστών, ενώ η ληστεία έχει αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για τη σειρά, η οποία είχε σημειώσει παγκόσμια επιτυχία.
Πιο αναλυτικά
Οι κάτοικοι του Παρισιού, το πρωί της Κυριακής (19/10), ξύπνησαν ως κομπάρσοι σε σκηνές που θύμιζαν επεισόδιο του «Lupin». Η θεαματική ληστεία στο Λούβρο, όπου τέσσερα άτομα άρπαξαν ανεκτίμητα κοσμήματα μέσα μόλις σε επτά λεπτά, έχει προκαλέσει σοκ στη γαλλική πρωτεύουσα και αναπόφευκτες συγκρίσεις με τη δημοφιλή σειρά του Netflix, στην οποία ο ήρωας σχεδιάζει ένα εξίσου παράτολμο χτύπημα μέσα στο ίδιο μουσείο.
Την Κυριακή, τέσσερις δράστες πραγματοποίησαν μια τολμηρή ληστεία στο Λούβρο του Παρισιού, αφαιρώντας οκτώ αντικείμενα «ανεκτίμητης πολιτιστικής αξίας» από το διάσημο μουσείο. Η πόλη έχει συγκλονιστεί από το περιστατικό στο αγαπημένο της μουσείο, που υποδέχεται δεκάδες χιλιάδες τουρίστες καθημερινά.

Καθώς η γαλλική αστυνομία έχει ξεκινήσει ανθρωποκυνηγητό για τους δράστες, το περιστατικό συγκρίθηκε αμέσως με το «Lupin», τη σειρά-φαινόμενο του Netflix που αναβιώνει τη γοητεία του «ευγενή λωποδύτη» της γαλλικής λογοτεχνίας.
Η σειρά «Lupin»
Η σειρά «Lupin», δημιουργία του Βρετανού σεναριογράφου Τζορτζ Κέι και εμπνευσμένη από τον εμβληματικό χαρακτήρα του Αρσέν Λουπέν, συνδυάζει την κομψότητα του «Ocean’s Eleven» (Συμμορία των 11) με τη μυθιστορική παράδοση 115 χρόνων που ξεκινά το 1905, όταν ο συγγραφέας Maurice Leblanc επινόησε τον διάσημο ήρωά του, αναφέρει ο Guardian.
Πρωταγωνιστής είναι ο χαρισματικός Ομάρ Σι, ο οποίος υποδύεται τον Ασάν Ντιόπ: έναν απατεώνα με χρυσή καρδιά, αφοσιωμένο θαυμαστή του Λουπέν, που μετατρέπει την ευφυΐα και το κύρος του σε ακαταμάχητη τέχνη εξαπάτησης.
Η σειρά αποτέλεσε παγκόσμια επιτυχία στις αρχές του 2021, φτάνοντας στο top 10 των πιο δημοφιλών σειρών στις περισσότερες χώρες όπου προβλήθηκε.
Εμπνευσμένη από τα βιβλία του Leblanc, αφηγείται την ιστορία ενός σύγχρονου «τζέντλεμαν κλέφτη» και περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία μιας επιτυχίας: εντυπωσιακή ληστεία στο Λούβρο, συναρπαστικούς και ανθρώπινους χαρακτήρες και μαγευτικά πλάνα από το Παρίσι.
Επεισόδιο 1: Η ληστεία στο Λούβρο
Στο πρώτο κιόλας επεισόδιο, ο Ασάν Ντιόπ καταστρώνει ένα εξίσου παράτολμο σχέδιο με τη ληστεία της Κυριακής: να κλέψει το περιδέραιο της Μαρίας Αντουανέτας, που θεωρούνταν χαμένο επί 25 χρόνια και επρόκειτο να δημοπρατηθεί.

Ο Ντιόπ, όπως αποκαλύπτεται, είναι πολύ πιο έξυπνος απ’ όσο νομίζουν όσοι τον περιβάλλουν – θαυμαστής του Αρσέν Λουπέν, του τζέντλεμαν λωποδύτη με το μονόκλ και το ημίψηλο καπέλο, μετατρέπει τη ληστεία σε πράξη εκδίκησης και αυτοδικίας.
Το Λούβρο παίζει κεντρικό ρόλο στο ξεκίνημα της σειράς. Εκεί γνωρίζουμε τον Ντιόπ, τον κλέφτη με την καλή καρδιά, που αποφασίζει να κλέψει το περιδέραιο της Βασίλισσας για να εκδικηθεί τον άδικο στιγματισμό του πατέρα του, ο οποίος είχε κατηγορηθεί ψευδώς για την κλοπή του 25 χρόνια νωρίτερα.
Η σειρά αποτελεί παράλληλα έναν φόρο τιμής στο πιο πολυσύχναστο μουσείο του κόσμου, με υποβλητικά νυχτερινά πλάνα της φωτισμένης πυραμίδας του οραματιστή αρχιτέκτονο Ιεό Μινγκ Πέι και περάσματα από την περίφημη αίθουσα όπου εκτίθεται η Μόνα Λίζα.
Ακόμα πιο συναρπαστικές είναι οι σκηνές που αποκαλύπτουν το «παρασκήνιο» του Λούβρου: υπόγειους διαδρόμους, κρυφές εισόδους και μυστικές διαδρομές που θυμίζουν τον κόσμο του ίδιου του Λουπέν.
Στην πλοκή, ο Ντιόπ παρουσιάζεται ως καθαριστής του μουσείου, μια ταυτότητα που του επιτρέπει να κινείται απαρατήρητος και να μελετήσει κάθε λεπτομέρεια της ληστείας του. Οι σκηνές αυτές, που γυρίστηκαν μέσα στο πραγματικό Λούβρο, δίνουν αυθεντικότητα στη σειρά: με τη σφουγγαρίστρα στο χέρι, ο ήρωας διασχίζει τις κύριες αίθουσες, περνώντας μπροστά από τον πίνακα «Η Ελευθερία Οδηγεί τον Λαό» του Ντελακρουά και τον γιγαντιαίο πίνακα του Βερονέζε «Γάμος στην Κανά».
Σταματά μόνο μπροστά στη «Μόνα Λίζα», του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, πίσω από το αλεξίσφαιρο γυαλί της. Εκεί, της χαμογελά, απολαμβάνοντας το προνόμιο να στέκεται τόσο κοντά στο πιο διάσημο έργο τέχνης του κόσμου, χωρίς το πλήθος των επισκεπτών που συρρέουν για να τη θαυμάσουν και να βγάλουν μια selfi μαζί της.

Οι Αρχές «έφτασαν πολύ αργά»
Οι δημιουργοί του «Lupin» φαίνεται πως είχαν στο μυαλό τους και ένα πραγματικό περιστατικό που στιγμάτισε την ιστορία του Λούβρου: την κλοπή της «Μόνα Λίζα» το 1911. Ο δράστης, Βιντσέντσο Περούτζια, υπάλληλος του μουσείου, είχε κρυφτεί σε μια ντουλάπα όλη τη νύχτα, αφαίρεσε τον πίνακα από το πλαίσιο του και απλώς βγήκε από το κτίριο το επόμενο πρωί, έχοντας κρύψει τον πίνακα κάτω από το παλτό του.
Χρειάστηκαν σχεδόν 24 ώρες μέχρι να γίνει αντιληπτή η απουσία του έργου, και, ειρωνικά, ήταν αυτή η ίδια ληστεία που έκανε τη «Μόνα Λίζα» τόσο διάσημη: περισσότεροι άνθρωποι συνέρρευσαν τότε για να δουν το κενό στον τοίχο απ’ όσους την είχαν δει ποτέ πριν.
Οι υποψίες τότε για τον δράστη έφτασαν μέχρι τον θρυλικό τραπεζίτη Τζ.Π. Μόργκαν και τον Κάιζερ Γουλιέλμο (Γερμανός Αυτοκράτορας), ενώ η αστυνομία ανέκρινε τόσο τον Γκυγιώμ Απολλιναίρ (Γάλλος ποιητής, συγγραφέας και κριτικός τέχνης) όσο και τον Πάμπλο Πικάσο, αναφέρει το Apollo Magazine.
Ο Περούτζια συνελήφθη τελικά 28 μήνες αργότερα, όταν προσπάθησε να πουλήσει τον πίνακα σε έναν έμπορο τέχνης στη Φλωρεντία – σε μια ειρωνική σύμπτωση, η Εισαγγελέας του Παρισιού ανάφερε ότι η ληστεία της Κυριακής ίσως «να έγινε κατόπιν παραγγελίας κάποιου συλλέκτη». Ωστόσο, ο Περούτζια πίστευε, λανθασμένα, ότι ο πίνακας είχε κλαπεί από την Ιταλία από τον Ναπολέοντα και ότι έπρεπε να επιστραφεί στη χώρα του Ντα Βίντσι.
Όσο για τον τηλεοπτικό Ασάν Ντιόπ, ο ίδιος στέκεται άνετα ως διάδοχος αυτού του θρυλικού «ευγενή ληστή», ένας ήρωας που, όπως έγραψε και ο Leblanc το 1906 στην ιστορία «Ο Σέρλοκ Χολμς φτάνει πολύ αργά», την οποία αναγκάστηκε αργότερα να μετονομάσει σε «Χέρλοκ Σολμς» μετά τις αντιδράσεις του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, φέρνει πάντα τη γοητεία και τη φαντασία εκεί όπου κυριαρχεί η λογική.
Όπως τότε, σε εκείνη την ιστορία, όπου ο Σέρλοκ έφτασε «πολύ αργά», έτσι έγινε κι αυτή τη φορά, καθώς οι αρχές αναζητούν τους δράστες, οι οποίες διέφυγαν από την ίδια διαδρομή. Τώρα, περίπου 60 ερευνητές από την Δικαστική Αστυνομία του Παρισιού, από την Ταξιαρχία Καταστολής Ληστείας (BRB) και το Κεντρικό Γραφείο Καταπολέμησης της Παράνομης Διακίνησης Πολιτιστικών Αγαθών (OCBC), έχουν ήδη κινητοποιηθεί.
