Το άρθρο αναλύει τις επιπτώσεις της πιθανής εγκατάλειψης του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παύση πώλησης νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης έως το 2035.
Σύμφωνα με μελέτη της περιβαλλοντικής οργάνωσης Transport & Environment (T&E), η μη επίτευξη του στόχου αυτού θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια έως 1 εκατομμυρίου θέσεων εργασίας στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία και σε μείωση της συμβολής του κλάδου στην οικονομία κατά 90 δισ.
ευρώ έως το 2035.
Παρά τις πολιτικές πιέσεις και γεωπολιτικές αναταράξεις, η έκθεση τονίζει ότι η εφαρμογή του σχεδίου θα μπορούσε να ενισχύσει τη βιομηχανική ισχύ της ΕΕ και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στον τομέα της καθαρής κινητικότητας, καθιστώντας την Ευρώπη ηγέτη στην παγκόσμια αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Πιο αναλυτικά
Ένα από τα πιο φιλόδοξα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα -ο τερματισμός της πώλησης νέων αυτοκινήτων και βαν με κινητήρες εσωτερικής καύσης έως το 2035- αποτελεί πλέον αντικείμενο αμφισβήτησης, κυρίως λόγω πολιτικών πιέσεων και γεωπολιτικών αναταράξεων.
Όμως, σύμφωνα με νέα μελέτη της περιβαλλοντικής οργάνωσης Transport & Environment (T&E), ενδεχόμενη υπαναχώρηση από τον στόχο αυτό θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία.
Όπως αναφέρει η έκθεση που δημοσιεύθηκε την Τρίτη (8/7), η Ευρώπη θα μπορούσε να ανακτήσει τα επίπεδα παραγωγής που είχε μετά την οικονομική κρίση του 2008 -δηλαδή περίπου 16,8 εκατ. οχήματα ετησίως- εφόσον διατηρηθεί ο στόχος του 2035 και εφαρμοστούν παράλληλα βιομηχανικές πολιτικές στήριξης για την ενίσχυση της μετάβασης. Η T&E εκτιμά ότι αν η ΕΕ παραμείνει προσηλωμένη στον σχεδιασμό της, η συνολική συμβολή της αλυσίδας αξίας της αυτοκινητοβιομηχανίας στην ευρωπαϊκή οικονομία θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 11% έως το 2035.
Η εγκατάλειψη του στόχου για μηδενικές εκπομπές το 2035 θα κόστιζε έως 1 εκατ. θέσεις εργασίας στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία
Αντιθέτως, η έλλειψη μιας ολοκληρωμένης βιομηχανικής στρατηγικής και η υπαναχώρηση από τη δέσμευση για μηδενικές εκπομπές σε νέα αυτοκίνητα και βαν από το 2035 θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια έως και 1 εκατομμυρίου θέσεων εργασίας στον ευρύτερο κλάδο και στην ακύρωση των 2/3 των προγραμματισμένων επενδύσεων σε εργοστάσια μπαταριών.
Επιπλέον, σύμφωνα με την T&E, μια τέτοια πορεία θα μπορούσε να περιορίσει τη συμβολή του κλάδου στην οικονομία της ΕΕ κατά €90 δισ. έως το 2035.
Η Julia Poliscanova, Senior Director for Vehicles & Emobility Supply Chains της T&E, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Είναι μια στιγμή “όλα ή τίποτα” για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία, καθώς ο ανταγωνισμός για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, μπαταριών και φορτιστών είναι αδυσώπητος».
Η έκθεση έρχεται σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία. Οι κατασκευαστές της ΕΕ ήδη δοκιμάζονται από το υψηλό κόστος παραγωγής σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους σε Κίνα και ΗΠΑ, ενώ η επιβολή δασμών 25% από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, στις εισαγωγές αυτοκινήτων στις ΗΠΑ, έχει οδηγήσει αρκετούς Ευρωπαίους κατασκευαστές να αναθεωρήσουν ή και να αποσύρουν τις προβλέψεις τους για το 2025.
Στο μεταξύ, παρά τις πιέσεις από τη βιομηχανία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστήριξε μεν τον Μάιο την χαλάρωση ορισμένων στόχων CO₂, όμως μέχρι στιγμής δεν έχει αναιρέσει τη βασική νομοθεσία που προβλέπει το τέλος των πωλήσεων αυτοκινήτων με θερμικούς κινητήρες από το 2035.
Η μελέτη της T&E καταλήγει ότι η μετάβαση δεν είναι απαραίτητα συνώνυμο με απώλειες. Οι πιθανές μετατοπίσεις θέσεων εργασίας στην παραδοσιακή παραγωγή οχημάτων θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν από τη δημιουργία 100.000 νέων θέσεων στην παραγωγή μπαταριών έως το 2030 και 120.000 στον τομέα των υποδομών φόρτισης έως το 2035, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει σταθερό ρυθμιστικό και επενδυτικό πλαίσιο.
Το διακύβευμα είναι σαφές: Αν η ΕΕ επιμείνει στον στόχο του 2035 και τον πλαισιώσει με στοχευμένες πολιτικές, θα μπορέσει όχι μόνο να διατηρήσει τη βιομηχανική της ισχύ, αλλά και να πρωταγωνιστήσει στη νέα εποχή της καθαρής κινητικότητας. Αν όχι, κινδυνεύει να χάσει το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας ταυτόχρονα.
Πηγή: Reuters