Το άρθρο εξετάζει τη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ., εστιάζοντας στη χρήση χάλυβα από τους Σπαρτιάτες και τις στρατηγικές τους.
Παρά τις ανακρίβειες σε ιστορικές πηγές, όπως του Ηροδότου, το άρθρο υποστηρίζει ότι οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν χάλυβα για την κατασκευή των όπλων τους, κυρίως των δοράτων, γεγονός που συνέβαλε στην υπεροχή τους έναντι των Περσών.
Επιπλέον, αναφέρεται στη σημασία των μυστικών επιχειρήσεων και της στρατηγικής σκέψης των Σπαρτιατών, οι οποίοι είχαν αναπτύξει προηγμένες τακτικές και ειδικές επιχειρήσεις, όπως η απόπειρα δολοφονίας του Ξέρξη.
Το άρθρο καταλήγει ότι η σπαρτιατική πολεμική μηχανή, σε συνδυασμό με την ελληνική ένοπλη προσπάθεια, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον Β' Μηδικό Πόλεμο.
Πιο αναλυτικά
Ο Ηρόδοτος υπολογίζει τις περσικές απώλειες στις Θερμοπύλες σε 20.000 περίπου.
Tο σημαντικότερο, στις Πλαταιές δεν αναφέρονται διακριθέντες Έλληνες πελταστές, ενώ σίγουρα ο «κατάφρακτος Μαρδόνιος» δεν «γκρεμίστηκε» από Πελταστή.
Όμως, οι ανακρίβειες αυτές δεν ακυρώνουν τη βασική θέση του άρθρου: οι Σπαρτιάτες όντως γνώριζαν το χάλυβα, τον χρησιμοποιούσαν για να κατασκευάσουν τα ξίφη τους, και αυτό εξηγεί μερικώς την υπεροχή τους, τις μεγάλες απώλειες των Περσών στις Θερμοπύλες και, μερικώς πάλι, την ξενοφοβία τους.
Η εγκυρότητα της θέσης αυτής έχει ελεγχθεί επιστημονικά. Μελέτες που έγιναν το 1961 σε σιδηρά σπαρτιατικά νομίσματα της εποχής (πιθανώς του 670 π.Χ.) απέδειξαν, σύμφωνα με τον Αμερικανό δρα Λ. Μπορστ, ότι ήταν φτιαγμένα και από χάλυβα, όχι απλώς από σίδερο.
Εκτός της αναλυτικής αρχαιολογίας, η συγκριτική φιλολογία αποδεικνύει το ίδιο: οι μύθοι για την σπαρτιατική υπεροπλία, συνδυαζόμενοι με τους χρησμούς που την «επιβεβαίωναν» (στον Ηρόδοτο), τις αναφορές περιηγητών (Παυσανίας), τις αναφορές ιστορικών (Πλούταρχος) και τις παρατηρήσεις μεταλλουργών της εποχής του Διαφωτισμού επί του θέματος (κείμενο του 1722 μ.Χ. του Ρεομίρ για την παρασκευή ατσαλιού) οδηγούν τον Ιταλό καθηγητή Λ. Στεκίνι στο αυτό συμπέρασμα. Το πρόβλημα είναι μόνο ένα: ο συντάκτης του άρθρου αναφέρει ότι το «κλειδί» ήταν τα σπαρτιατικά ξίφη. Αυτό όμως συνιστά προβολή μεταγενέστερων πρακτικών.
Ο Ηρόδοτος σαφώς αναφέρει ως βασικό σπαρτιατικό όπλο στα Μηδικά, ιδίως δε στις Θερμοπύλες, το δόρυ και όχι το ξίφος. Το τελευταίο ήταν όπλο ανάγκης.
Το θέμα που ανακύπτει είναι αν η συλλογιστική που αναπτύχθηκε επί της ύπαρξης χάλυβα στη Σπάρτη των Μηδικών μπορεί να περιλάβει δόρυ, αντί του ξίφους, και, αν ναι, τελικά ποια από τις δύο εκδοχές είναι πιο κοντά στην αλήθεια.
Σαφώς επηρεασμένο από νεότερες αναφορές στους Ρωμαίους και τους Δυτικούς, για τους οποίους το σπαθί ήταν το βασικό όπλο, αλλά και σε συμφωνία με αρκετά ομηρικά στοιχεία, το άρθρο υποστηρίζει ότι τα ατσάλινα σπαρτιατικά ξίφη έσπαζαν τα χάλκινα ή σιδερένια των αντιπάλων τους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν οι Πέρσες.
Επιπλέον υποστηρίζει ότι αυτό έβγαζε από το αδιέξοδο τους ιστορικούς, που «δεν τους έβγαιναν τα μαθηματικά» στη σφαγή 50.000 βαρβάρων από 300 Σπαρτιάτες, όσο καλή εκπαίδευση και ανδρεία και αν είχαν οι τελευταίοι.
Δεν πρέπει όμως να προβληματίζει ιδιαίτερα κανέναν ιστορικό το θέμα των περσικών απωλειών στις Θερμοπύλες, επειδή ο Ηρόδοτος είναι ασαφής. Άλλωστε, κανείς δεν αναφέρεται στον αριθμό των θυμάτων που προκλήθηκαν αποκλειστικά από τη δράση των Σπαρτιατών.
Ο Ηρόδοτος μιλά για τις συνολικές περσικές απώλειες, και αυτές τις προκάλεσαν περίπου 6.000 Έλληνες οπλίτες. Από αυτούς, οι 1.000 ήταν Λακεδαιμόνιοι – εκ των οποίων μόνο οι 300 Σπαρτιάτες.
Το βασικό πρόβλημα που αφορά στις Θερμοπύλες έγκειται στην απροθυμία των ιστορικών να δεχθούν τα νούμερα που δίνει ο Ηρόδοτος για την περσική δύναμη, και όχι εκείνα των απωλειών, που ούτως ή άλλως είναι ασαφή.
Και η αιτία της απροθυμίας τους έγκειται στο ότι επιδιώκουν να μειώσουν και σταδιακά να απαξιώσουν το πολεμικό επίτευγμα – δεν είναι δηλαδή απλώς θέμα «μαθηματικών».
Για μια άλλη μάχη, αυτή του Μαραθώνα, ο Ν. Sekunda υποστήριξε ότι οι περσικές απώλειες ήταν μόλις 500 άντρες, χρησιμοποιώντας πραγματικά αστεία επιχειρήματα (Marathon 490 B.C., Campaign series, Osprey).
Ας εξετάσουμε όμως το πρώτο σημαντικό πρόβλημα που προκύπτει: ήταν εφικτή η εξόντωση μερικών δεκάδων χιλιάδων Περσών στο πεδίο των Θερμοπυλών από τα ατσάλινα σπαρτιατικά ξίφη; 
Η ύπαρξη ατσάλινου σπαρτιατικού ξίφους δεν αμφισβητείται, ύστερα από όσα αναφέρθηκαν στο άρθρο του «D&S». Αλλά το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν το ξίφος έπαιξε το ρόλο που του αποδίδεται. Και η απάντηση είναι σαφώς όχι. Οι Σπαρτιάτες δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει αυτό το πολεμικό θαύμα διά του ξίφους.
Πρώτον, ο Ηρόδοτος ξεκάθαρα μας πληροφορεί ότι το πραγματοποίησαν με το δόρυ, έχοντας το ξίφος ως βοηθητικό όπλο, και δη την τελευταία ημέρα.
Δεύτερον, θα ήταν απλά αδύνατον.
Πολλοί ερευνητές μπερδεύονται με άλλες εποχές, στις οποίες το ξίφος, χάρη στην ευκαμψία που επιτρέπει στον πολεμιστή, μπορούσε να είναι το όργανο μαζικής σφαγής (π.χ. στις ρωμαϊκές νίκες). Όμως αυτό προϋποθέτει έναν αντίπαλο που μάχεται σχετικά ανοιχτά, και προσπαθεί να διαφύγει.
Το ξίφος είναι εξαιρετικά άβολο στις πυκνές παρατάξεις, και με μικρή εμβέλεια. Και είναι σίγουρο ότι στις Θερμοπύλες οι Σπαρτιάτες, και όλοι οι Έλληνες, πολέμησαν σε εξαιρετικά πυκνή παράταξη.
Όχι μόνο επειδή ήταν στενός χώρος. Αλλά και επειδή απαιτούνταν σφικτός συνασπισμός για την απόκρουση των περσικών βελών και την αντιμετώπιση του πολυάριθμου των αντιπάλων.
Οποιοδήποτε άνοιγμα επιτρέπει σε αυτόν που έχει την αριθμητική υπεροχή να προσβάλλει έναν άντρα του αντιπάλου με δύο δικούς του, πράγμα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξόντωση του ενός, ειδικά αν οι δύο είναι οπλισμένοι ακριβώς για τέτοιο ατομικό και χαοτικό αγώνα, όπως ήταν οι Πέρσες.
Εκτός της αντιμετώπισης της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού, η μονολιθικότητα των ελληνικών παρατάξεων έδινε και ένα συνεργιστικό πλεονέκτημα: η αντοχή και η αποτελεσματικότητα συνασπισμένης φάλαγγας έναντι ελαφρού πεζικού που επιτίθεται μετωπικά είναι πολύ μεγαλύτερη από το άθροισμα της αποτελεσματικότητας των αντρών αυτής σε αραιότερο σχηματισμό.
Στις Θερμοπύλες λοιπόν οι Σπαρτιάτες όχι μόνο δεν πολέμησαν ανοιχτά, ώστε να χρησιμοποιούν ξίφος (μας το λέει ο Ηρόδοτος), αλλά ούτε και θα μπορούσαν.
Όταν υποχρεώθηκαν να το κάνουν, στο τέλος της τρίτης μέρας, ηττήθηκαν. Τονίζεται δε πως ο Ηρόδοτος αναφέρει, ακριβώς για να δείξει την αναγκαιότητα της πυκνής και άψογης παράταξης από τη μεριά των Ελλήνων, ότι μόνο οι Σπαρτιάτες έκαναν κάτι διαφορετικό, διασπώντας τη φάλαγγα σε μικρές ομάδες που υποχωρούσαν άτακτα, για να προσελκύσουν τους Πέρσες.
Είναι πολύ σαφής: ατομική φυγή και φυγή σε ομάδες γινόταν, αλλά, όταν οι Πέρσες έπεφταν στην παγίδα, οι μικρές ομάδες και οι μονάδες σχημάτιζαν φάλαγγα πυκνή και αδιάσπαστη προκειμένου να πραγματοποιήσουν επιθετική επιστροφή και να χτυπήσουν τους λιγότερο «συμπαγείς», καταδιώκοντας και αιφνιδιασμένους εχθρούς.
Ξέρουμε λοιπόν ότι το μυστικό στη μάχη των Θερμοπυλών δεν ήταν το ξίφος, όχι μόνο επειδή δεν χρησιμοποιήθηκε εκτενώς για τη μάχη –από όσο γνωρίζουμε– αλλά επειδή δεν θα μπορούσε καν να είναι. Μήπως ήταν όμως το δόρυ; Μήπως σε ένα βαθμό η εντυπωσιακή αυτή επίδοση (που επαναλήφθηκε εν μέρει και στις Πλαταιές) μπορεί να αποδοθεί σε μεταλλουργία χάλυβα όχι για τα σπαρτιατικά ξίφη, αλλά για σπαρτιατικά χαλύβδινα δόρατα;
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές (π.χ. Snodgrass, «Επιθετικά και αμυντικά όπλα των Αρχαίων Ελλήνων») αλλά και με τα αρχαιολογικά ευρήματα, το δόρυ (δηλαδή η αιχμή του) ήταν το δεύτερο όπλο στην κατασκευή του οποίου ο χαλκός αντικαταστάθηκε από το σίδηρο στην Ελλάδα.
Πρώτο ήταν το σπαθί. Είναι πολύ λογικό ότι ο χάλυβας επίσης θα αντικαθιστούσε το σίδηρο και στο δόρυ, διότι η σημασία του δόρατος είχε αυξηθεί έναντι του ξίφους την εποχή της μετάβασης σε χάλυβα, και ήταν μεγαλύτερη από ό,τι κατά την εποχή της μετάβασης από χαλκό σε απλό σίδηρο.
Επομένως, αφού το βασικό επιθετικό όπλο των Σπαρτιατών ήταν το δόρυ, είναι αναμενόμενο να έχει χαλύβδινη αιχμή, αν όχι προ της μετατροπής του ξίφους σε χαλύβδινο, τουλάχιστον ταυτόχρονα ή, έστω, αμέσως μετά. Η χαλύβδινη αιχμή δόρατος κατασκευάζεται αρκετά εύκολα σε σχέση με άλλα απάρτια και όπλα (π.χ. σπαθί) και απαιτεί λιγότερο μέταλλο.
Ήταν η ιδανική λύση για τη Σπάρτη, και απόλυτα εφικτή. Αν λοιπόν η Σπάρτη είχε χάλυβα, αυτός θα εμφανιζόταν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στα σπαθιά και τα δόρατα, και όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά. 
Όμως, μπορεί η χαλύβδινη αιχμή να έχει τόσο μεγάλη διαφορά και να αποτελεί τακτικό πλεονέκτημα μεγάλης σημασίας σε σχέση με τη χάλκινη ή την απλή σιδηρά; Στα ξίφη, η χαλύβδινη σύσταση είναι τεράστιας σημασίας λόγω των κρουστικών και θλαστικών πληγμάτων κατά την ξιφομαχία, αφού σπάνε τα εχθρικά ξίφη και κόβεται ή σπάει η εχθρική θωράκιση.
Στα δόρατα, με το νυκτικό πλήγμα, μπορεί η ατσάλινη αιχμή να έχει τόσο φοβερή επίπτωση;
Είναι δεδομένο ότι ένα κοντοφόρο όπλο μπορεί να επιτύχει θανάσιμο νυκτικό πλήγμα σε ανθρώπινο στόχο, ιδίως αθωράκιστο, έχοντας σαφώς πιο μαλακή ή περισσότερο εύθραυστη αιχμή από τη χαλύβδινη, ιδίως εάν το ξυστό του όπλου είναι καλής ποιότητας. Άλλωστε, για το λόγο αυτό, είναι απόλυτα χρηστικά ακόντια και δόρατα με λίθινη αιχμή ή ακόμη και με διαμορφωμένη αιχμή από πελέκημα του ίδιου του ξύλου.
Όμως, μια καλή, φροντισμένη αιχμή από σκληρό και ανθεκτικό μέταλλο προσδίδει μια σειρά από εξαιρετικά χρήσιμα πλεονεκτήματα, ιδίως σε συνθήκες μεγάλης έντασης μάχης και στενότητας τόπου, όπως συνέβη στη μάχη στις Θερμοπύλες, αλλά και στις Πλαταιές.
Καταρχάς, ο αυλός της αιχμής, όπου μπαίνει το ξυστό, είναι πολύ ανθεκτικότερος σε προσπάθειες θραύσης από θλαστικά όπλα ή από λαβές χεριών. Στις Πλαταιές γνωρίζουμε ότι κι οι δύο μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν έναντι των σπαρτιατικών δοράτων από τους Πέρσες, με αμφισβητήσιμα αποτελέσματα.
Δεύτερον, η μεγάλης σκληρότητας αιχμή επιταχύνει τη διάτρηση θωράκισης και στόχου για δεδομένη ωστική δύναμη και αντοχή ξυστού. Αυτό έχει προφανείς συνέπειες όταν ο αντίπαλος φέρει θωράκιση, μεταλλική ή άλλη, και πολλοί Πέρσες διέθεταν θωράκιση, είτε εφαπλωματοποιημένη είτε λινοθώρακα, είτε ακόμη φολιδωτό θώρακα Η σκληρότερη αιχμή τρυπά τις θωρακίσεις, ενώ η πιο μαλακή σπάει ή λυγίζει επί αυτών ευκολότερα, ή, τέλος, στομώνει επάνω τους (προκειμένου γα μαλακές θωρακίσεις).
Με αυτά τα δεδομένα, είναι προφανής και η σημασία της χαλύβδινης αιχμής στην υπεροχή των Σπαρτιατών έναντι όλων των άλλων ελληνικών στρατών της εποχής, με τις ικανές θωρακίσεις και τις βαριές οπλιτικές ασπίδες.
Αυτό που δεν είναι προφανές είναι το τι συμβαίνει ακόμη και χωρίς ισχυρή θωράκιση. Η ταχύτητα διάτρησης μειώνει το χρόνο διάτρησης με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούνται οι εγκάρσιες ταλαντώσεις που εξασθενούν το όπλο (ιδίως τον αυλό και το ξυστό). Έτσι, ένα όπλο με σκληρότερη αιχμή θα αντέξει σε πολύ περισσότερες διατρήσεις προτού σπάσει, σε σχέση με ένα με πιο μαλακή αιχμή, η οποία αποδίδει μέρος της ενέργειας της κρούσης πίσω στο όπλο.
Επιπλέον, προκειμένου για ασπιδοφόρο αντίπαλο, όσο ταχύτερη είναι η διάτρηση, τόσο μικρότερη η εγκάρσια κίνηση της ασπίδας μεταξύ της στιγμής της διάτρησής της και του πλήγματος στον κορμό του φορέα της.
Είναι σαφές ότι αν το δόρυ περάσει αργά την ασπίδα, κινώντας την κάθετα ο φορέας μπορεί να το σπάσει (ακόμη και αν αυτό τον πληγώσει), αφοπλίζοντας τον αντίπαλό του – η Ιλιάδα στη μονομαχία Μενέλαου-Πάρη δείχνει και άλλη πλευρά.
Η αργή διάτρηση δίνει χρόνο στο στόχο να μετατοπιστεί σε σχέση με την τροχιά του όπλου και να γλιτώσει, είτε κινούμενος ο ίδιος είτε κινώντας την ασπίδα κάθετα στην τροχιά του εχθρικού δόρατος. Αυτό το πλεονέκτημα ήταν το «κλειδί» για τη μάχη των Θερμοπυλών.
Με τις ατσάλινες αιχμές τα σπαρτιατικά δόρατα σκότωναν με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα ανά συγκεκριμένο αριθμό νύξεων σε σχέση με σιδηρόαιχμα δόρατα στα ίδια χέρια. Επίσης, άντεχαν για πολύ περισσότερες νύξεις και αποκρούονταν ή έσπαγαν πολύ δυσκολότερα από πλήγματα κρουστικών και θλαστικών όπλων. Η νυκτική ισχύς τους επέτρεπε πιθανώς καίρια πλήγματα σε σκληρά ανατομικά σημεία, όπως το κεφάλι, όπου πιο μαλακά όπλα εκτρέπονται.
Πλήγματα στο κεφάλι περιόριζαν τη χρηστικότητα της περσικής ασπίδας, εκμεταλλεύονταν την έλλειψη ή/και την ανεπάρκεια των περσικής προστασίας κεφαλών, δημιουργούσαν πανικό στον αντίπαλο και ήταν μοιραία πάντοτε, σε αντίθεση με τα πλήγματα κορμού, στα οποία ρούχα, ασπίδα, θωράκιση, επιμονή του αντιπάλου ή άλλοι ανατομικοί παράγοντες μπορεί να καθιστούσαν αναποτελεσματικό το πλήγμα και να απαιτούνταν και επόμενο, διαδικασία που εξέθετε τον πολεμιστή και καταπονούσε το όπλο.
Με καλό χειριστή και έναντι πυκνού σχηματισμού των αντιπάλων με ελαφρά ή καθόλου θωράκιση, όπως ήταν πολλοί Πέρσες και λοιποί σύμμαχοι, τα σπαρτιατικά δόρατα ίσως μπορούσαν να φονεύσουν δύο εν σειρά αντιπάλους με μία μόνο δυνατή νύξη, όπως παριστάνει στη σειρά κόμικ «300» ο Φ. Μίλερ.
Η επίδραση που είχαν στο ηθικό των Περσών και των Μήδων τα πλήγματα που μόλις αναφέραμε είναι αυτονόητη.
Αντί επιλόγου, ας αναρωτηθούμε κάτι: Μέχρι τις Θερμοπύλες, οι Πέρσες, έχοντας τον ίδιο ακριβώς οπλισμό και χρησιμοποιώντας τις ίδιες ακριβώς τακτικές σάρωναν τους Έλληνες σε μάχες πεδίου. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Μαραθώνας, με τον τακτικό ελιγμό που τελικά εξέθεσε το περσομηδικό τμήμα σε πλήγματα αθηναϊκών δοράτων όπισθεν.
Μήπως η διαφορά σε Θερμοπύλες και Πλαταιές, σε σχέση με άλλες μετωπικές συγκρούσεις, έγκειται ακριβώς στη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, την παρατεταμένη φονικότητα και την εκπληκτική άμεση αποτελεσματικότητα των σπαρτιατικών ατσαλόαιχμων δοράτων; 
Μήπως ο Ηρόδοτος και όλοι όσοι αποδίδουν τη νίκη στις Πλαταιές στο «δωρικό (βασικά σπαρτιατικό) δόρυ» γνωρίζουν ή διαισθάνονται κάτι; Θεωρούμε ότι, με βάση τα νέα δεδομένα, ο σπαρτιατικός χάλυβας, ως υλικό κατασκευής αιχμής δόρατος και όχι ξίφους –μυστικό κλεμμένο, κατά τον Ηρόδοτο, και καλά φυλασσόμενο χάρη στην πρακτική της ξενηλασίας– διαδραμάτισε κάποιο, σημαντικό ίσως, ρόλο (αν και ίσως όχι καθοριστικό) στο αποτέλεσμα του Β΄ Μηδικού Πολέμου, μαζί με τη σπαρτιατική πολεμική μηχανή και τη γενικότερη ελληνική ένοπλη προσπάθεια.
Σπαρτιάτες και Ειδικές Επιχειρήσεις
Ο Διόδωρος, που γράφει μισή χιλιετία μετά τον Ηρόδοτο, αναφέρει την επιχείρηση των Σπαρτιατών για το φόνο του Ξέρξη ως μια μεγάλη νυχτερινή τακτική επίθεση (ο Πολύαινος μιλά για ειδική επιχείρηση, γράφοντας σχεδόν 1.000 χρόνια μετά τα γεγονότα).
Γενικώς, ο Διόδωρος δεν είναι πολύ αξιόπιστος, όμως στο συγκεκριμένο θέμα πρέπει να προτιμηθεί η δική του διήγηση.
Ο Ηρόδοτος όντως έζησε τα γεγονότα και μίλησε με πρωταγωνιστές, ιδίως δε με Σπαρτιάτες. Είχε πάει στη Σπάρτη (μόνο έτσι θα ήξερε τα ονόματα των 300, από το μνημείο που βρισκόταν εκεί).
Αλλά στην εποχή του η Σπάρτη και η Αθήνα συγκρούονταν, και είναι δεδομένο ότι οι Σπαρτιάτες, περιώνυμοι για την κρυψίνοιά τους, δεν θα έδιναν ευαίσθητες πληροφορίες.
Δεν θα έλεγαν επ’ ουδενί στον ιστορικό ότι συνηθίζουν αντισυμβατικά και ειδικά εγχειρήματα, και μάλιστα και αυτά σε μια κλίμακα ειδημόνων. Είχαν τέτοια φήμη ανά την Ελλάδα (οι Δελφοί συμβούλεψαν τους Αργείους να φυλάγονται από μηχανεύματα το 494 π.Χ., ενώ ειδικές επιχειρήσεις μαρτυρώνται ήδη από τον πρώτο Μεσσηνιακό, με νυχτερινή κατάληψη πόλεως προ της κήρυξης πολέμου).
Με βάση αυτά, μπορούμε να δούμε με διαφορετικό μάτι περιγραφές του Ηροδότου, που αλλιώς δεν βγάζουν νόημα. Επί παραδείγματι, ενώ γίνεται η μάχη των Θερμοπυλών, και φυσικά η Θεσσαλία είναι υπό περσική κατοχή, ένας Σπαρτιάτης (Παντίτης) χάνει τη μάχη των Θερμοπυλών, επειδή… πήγαινε ως αγγελιαφόρος στη Θεσσαλία.
Τι είδους αγγελιοφόρος ακριβώς πηγαίνει στην εχθρική περιοχή, πίσω από τις εχθρικές δυνάμεις;
Μόνο κάποιος που εκτελεί αποστολές ειδικού πολέμου-κατασκοπίας. Πίσω από τις εχθρικές γραμμές δεν θα μπορούσε ποτέ να κατηγορηθεί ότι άργησε, επομένως γιατί στη Σπάρτη αντιμετωπίστηκε τόσο άσχημα ώστε αυτοκτόνησε;
Αυτές οι αυτοκτονίες είναι λίγο περίεργες, το ίδιο και η σπουδή με την οποία οι Σπαρτιάτες φρόντιζαν να ανακοινώνουν αυτά τα περιστατικά στην κοινή γνώμη. Είναι πολύ πιθανότερο η κακή συμπεριφορά να οφειλόταν στην αποτυχία της αποστολής του, η δε δολοφονία του (π.χ. από την Κρυπτεία) να καλύφθηκε ως αυτοκτονία και να έγινε για να του κλείσει το στόμα όσον αφορά θέματα που ίσως «έκαιγαν» σημαίνοντα άτομα στη Σπάρτη.
Η δράση πίσω από τις γραμμές του αντιπάλου και η εκτέλεση ίσως θα μπορούσαν να συσχετιστούν με την απόπειρα δολοφονίας του Ξέρξη.
Ο Παντίτης πιθανόν να είχε ως αποστολή να στοχοποιήσει τον Ξέρξη, πηγαίνοντας στη Θεσσαλία και διεισδύοντας ως Θεσσαλός στο στρατόπεδό του.
Ενδεχομένως, η αποτυχία του εγχειρήματος να αποδόθηκε σε αυτόν, για να καλυφθεί κάποια άλλη θεμελιώδης ανικανότητα ή προδοσία στο σπαρτιατικό μηχανισμό μυστικού πολέμου.
Άλλη ειδική αποστολή θα μπορούσε να θεωρηθεί η οργάνωση αντάρτικου (ο Αρτάβαζος στη μάχη των Πλαταιών φαίνεται να το φοβάται πολύ), και γενικότερα η ανακοπή της τροφοδοσίας του Ξέρξη, η γνώση του χρονισμού των κινήσεων των δυνάμεών του κλπ.
Ο Αθηναίος Κριτίας, αρχηγός των Τριάκοντα Τυράννων, επιχείρησε, περίπου 100 χρόνια αργότερα, να οπλίσει και ξεσηκώσει τους «Πενέστες» (αντίστοιχο των Ειλώτων) κατά των κυρίων τους.
Καθόλου περίεργο δεν θα ήταν ο Παντίτης να επιχείρησε κάτι παρόμοιο, ώστε να ανατραπεί η θεσσαλική μηδίζουσα αριστοκρατία. Μια τέτοια επιχείρηση ήταν πολύ λεπτή: οι Σπαρτιάτες ήταν αναφανδόν υπέρ των αριστοκρατιών και κατά του όχλου, και θα δημιουργούσε προηγούμενο εξέγερσης σε υποτελείς πληθυσμούς, με πιθανό αποτέλεσμα ειλωτικό πόλεμο (συνέβη το 464 π.Χ.).
Μια δεύτερη τέτοια περίπτωση είναι ο Εύρυτος και ο Αριστόδημος, που, ενώ η κυρίαρχη θεωρία τούς θέλει να λείπουν για λόγους υγείας, υπάρχει και άλλη που τους θεωρεί ωσαύτως αγγελιοφόρους. Είναι πολύ πιθανόν ο ένας να σκοτώθηκε επειδή βιάστηκε και πρόλαβε τη μάχη, ενώ ο άλλος καθυστέρησε, αλλά είναι περισσότερο πιθανό η επιβίωση του δεύτερου να ενόχλησε, επειδή διέθετε κάποια γνώση πραγμάτων που διαμηνύθηκαν, ακόμη και του απλού γεγονότος της διαμήνυσης/επικοινωνίας.
Τέλος, δεν δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην αποστολή τριών κατασκόπων στις Σάρδεις προ της διάβασης του Ελλησπόντου, ήτοι το χειμώνα του 481 προς 480 π.Χ.
Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τα ονόματά τους, μια απόλυτα αντιληπτή πρακτική που σημαίνει ότι και τότε (ενώ είχαν περάσει κάποια χρόνια από το γεγονός) ήταν σε ισχύ οι σημερινές αρχές ασφάλειας πληροφοριών και πηγών.
Η σιωπή μάλλον θυμίζει Σπάρτη: σε αντίστοιχη αθηναϊκή επιχείρηση μαθαίνουμε τα ονόματα των πρακτόρων, αν και διεξήχθη πολύ εγγύτερα χρονικά στην εποχή του Ηρόδοτου και έπρεπε κανονικά να χαρακτηρίζεται ως Τρέχον Απόρρητο.
Οι κατάσκοποι αυτοί διείσδυσαν επιτυχώς, κατέγραψαν τα στοιχεία που έπρεπε, αλλά συνελήφθησαν προτού επιστρέψουν, πράγμα που θυμίζει σαφώς ιστορίες κατασκοπίας του Ψυχρού Πολέμου και παραπέμπει σε κανονικό πόλεμο μυστικών υπηρεσιών, και δη στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, αφού ο Ξέρξης ειδοποιήθηκε κατόπιν εορτής για τη δίκη και καταδίκη των κατασκόπων – και, κατά τα φαινόμενα, εντελώς τυχαία.
Συμπερασματικά, οι Σπαρτιάτες σίγουρα είχαν ιδιαίτερη κλίση σε μυστικές επιχειρήσεις, τόσο ειδικού πολέμου, όσο και εσωτερικής ασφάλειας, αλλά και συλλογής πληροφοριών.
Αυτό συνάγεται αβίαστα από τον Ηρόδοτο, ενώ πολλά σημεία που αναδεικνύονται από μεταγενέστερες διηγήσεις ίσως οφείλονται στην χαλάρωση του τρέχοντος απορρήτου, σε αντίθεση με την εποχή του Ηροδότου, όταν το απόρρητο ήταν σε πλήρη ισχύ.
Υπενθυμίζεται ότι το 430 π.Χ. οι Αθηναίοι πίστευαν, κατά το Θουκυδίδη, ότι οι Πελοποννήσιοι μόλυναν τα πηγάδια τους και ότι για το λόγο αυτό ξέσπασε ο λοιμός – και ίσως να μην είχαν άδικο…
Πάντως σίγουρα θεωρούσαν τους Σπαρτιάτες (και δευτερευόντως τους υπολοίπους Πελοποννήσιους) ικανούς για τέτοιου είδους εγχειρήματα και επιχειρήσεις.
Η αναφορά του Διόδωρου στην προσπάθεια δολοφονίας του Ξέρξη, αλλά και του Πολύαινου στην επιδρομή ερήμωσης της Μαλιακής πεδιάδας από τους Σπαρτιάτες, προτού ο Ξέρξης φτάσει, απορρίπτεται χωρίς καμία εξέταση από νέους μελετητές, διότι «οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ούτε την εκπαίδευση ούτε τη λογική και επιχειρησιακή σκέψη των (βρετανικών) Περιπόλων Μακράς Ακτίνας της Ερήμου»!
Και αυτό λέγεται χωρίς ντροπή για τη μοναδική πόλη που είχε μυστική αστυνομία, προηγμένη μυστική υπηρεσία συλλογής πληροφοριών, που διεξήγε νυχτερινές επιχειρήσεις εσωτερικής ασφάλειας, αλλά και προσβολής εχθρικών πόλεων-στόχων, που προσέφερε πολυετή και εξοντωτική ανορθόδοξη εκπαίδευση με το θεσμό της κλοπής στα μέλη της πολεμικής της τάξης και απολάμβανε μεγαλύτερη φήμη για τα μηχανεύματα, την επιδεξιότητα και την πονηριά των αντρών της στον πόλεμο απ’ όση για τη θρυλική γενναιότητα, πειθαρχία και αποτελεσματικότητά τους.
Πρώτον, οι Σπαρτιάτες είχαν μια λαμπρή παράδοση εγχειρημάτων, από τις ειδικές επιχειρήσεις και τις νυχτερινές καταλήψεις οχυρών στους Μεσσηνιακούς Πολέμους (ενίοτε με επικεφαλής των ειδικών τμημάτων έναν από τους δύο Βασιλείς) μέχρι την περιώνυμη χρησμοδότηση των Δελφών στους Αργείους το 494 π.Χ. να προσέχουν τα μηχανεύματα (από τα οποία τελικά συνετρίβησαν στη μάχη της Σηπείας).
Είχαν μια περήφανη παράδοση εξαιρετικών ελιγμών, όπως αποδεικνύει η αμφίβια εισβολή στην Αττική το 511 π.Χ., ο ελιγμός δια ορεινού δρομολογίου το 510 π.Χ. πάλι στην Αττική, η αμφίβια υπερκέραση κωλύματος στην Αργολίδα το 494 π.Χ. Μετά τα Μηδικά, οι επιχειρήσεις αυτού του τύπου συνεχίστηκαν (προσπάθεια αιφνιδιαστικής αμφίβιας επιδρομής κατά του Πειραιά και καύσης του αθηναϊκού στόλου κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο).
Αλλά και αργότερα, κατά τη συμπλοκή Σπάρτης-Θηβών, υπάρχει, για παράδειγμα, η αιφνιδιαστική κατάληψη της Καδμείας, η νέα απόπειρα κατάληψης του Πειραιά, αλλά και οι εξαιρετικές στρατηγικές μπλόφες στην εκστρατεία στην Ασία το 396 π.Χ.
Είναι απολύτως απαράδεκτο οι νεότεροι ερευνητές, με όλη την Ιστορία της Σπάρτης μπροστά τους, να έχουν αμφιβολίες για τη δυνατότητα των Σπαρτιατών –εκπαιδευμένων για χρόνια στην κατά μόνας υπαίθρια διαβίωση και στις δολοφονίες, στην αθέατη επιτήρηση χώρου και την παρακολούθηση ανθρώπων, στη χρήση δικτύων πληροφοριών και την απόλυτη πειθαρχία– να έχουν πλήρως λειτουργικές υπηρεσίες μυστικού πολέμου και εξελιγμένο δόγμα ειδικών επιχειρήσεων.
Δεύτερον, οι Σπαρτιάτες συγκεκριμένα ΗΤΑΝ και άντρες για ειδικές αποστολές, εκπαιδευμένοι σε ειδικές επιχειρήσεις και όχι μόνο ένεκα Κρυπτείας. Είχαν τεράστιο παρελθόν εγχειρημάτων, επομένως η επιδρομή κατά του Ξέρξη ήταν εφικτή και πιθανή.
Οι δύο αδελφοί του Ξέρξη που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες δεν ήταν επικεφαλής κανενός τμήματος που να αναφέρεται στην αρχή της Ιστορίας του Ηροδότου.
Ακόμη, οι επικεφαλής των περσικών μονάδων σπανίως σκοτώνονταν, αν δεν επισυνέβαινε τραγική ήττα με κατάληψη του στρατοπέδου τους, όπως έγινε στη Μυκάλη.
Ο Μαρδόνιος, που σκοτώθηκε μαχόμενος στις Πλαταιές (όπως και ο Μασίστιος), ήταν εξαίρεση. Ο θάνατος δύο βασιλικών αδελφών που δεν αναφέρονται από τον Ηρόδοτο ως διοικητές καμίας περσικής μονάδας σε μια μάχη στην οποία τη γεωμετρία την υπαγόρευαν οι Πέρσες, συνδυασμένος με την εν εξάλλω κατάσταση του Ξέρξη που οδήγησε στην αχαρακτήριστη συμπεριφορά στο πτώμα του Λεωνίδα (κάτι που δεν μπορεί να ερμηνεύσει ο Ηρόδοτος, ο οποίος γνωρίζει τα ήθη και των δύο πλευρών) σημαίνει ότι υπήρχε προσωπικό μένος, και αυτό εξηγείται εάν κινδύνεψε ο ίδιος.
Ίσως ο Διόδωρος, που αναφέρει νυχτερινή επίθεση να μην έχει δίκιο (αν και η προσχώρηση πολύ έξω, στην πεδιάδα, που αναφέρει ο Ηρόδοτος για την τελευταία μέρα στις Θερμοπύλες ίσως να υποκρύπτει κάτι τέτοιο) και ο Πολύαινος, που αναφέρει νυχτερινή επιδρομή να είναι αυτός που έχει περισσότερο δίκιο. 
Η επίθεση την επόμενη μέρα έγινε αργά, το μεσημέρι, κατά των υπερασπιστών του στενού, όχι διότι ο Ξέρξης περίμενε τον Υδάρνη (αυτό θα ενείχε τον κίνδυνο να υποχωρήσουν και οι τελευταίοι υπερασπιστές και να απεμπλακούν, αν μάθαιναν για τον ελιγμό), αλλά προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη από την επιδρομή της προηγούμενης νύχτας και τη σύγχυση που αυτή προκάλεσε.
Πρέπει να μας προβληματίσει ένα ακόμη θέμα: το κατά πόσο είναι δυνατόν να θεωρούμε, από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε, ότι οι Έλληνες είχαν τόσο εξελιγμένη και διαφοροποιημένη τακτική σκέψη και ικανότητες επιχειρήσεων.
Ο P. Green σαφώς πιστεύει πλήρως στη δυνατότητα των Ελλήνων να αντιλαμβάνονται με σαφήνεια τους στρατηγικούς όρους της σύγχρονης εποχής και να δρουν ανάλογα, καθώς και να διεξάγουν επιχειρήσεις πολύπλοκες με σημαντικό βαθμό δυσκολίας και χωροχρονικής συνέχειας και συσχέτισης.
Διάφοροι άλλοι θεωρούν ότι πολλά από τα συμβαίνοντα ήταν θέματα τύχης ή κακού υπολογισμού επί εντελώς πρωτόγονων παραμέτρων: Ο Μαραθώνας επισυνέβη, διότι ο Μιλτιάδης έκανε λάθος στην ανάπτυξη της φάλαγγας, με αποτέλεσμα οι πτέρυγες να ενισχυθούν επειδή… περίσσεψαν άντρες ή, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν βαθύτερες ως αντίδραση στην απειλή του περσικού ιππικού.
Η διπλή υπερκέραση συνέβη λοιπόν ως ατύχημα στη διάσπαση του κέντρου.
Στις Πλαταιές, ο Παυσανίας «έχασε το μπούσουλα» και το στρατό του, αλλά μόλις βρέθηκε απομονωμένος κατάφερε να αντιδράσει, διότι τώρα πλέον «να διοικούσε κλίμακα δυνάμεων σαν αυτή στην οποία ήταν συνηθισμένος, και όχι τριπλάσια, όπως συνέβαινε πιο πριν».
Καταρχήν λοιπόν, όσο κι αν ενοχλεί, οι Σπαρτιάτες (και οι Αθηναίοι) δεν ήταν ηλίθιοι και απλοϊκοί, επειδή δεν είχαν σχολές επιτελών και λοιπές πολυτέλειες των νεότερων κοινωνιών, ειδικά αυτή του αριστοκράτη-επαγγελματία στρατιωτικού και μιλιταριστή του 19ου αιώνα.
Παρεμπιπτόντως, οι Σπαρτιάτες ίσως είχαν προβλέψει τη διαπαιδαγώγηση των νέων από τους μεγαλύτερους σε αυτά τα θέματα, και αργότερα οι Αθηναίοι είχαν σίγουρα προβλέψει: ο Ξενοφών αναφέρει δασκάλους «Τακτικής» και ο Σωκράτης φέρεται να γνωρίζει και τα λοιπά απαραίτητα γνωστικά αντικείμενα ενός στρατηγού πέραν της Τακτικής.
Άρα η γνώση υπήρχε και, για να διδάσκεται εκείνη την εποχή επί μισθώ και δημοσίως, θα υπήρχε από παλαιοτέρα. Και εφόσον υπήρχε, διαδιδόταν από τη στιγμή που δεν θεωρούνταν κρατικό ή θρησκευτικό μυστικό – σε αντίθεση με τα κινεζικά γραπτά περί στρατηγικής.






