Στο βιβλίο του «Ιθάκη», ο Αλέξης Τσίπρας αφηγείται τις παιδικές και εφηβικές του αναμνήσεις, εστιάζοντας στις πολιτικές επιρροές που δέχθηκε από το οικογενειακό του περιβάλλον και την κοινωνική του ζωή. Περιγράφει την εποχή των μεγάλων αλλαγών στην Ελλάδα με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς και την προσωπική του πορεία προς την πολιτική συνειδητοποίηση και την ένταξή του στην ΚΝΕ. Μέσα από τις αναμνήσεις του, αναδεικνύει την επίδραση των πολιτικών γεγονότων της δεκαετίας του 1980 στη διαμόρφωση της πολιτικής του ταυτότητας, ενώ παράλληλα αναφέρεται στις οικογενειακές αντιθέσεις και τις προσωπικές του επιλογές που τον οδήγησαν στην ενεργό συμμετοχή στην πολιτική δράση.
Πιο αναλυτικά
Από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ξεκινά τη διήγησή του ο Αλέξης Τσίπρας στο πολυσυζητημένο βιβλίο του «Ιθάκη», κάνοντας αναφορά στο ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς και στην απόφασή του να ενταχθεί στην ΚΝΕ.
«Το σχολείο ξεκίνησε για μένα τον Σεπτέμβριο του 1980. Πήγα στην Α΄ Δημοτικού φορώντας την μπλε ποδιά και μαθαίνοντας να γράφω πολυτονικό. Ήταν μια εποχή μετάβασης για την Ελλάδα. Στο σπίτι ακουγόταν συχνά πως «έρχονται αλλαγές», χωρίς όμως εγώ τότε να αντιλαμβάνομαι τι εννοούσαν οι μεγάλοι. Το μόνο βέβαιο ήταν πως το σχολείο λειτουργούσε έξι μέρες την εβδομάδα, και Σάββατο δηλαδή. Στα μέσα της χρονιάς, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Η Κυβέρνηση Ράλλη είχε ήδη θεσμοθετήσει το πενθήμερο στο Δημόσιο, κι έπειτα από μια μεγάλη απεργία των εκπαιδευτικών, το μέτρο επεκτάθηκε και στα σχολεία. Έτσι, από τον Φεβρουάριο του 1981, το Σάββατο έγινε μέρα χωρίς σχολείο, μια μέρα περισσότερης ελευθερίας, σχεδόν λυτρωτική», εξιστορεί ο Αλέξης Τσίπρας κάνοντας λόγο για κοσμογονικές αλλαγές που ήρθαν με την εκλογή του ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 1981.
«Ο πατέρας μου ήταν θερμός υποστηρικτής του Ανδρέα Παπανδρέου»
«Πάνω που άρχιζα να μαθαίνω πότε μπαίνει η δασεία, πότε η ψιλή και πότε η περισπωμένη, η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στις 12 Ιανουαρίου 1982, ψήφισε τον νόμο που καταργούσε το πολυτονικό σύστημα. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Φεβρουαρίου, με υπουργική εγκύκλιο καταργήθηκε και η υποχρεωτική σχολική ποδιά. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο γύρω μου στα χρόνια της αλλαγής του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου θερμός υποστηρικτής ήταν ο πατέρας μου και ψηφοφόρος η μητέρα μου. Τα αδέλφια μου όμως την ίδια εποχή οργανώθηκαν στην ΚΝΕ. Το βράδυ των εκλογών του 1981, έζησα κάτι που το παιδικό μου μυαλό ήταν δύσκολο να κατανοήσει. Από τη μία μεριά, οι γονείς μου πανηγύριζαν – φιλιά, αγκαλιές, φωνές χαράς στο μπαλκόνι. Στην άλλη γωνιά όμως, στο σπίτι, το κλίμα θύμιζε μνημόσυνο.
Ο αδελφός μου είχε κάτσει με σταυρωμένα τα χέρια, κοιτάζοντας με καχυποψία τη ροή των αποτελεσμάτων, ενώ η αδελφή μου είχε βουλιάξει στον καναπέ με το βλέμμα της στο κενό. Γιατί; Γιατί το ΚΚΕ δεν είχε πετύχει τον στόχο του 17% που θα του έδινε τη δυνατότητα, με βάση τον τότε εκλογικό νόμο, να εισέλθει στη δεύτερη κατανομή», τονίζει, σημειώνοντας ότι προσπαθούσε να καταλάβει πώς γίνεται μέσα στο ίδιο διαμέρισμα μια χώρα να κερδίζει και ταυτόχρονα να χάνει.
Ο Παναθηναϊκός και οι εφημερίδες
Στη συνέχεια ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει τις δύο συνήθειες τις οποίες απέκτησε, μεγαλώνοντας: τον Παναθηναϊκό και τις εφημερίδες.
«Στους αγώνες του Παναθηναϊκού με πήγαινε είτε ο πατέρας είτε ο αδελφός μου, οι ίδιοι δηλαδή που έφερναν και τις εφημερίδες, απλώς εδώ τα γούστα τους άλλαζαν. Την Ελευθεροτυπία και Τα Νέα έφερνε σπίτι ο πατέρας μου, τον Ριζοσπάστη, συνήθως τις Κυριακές, τα αδέλφια μου.
Συνήθιζα να απλώνω εκείνες τις εφημερίδες, με τα μεγαλοπρεπή πελώρια φύλλα που έφταναν σχεδόν στο μπόι μου, στο πάτωμα του καθιστικού. Μικρός όπως ήμουν, έσκυβα από πάνω τους σαν εξερευνητής, χάζευα γελοιογραφίες, χανόμουν στις στήλες, διάβαζα τα άρθρα, γράμματα αναγνωστών αλλά και αναλύσεις, έστω κι αν πολλές φορές δεν καταλάβαινα ούτε λέξη.
Στο δωμάτιο τυπωμένη όλη η αύρα της Μεταπολίτευσης. Η βιβλιοθήκη, που είχαν ήδη προλάβει τα αδέλφια μου να γεμίσουν με βιβλία και περιοδικά, είχε έναν μικρό θησαυρό ή ένα ιδεολογικό ναρκοπέδιο, ανάλογα με το πώς το έβλεπε κανείς. Ράφια γεμάτα με Μαρξ, Λένιν και Ένγκελς, που τους κοιτούσα σαν αυστηρούς δασκάλους με τεράστια γένια και αποφασιστικά σχεδόν βλοσυρά βλέμματα από τα εξώφυλλα. Ο Βάρναλης και ο Ρίτσος ήταν κι αυτοί εκεί, ποιητικοί μεν, αλλά εξίσου σοβαροί. Ο Ναζίμ Χικμέτ μού προκαλούσε δέος, μόνο και μόνο από το όνομα, γιατί δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν πραγματικός άνθρωπος ή μυθικός ήρωας κάποιας θρυλικής εξέγερσης. Και κάπου ανάμεσα στις ποιητικές συλλογές και στα Μανιφέστα για τον Κομμουνισμό, ξεπρόβαλλε κι ο Λουντέμης, με το “Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα”, έναν τίτλο που, επιτέλους, μπορούσα να καταλάβω χωρίς να χρειάζεται να προστρέξω σε λεξικό.
Εκτός από τα βιβλία, υπήρχαν και στοίβες από περιοδικά με παράξενους τίτλους: Οδηγητής, Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Τα ξεφύλλιζα με δέος, απορροφημένος κυρίως από τις εικόνες και τους φανταχτερούς τίτλους των άρθρων. Κάπως έτσι, ανάμεσα σε προκηρύξεις, μανιφέστα και παιδικές απορίες του τύπου «Ποιος είναι αυτός ο Πλεχάνοφ;», διαμορφώθηκε το αναγνωστικό μου σύμπαν. Σήμερα, κοιτάζω τη βιβλιοθήκη των γιων μου και απλώς γελάω με τη σύγκριση. Βεβαίως, εμείς δεν είχαμε και ίντερνετ. Μέχρι τον «Φωτεινό Παντογνώστη» έφτανε η τεχνολογία εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980.
Στο σαλόνι βρισκόταν και η δισκοθήκη της αδελφής μου, ένας πραγματικός θησαυρός. Εκεί ανακάλυπτα δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη με τις παράξενες ζωγραφιές στα εξώφυλλα, που με γοήτευαν. Το αγαπημένο μου τραγούδι ήταν το «Bella Ciao», έτσι όπως το τραγουδούσε η Μαρία Φαραντούρη· η φωνή της μου φαινόταν λυπημένη, αλλά ταυτόχρονα πανέμορφη. Θυμάμαι ότι είχε σχεδόν όλους τους δίσκους του Διονύση Σαββόπουλου. Μου άρεσε να παρατηρώ τα εξώφυλλά τους, γεμάτα χρώματα και σχήματα που πυροδοτούσαν στο μυαλό μου μικρές ιστορίες. Υπήρχαν κι αρκετοί δίσκοι του Χατζιδάκι, πιο ήσυχοι, πιο εσωτερικοί, και υπήρχε και ο Καρυοθραύστης του Τσαϊκόφσκι, που έπαιζε σχεδόν κάθε Χριστούγεννα. Ανάμεσά τους ξεπηδούσαν και οι δίσκοι των Boney M., με τα γυαλιστερά εξώφυλλα και τις φωτογραφίες που έμοιαζαν με ατελείωτο πάρτι».
Η πρώτη φορά που πήγε σε ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου
Ο κ. Τσίπρας κάνει ειδική αναφορά στην πρώτη φορά που πήγε στο γήπεδο τον Απρίλιο του 1980. Έπαιζε ο Παναθηναϊκός με τον Πανιώνιο, με τον ίδιο να βρίσκεται στη Θύρα 1 του γηπέδου της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
«Θυμάμαι τη μυρωδιά από τα λουκάνικα, το τσιμέντο που έκαιγε λίγο από τον ήλιο και τον πατέρα μου δίπλα μου να μου εξηγεί ποιος είναι ποιος. Κερδίσαμε 3-0. Όλα μου φαίνονταν φανταχτερά και τεράστια: ο κόσμος, οι παίκτες στο χορτάρι, οι σημαίες στις κερκίδες. Και πολύ πράσινα! Και ύστερα, η πρώτη μου πολιτική συγκέντρωση κι αυτή πράσινη. Στις 18 Οκτωβρίου 1982. Ήταν η πρώτη επέτειος της νίκης του ΠΑΣΟΚ. Γιορτή! Ο Ανδρέας Παπανδρέου, από την εξέδρα, μιλούσε και ο κόσμος από κάτω ήταν κι αυτός γεμάτος ενθουσιασμό. Σημαίες, χειροκροτήματα, χρώματα. Παράξενο! Δεν είχα ξαναδεί τόσο πολλούς ανθρώπους να ενθουσιάζονται με τα λόγια κάποιου. Εμείς στο σχολείο δεν αντιμετωπίζαμε έτσι τη δασκάλα μας όταν αυτή μιλούσε.
Στις ευρωεκλογές του 1984, μόλις είχα τελειώσει την Δ΄ Δημοτικού. Πήγαμε στο Αθαμάνιο, το χωριό του πατέρα μου, για να ψηφίσουν οι γονείς μου. Εκεί, μαζί με τους συνομηλίκους μου, ζήσαμε τον παράξενο κόσμο των «πράσινων» και «μπλε» καφενείων και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της πόλωσης στα μικρά μέρη. Και, έτσι, κάθε φορά που θυμάμαι τις εκλογές εκείνης της εποχής, το μυαλό μου πηγαίνει πάντα στο χωριό. Στην οχλαγωγία του καφενείου, στους μεγάλους που τσακώνονταν για τα πολιτικά, στα ανέμελα παιδικά χρόνια, που έμοιαζαν με ένα παράλληλο σύμπαν δίπλα στον ακατανόητο, αλλά γοητευτικό κόσμο των ενηλίκων».
Την επόμενη χρονιά, μετά την εκλογή του Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ., η χώρα εισήλθε στο κατώφλι μιας οξύτερης πόλωσης. Το πολιτικό θερμόμετρο ανέβαινε μέρα με τη μέρα. Ο Παπανδρέου, τον Μάρτιο του 1985, αποφάσισε να αιφνιδιάσει τους πάντες, και κυρίως όσους τον πίστεψαν όταν φλέρταρε με την ιδέα της επανεκλογής Καραμανλή, προτείνοντας τελικά για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Χρήστο Σαρτζετάκη. Τον δικαστή που είχε γίνει διάσημος ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του Βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963. Παρά τις πιέσεις, τις απειλές του παρακράτους και της τότε Κυβέρνησης Καραμανλή, ο Σαρτζετάκης έκανε μια εξαιρετικά θαρραλέα δουλειά, αναδεικνύοντας τη δράση παρακρατικών μηχανισμών με διασυνδέσεις στην Αστυνομία και τον Στρατό. Ο αγώνας του αυτός τον ανέδειξε διεθνώς σε σύμβολο του αγώνα υπέρ του Κράτους Δικαίου και της Δικαιοσύνης σε μια εποχή όπου τα ατομικά και συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, ιδιαίτερα των αριστερών, καταπατούνταν ανελέητα», υπογραμμίζει και συνεχίζει γράφοντας για τις εκλογές που προκηρύχθηκαν στις 2 Ιουνίου.
«Ήταν όλα μέσα μου συγκεχυμένα. Διχαζόμουν συναισθηματικά ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ, που υποστήριζαν οι γονείς μου, ένα κόμμα που μπορούσε, χωρίς μεγάλη δυσκολία, να γεμίσει το Ολυμπιακό Στάδιο με πράσινες σημαίες και οπαδούς ίσως πιο ένθερμους κι από αυτούς του Παναθηναϊκού, και το ΚΚΕ με τις κόκκινες σημαίες και το σφυροδρέπανο, που υποστήριζαν τα αδέλφια μου. Το ΚΚΕ επαγγελλόταν έναν άλλον, πιο δίκαιο κόσμο, αλλά οι συγκεντρώσεις του δεν μου προ- καλούσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έλειπε εκείνη η αίσθηση του πανηγυριού. Το 1986 τελείωνα την Στ΄ Δημοτικού. Ήταν η χρονιά που για μένα χώριζε το Δημοτικό από το Γυμνάσιο, την παιδικότητα από κάτι λίγο πιο «σοβαρό», αν και δεν μπορούσα ακόμη να το περιγράψω έτσι. Εκείνο το καλοκαίρι όλα γύριζαν γύρω από το Μουντιάλ στο Μεξικό. Κι όπως σε κάθε σπίτι με τηλεόραση και αγόρια στην εφηβεία ή λίγο πριν, το πρόγραμμα προσαρμόστηκε στους αγώνες».
Οι εκλογές στο δεκαπενταμελές
Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εξηγεί πως η ενασχόλησή του με τις συλλογικές διαδικασίες ξεκίνησε σχετικά νωρίς, καθώς τον Οκτώβριο του 1987, έθεσε υποψηφιότητα για το Δεκαπενταμελές του σχολείου του, όπου εκλέχτηκε και μάλιστα από τους πρώτους. «Είχα ήδη μια μικρή «προϋπηρεσία» ως πρόεδρος της τάξης και στην Α΄ και στη Β΄ Γυμνασίου, και κάπως φυσικά πήρα τον ρόλο στα χέρια μου. Το επόμενο έτος μάλιστα εκλέχτηκα πρώτος σε ψήφους και ανέλαβα πρόεδρος του Δεκαπενταμελούς.
Το έφερε έτσι η ζωή και η δική μου μύηση στη συλλογική δράση συνδέθηκε με ένα ευρύτερο ξέσπασμα. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς, στο γειτονικό Πολυκλαδικό Λύκειο, ξεκίνησε κατάληψη διαμαρτυρίας για ένα νέο σχέδιο του τότε Υπουργού Παιδείας Αντώνη Τρίτση. Μια αντιπροσωπεία των μαθητών του Πολυκλαδικού πέρασε το κατώφλι του 2ου Γυμνασίου και ζήτησε ψήφισμα συμπαράστασης. Ως πρόεδρος του Δεκαπενταμελούς, ανταποκρίθηκα αμέσως. Ήταν η πρώτη φορά που το σχολείο μου ερχόταν σε άμεση επαφή με τον κόσμο του Λυκείου, με τη φωνή μιας μαθητικής γενιάς που άρχιζε να δοκιμάζει τα όριά της.
Σε εκείνη τη μαθητική αντιπροσωπεία, οι περισσότεροι ήταν μέλη της ΚΝΕ. Ξεχώρισαν αμέσως για την πειθώ και τον αιχμηρό τους λόγο. Δεν άργησαν να με πλησιάσουν, για να με εντάξουν στην ΚΝΕ. Η αλήθεια είναι πως δεν βρήκαν ιδιαίτερη αντίσταση. Ήμουν έτοιμος για τον κόσμο της συλλογικής δράσης. Είτε από χαρακτήρα είτε επειδή είχα γαλουχηθεί έτσι, από τα αδέλφια μου, ήμουν έτοιμος από καιρό για αυτό το βήμα. Οι συζητήσεις μαζί τους, τρία-τέσσερα ραντεβού και μια σαββατιάτικη έξοδος με την παρέα των «μεγάλων» του Λυκείου, ήταν αρκετά για να αισθανθώ ότι κάπου ανήκω» τονίζει ο κ. Τσίπρας στο βιβλίο του.
Πότε οργανώθηκε επισήμως στην ΚΝΕ
Επισήμως οργανώθηκε στην ΚΝΕ, στα τέλη του Ιανουαρίου του 1989, με τον ίδιο να λέει πως ήταν μια απόφαση που τότε, έμοιαζε σχεδόν αυτονόητη. «Κι όμως, μέσα της έκρυβε κάτι βαθύτερο: την πρώτη μου συνειδητή επιλογή να συμμετέχω στα πράγματα, όχι απλώς να τα παρατηρώ. Η πρώτη μου παρουσία σε κομματική εκδήλωση, λίγο μετά την έγκριση του βιογραφικού μου, ήταν η μεγάλη συγκέντρωση στο ΣΕΦ του ενιαίου Συνασπισμού, που μόλις πριν λίγες ημέρες είχε συγκροτηθεί, μετά το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ, τον Δεκέμβριο του 1988. Στην αρχή κράτησα κρυφή από την οικογένειά μου την ένταξή μου στην ΚΝΕ. Παράλληλα, βυθίστηκα στο διάβασμα με ζήλο, ξεσκονίζοντας τη βιβλιοθήκη και μελετώντας ασταμάτητα: Κράτος και Επανάσταση. Το Κεφάλαιο, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ο Αποστάτης Κάουτσκι. Σήμερα δείχνουν παλιομοδίτικά, εκτός εποχής. Και τότε όμως, έμοιαζαν να ανήκουν σε άλλον αιώνα, σε απόμακρα χρόνια. Σε μια περίοδο όπου όλα γυρνούσαν ανάποδα, εγώ σαν να ήθελα να σταματήσω τον χρόνο και άρχισα να διαβάζω με μανία βιβλία και ανθρώπους μιας άλλης εποχής. Διάβαζα και σημείωνα. Και όσο πιο αλλόκοτη μου φαινόταν η γλώσσα τους, τόσο περισσότερο με γοήτευαν. Οι γονείς μου είχαν μείνει με την εντύπωση πως διάβαζα ασταμάτητα για το σχολείο και δεν έκρυβαν την απορία τους.
Η αλήθεια είναι πως ήμουν μεν συνεπής στα μαθήματα, αλλά ποτέ δεν αφιέρωνα όλο μου τον χρόνο σε αυτά. Ούτε στα αδέλφια μου δεν φανέρωσα την απόφασή μου, παρόλο που κι εκείνα ήταν ενταγμένα στην ΚΝΕ. Λαχταρούσα να ανακαλύψω μόνος μου τον καινούργιο κόσμο. Δεν ήθελα να επηρεαστώ από τις δικές τους απόψεις και εμπειρίες. Ωστόσο, αυτό δεν κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή η μητέρα μου ανησύχησε γιατί ο έφηβος γιος της έφευγε αργά από το σπίτι και δεν πήγαινε ούτε σε φίλους ούτε σε προπονήσεις βόλεϊ. Εύλογα, το μυαλό της στην αρχή πήγε στα χειρότερα. Μέχρι που παρατήρησε ίχνη κόκκινης μπογιάς στο μπουφάν μου. Με τη βοήθεια του αδελφού μου που επιστρατεύτηκε για να λύσει το μυστήριο, ανακάλυψε ότι πήγαινα σε βραδινές αφισοκολλήσεις και η μπογιά ήταν από τα συνθήματα στα πανό της ΚΝΕ. Ησύχασε.
Πολλοί γονείς πίστευαν πως οι κομματικές νεολαίες, ιδιαίτερα η ΚΝΕ, μπορεί να ήταν «χάσιμο χρόνου», όμως ήταν μια διαπαιδαγώγηση που σε απομάκρυνε από «επικίνδυνους πειρασμούς». Δεν είχαν άδικο. Ωστόσο, η κίνησή μου βάδιζε αντίθετα στο ρεύμα της εποχής. Τριγύρω όλα άλλαξαν κι οι παλιές βεβαιότητες κατέρρεαν και μάλιστα με ταχύ ρυθμό, αλλά εγώ σαν να βιαζόμουν να τις κατακτήσω, να τις ζήσω έστω και ας ήταν μόνο και μόνο για να τις αναθεωρήσω».
Το 1989, συνεχίζει ο Αλέξης Τσίπρας, η ΕΣΣΔ βρισκόταν στην εποχή της Γκλάσνοστ και της Περεστρόικα, στην εποχή του Γκορμπατσόφ που προσπαθούσε να φέρει βαθιές αλλαγές, ενώ την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, βρισκόμασταν ήδη στο κέντρο του σκανδάλου Κοσκωτά. «Η πολιτική σκηνή βρισκόταν σε αναταραχή, καθώς ετοιμαζόμασταν για έναν ακόμα σφοδρό γύρο αντιπαράθεσης μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. Αυτή τη φορά, όμως, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Το ΠΑΣΟΚ είχε απομονωθεί λόγω των σκανδάλων που το στιγμάτιζαν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αποδυναμωμένος εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε και η νέα ελπίδα φαινόταν να αναδύεται από τον Συνασπισμό της Αριστεράς, ο οποίος φιλοδοξούσε να καταστεί ο τρίτος πόλος, έτοιμος να αμφισβητήσει τον δικομματισμό.
Οι εκλογές διεξήχθησαν τον Ιούνιο του 1989, την ώρα, που εγώ τελείωνα το Γυμνάσιο. Οδήγησαν σε νίκη της Ν.Δ. χωρίς αυτοδυναμία. Η ηγεσία του Συνασπισμού αποφάσισε συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ. Ήταν σοκ, σαν να γύρισε κάτι ανάποδα μέσα μας. Μεγαλώνοντας αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για ιστορικό λάθος.
Ένας νέος γύρος έντασης ξεκίνησε αυτή τη φορά όχι μόνο στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Οι καβγάδες του πατέρα μου που υποστήριζε τον Παπανδρέου με τα τρία του παιδιά που ήταν οργανωμένα στο ΚΚΕ και την ΚΝΕ ήταν ομηρικοί και σχεδόν καθημερινοί.
Τον Σεπτέμβριο του 1989 μπήκα στην Α’ Λυκείου, στο ΕΠΛ Αμπελοκήπων. Ακόμη δεν είχαν ανοίξει τα σχολεία, κι εγώ είχα ήδη βρεθεί στις πρώτες συνεδριάσεις της Οργάνωσης βάσης, έχοντας αναλάβει ρόλο στο γραφείο αλλά και την καθοδήγηση των μαθητών της τάξης μου. Η έναρξη της σχολικής χρονιάς βρήκε όλους τους φίλους και γνωστούς μου συμμαθητές από το Γυμνάσιο να σχεδιάζουν, όπως κάθε φυσιολογικό παιδί, πώς θα ανταμώσουν με τους φίλους τους και πώς θα προσαρμοστούν στο νέο σχολικό περιβάλλον. Εγώ, πάλι, είχα άλλες έγνοιες.
Στήθηκα έξω από την κεντρική είσοδο του σχολείου μας, μία ώρα νωρίτερα, με σκοπό να πουλήσω τον Οδηγητή και εισιτήρια για το Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Ήταν ένα είδος βίαιου «coming out» της νέας μου ταυτότητας στο ευρύ περιβάλλον μου. Σήμερα, είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς στους νέους ανθρώπους το βάθος της αφοσίωσης που συνόδευε εκείνη τη συμμετοχή. Ήταν μια δέσμευση που ξεπερνούσε την απλή πολιτική ένταξη, μια στάση ζωής που διαμόρφωνε όχι μόνο τον τρόπο σκέψης, αλλά την καθημερινότητα ολόκληρη και τις ανθρώπινες σχέσεις. Ωστόσο, αν υπάρχει κάτι που συνδέει εκείνη την εποχή με το σήμερα, είναι το πάθος που έχουν πολλοί άνθρωποι για το δίκιο, είναι η φλόγα για έναν καλύτερο κόσμο».






