Η Ηλιάνα Παπαγεωργίου κατέθεσε αγωγή ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ και μήνυση κατά της πρώην μάνατζέρ της, Έλενας Χριστοπούλου, κατηγορώντας την για υπεξαίρεση, πλαστογραφία και παραβίαση προσωπικών δεδομένων.
Η Παπαγεωργίου ισχυρίζεται ότι η Χριστοπούλου υπέγραψε πλαστές συμβάσεις και υπεξαίρεσε τουλάχιστον 305.482 ευρώ από την εταιρεία της.
Η αγωγή περιγράφει τη συνεργασία τους, η οποία κατέληξε σε δικαστική διαμάχη, και αναφέρει ότι η Χριστοπούλου δεν ενημέρωνε την Παπαγεωργίου για τις συμβάσεις και τα ποσά.
Η Παπαγεωργίου δηλώνει ότι η εμπιστοσύνη της κλονίστηκε και ότι η υπόθεση έχει βλάψει την επαγγελματική και προσωπική της εικόνα.
Πιο αναλυτικά
Όλο το παρασκήνιο και τις λεπτομέρειες του τελευταίου επεισοδίου στον πόλεμο Ηλιάνας Παπαγεωργίου – Έλενα Χριστοπούλου μετά την αγωγή – μαμούθ και τη μήνυση που κατέθεσε το γνωστό μοντέλο σε βάρος της μάνατζερ των επωνύμων, αποκαλύπτει το newsit.gr.
Η Ηλιάνα Παπαγεωργίου με αγωγή που κατέθεσε εναντίον της πρώην μάνατζερ της, απαιτεί από τη δεύτερη, να της καταβάλλει το αστρονομικό ποσό του 1.000.000 ευρώ για ηθική βλάβη, ενώ στη μήνυση της ζητεί και την ποινική δίωξη της Έλενας Χριστοπούλου για τέσσερα κακουργήματα: Της υπεξαίρεσης, της πλαστογραφίας, της παραβίασης του νόμου περί προσωπικών δεδομένων με οικονομικό αντικείμενο άνω των 120.000 και της υπεξαγωγής εγγράφων.
Μάλιστα, αναφορικά με το κομμάτι του ποινικού σκέλους, το μοντέλο αποφάσισε στις 27 Οκτωβρίου να υποβάλει μήνυση στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, καθώς από την έρευνα του καθηγητού δικαστικού γραφολόγου κ. Παύλου Κηπουρά, προέκυψε οτι σε 7 απο τις 67 συμβάσεις που μπήκαν στο επιστημονικό μικροσκόπιο, οι υπογραφές που εμφανίζονται, είναι πλαστές καθώς όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «δεν είναι δια χειρός Ηλιάνας Παπαγεωργίου». Το δε ποσό που έχει σύμφωνα με την έρευνα των πραγματογνωμόνων υπεξαιρεθεί, ανέρχεται τουλάχιστον σε 305.482,68 ευρώ.
Στην αγωγή των 34 σελίδων του ενός εκατομμυρίου ευρώ, που κατέθεσε στις 29 Οκτωβρίου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και κοινοποιήθηκε στις 13 Νοεμβρίου στην κυρία Χριστοπούλου, η Ηλιάνα Παπαγεωργίου περιγράφει τη συνεργασία της με την μάνατζερ των επωνύμων που έληξε άδοξα, ενώ προβαίνει και σε μια κατάθεση ψυχής αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «δεν θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ πως η στενότερη συνεργάτις μου, το «επαγγελματικό μου αποκούμπι», η «δεύτερη μητέρα μου», ήταν στην πραγματικότητα ο άνθρωπος που υπέσκαπτε την επαγγελματική μου πρόοδο, την οικονομική μου σταθερότητα και προσωπικότητα. Μου έσκαβε τον λάκκο».
Η συνεργασία και τα ποσοστά – «Δεν με ενημέρωνε για τις συμβάσεις και τα ποσά»
Στις πρώτες σελίδες της έγκλησης περιγράφεται ένα συνοπτικό ιστορικό όπου αναφέρεται στην επαγγελματική σχέση των δύο γυναικών.
«Η εγκαλούμενη (Έλενα Χριστοπούλου), παρείχε υπηρεσίες πρακτόρευσης. Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής συνεργασίας, η Έλενα Χριστόπουλου, συνήπτε συμφωνίες με τρίτους επ’ ονόματι και για λογαριασμό των εγκαλουσών (Ηλιάνας Παπαγεωργίου) προκειμένου αυτές να παράσχουν δια της εταιρείας της Ηλιάνας Παπαγεωργίου, υπηρεσίες διαφημίσης και προώθησης εμπορικών – καταναλωτικών προϊόντων των εκάστοτε τρίτων οι οποίοι συμβάλλονταν κατ’αρχην με την Έλενα Χριστόπουλου και την εταιρεία της. Για τις υπηρεσίες αυτές, η Έλενα Χριστόπουλου είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει διαχρονικά ποσοστό της τάξεως του 20% επί του συνολικού τιμήματος που θα συμφωνούσε με τον εκάστοτε τρίτο στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας της Ηλιάνας Παπαγεωργίου. Συνακόλουθα, η καθαρή αμοιβή της Ηλιάνας Παπαγεωργίου θα έπρεπε να ανέρχεται στο ποσοστό του 80% επί του ολικού ποσού της κάθε συμφωνίας» αναφέρεται στην έγκληση για τη συμφωνία που όμως σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη σελίδα 2 της αγωγής, δεν τηρήθηκαν καθώς η εταιρεία της κυρίας Χριστοπούλου «τιμολογούσε και λάμβανε στην κατοχή της, από τον εκάστοτε πελάτη το 100% της αμοιβής που συμφωνούσε ο πράκτορας και που στη συνέχεια υποχρεούτο να αποδίδει το ποσοστό ύψους 80% στην Ηλιάνα Παπαγεωργίου παρακρατώντας το 20% ως αμοιβή της για τις παρεχόμενες υπηρεσίες πρακτορεύσης. Στο σημείο αυτό θα πρέπει ιδιαίτερα να τονιστεί η αυθαίρετη μέθοδος που αυτοβούλως εφήρμοσαν διαχρονικά και οριζόντια οι εναγόμενες στις οικονομικές δοσοληψίες τους με την ενάγουσα και την εταιρεία της: Η τιμολόγηση των ποσών που η δεύτερη εξ’αυτών έπρεπε να καταβάλει στην Ηλιάνα Παπαγεωργίου ως αντίστοιχων του 80% επί του συνόλου της κάθε επιμέρους συμφωνίας με τρίτους, υποδεικνυόταν κάθε φορά από την (αναφέρεται σε συνεργάτιδα της κυρίας Χριστοπούλου), προς τους λογιστές της Ηλιάνας Παπαγεωργίου, χωρίς να παρέχεται η ενημέρωση όσον αφορά: Στις συμβάσεις που η εταιρεία της κυρίας Χριστόπουλου είχε καταρτίσει για λογαριασμό της Ηλιάνας Παπαγεωργίου και στο συνολικό ποσό στο οποίο ανερχόταν η εκάστοτε σύμβαση».
Μάλιστα στις επόμενες γραμμές της αγωγής, η Ηλιάνα Παπαγεωργίου αναφέρει ότι κατέβαλε μαραθώνιες προσπάθειες επί σχεδόν οκτώ μήνες όπου αρχικά μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και στη συνέχεια εξωδίκων για να αποκτήσει τις πρωτότυπες συμβάσεις. Στις 18 Νοεμβρίου, στην Αίτηση Ασφαλιστικών Μέτρων που είχε καταθέσει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών μέσω της δικηγορικής εταιρείας ΚΚ n A Law και των νομικών της εκπροσώπων Κωνσταντίνου Κακαβούλη και Νικολάου Κουμουλέντζου, προκειμένου να πάρει στα χέρια της τις συμβάσεις,το δικαστήριο δικαίωσε το γνωστό μοντέλο υποχρεώνοντας την κυρία Χριστόπουλού να τις παραδώσει. Από τον έλεγχο που έγινε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται:
«Μετά από το γραφολογικό και οικονομικό – λογιστικό έλεγχο που επακολούθησε, αποκαλύφθηκε και αποδεικνύεται η τέλεση πλήθους εγκληματικών πράξεων και δη κακουργηματικού χαρακτήρα από πλευράς της Έλενας Χριστοπούλου σε βάρος της Ηλιάνας Παπαγεωργίου που θεμελιώνουν την νομική βάση της αγωγής».
Κακουργηματική υπεξαίρεση, οι 7 συμβάσεις με τις πλαστές υπογραφές – «Κατέβαλε προσπάθεια να μιμηθεί τη γνήσια υπογραφή μου»
Στο κεφάλαιο 1 της αγωγής στη σελίδα 4 που φέρει τίτλο «Κακουργηματική πλαστογραφία, τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση με συνολικό οικονομικό αντικείμενο υπερβαίνουν τις 120.000 ευρώ», αναφέρεται:
«Εκ των εγγράφων που προσκομίστηκαν, υφίστανται συμβάσεις που έχουν τάχα υπογραφή από μένα. Πλην όμως ο δικαστικός γραφολόγος καθηγητής Παύλος Κηπουράς όποιος παρέστη ως τεχνικός σύμβουλος έχει διαγνώσει ότι οι επίδικες υπογραφές και μονογραφές που φέρονται σαν να ετέθησαν από εμένα είναι πλαστές [….]. Μάλιστα αποδεικνύεται ότι τις εν λόγω υπογραφές και μονογραφές, έθεσε, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να μιμηθεί την γνήσια υπογραφή και μονογραφή μου. Χρησιμοποίησε τα επίδικα πλαστά έγγραφα στο πλαίσιο της νομικής διαδικασίας επίδειξης εγγράφων, την οποία διέταξε ελληνική δικαιοσύνη, ένεκα της έκνομης συμπεριφοράς της εναγόμενης και της επίμονης άρνησης της να συμμορφωθεί προς τα νομίμως προβλεπόμενα. Τα εν λόγω πλαστά συμβατικά έγγραφα με φερόμενο συνολικό οικονομικό αντικείμενο 221.960 ευρώ, κατήρτισε κατ’ εξακολούθηση και δρώντας με ενιαίο δόλο τέλεσης των επιμέρους αξιόποινων πράξεων σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα χρόνο και πάντως σίγουρα εντός χρονικού διαστήματος μεταξύ 25/4/2025 και 14/5/2025».
Στις επόμενες σελίδες της αγωγής αναφέρονται οι επτά επίμαχες συμβάσεις στις οποίες ο γραφολόγος κ. Κηπουράς επισημαίνει πως « οι φερόμενες υπογραφές δεν έχουν τεθεί δια χειρός Ηλιάνας Παπαγεωργίου».
Προσωπικά δεδομένα
Αναφορικά με το σκέλος των προσωπικών δεδομένων όπως αναφέρεται στην αγωγή, η κυρία Χριστοπούλου και η εταιρεία της είχαν δεσμευθεί ότι θα παρέδιδαν τα έγγραφα στην Ηλιάνα Παπαγεωργίου. Όμως όπως αναφέρεται: «Στις συναντήσεις που έλαβαν χώρα, αποδέχθηκε απολύτως αφερέγγυα καθόσουν αυτοαναιρούμενη ηρνείτο πεισματικά να συμμορφωθεί προς τα νόμιμα και να ικανοποιήσει την χορήγηση των εγγράφων που αιτηθήκαμε. Με την οριστικοποίηση της άρνησης τους, κατέστησαν υπεύθυνες επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων μου βλάπτοντας και περιορίζοντας δολίως και χωρίς δικαίωμα τα προσωπικά μου δεδομένα».
Και όταν τελικά κατάφεραν να συναντηθούν για την επίδειξη των εγγράφων, όπως αναφέρεται στην σελίδα 11 της αγωγής:« Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας επίδειξης πρωτότυπων εγγράφων και χορήγησης αντιγράφων η πρώτη των εναγομένων (εννοεί την κυρία Έλενα Χριστοπούλου) διέπραξε εκ νέου κακουργηματική παραβίαση. Όχι μόνο δεν προσεκόμισε όλες τις πρωτότυπες συμβάσεις – όπως αποδεικνύεται από το σύνολο των διαπιστωτικών εκθέσεων που συνετάγησαν σχετικώς – αδιαφορώντας προκλητικά για τα όσα διέταξε η ελληνική δικαιοσύνη, αλλά επιπροσθέτως απαγόρευσε ρητώς και μετ’ επιτάσεως σε μένα να ασκήσω το νόμιμο δικαίωμα μου λαμβάνοντας αντίγραφα των εγγράφων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των προσωπικών μου δεδομένων».
Στη σελίδα 14 γίνεται και αναφορά σε ένα τεράστιο ποσό της τάξεως των 304.482 ευρώ, το οποίο προκύπτει απο τους υπολογισμούς που έγιναν στα στοιχεία που έχουν χορηγηθεί: «Συγκεκριμένα βάσει των πορισμάτων της προαναφερόμενης από 12/9/2025 Έκθεσης Ευρημάτων Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (C&A) που στηρίχθηκε στα δεδομένα που προέκυψαν μετά την δικαστική διαμάχη εμού και της εταιρείας μου με την κυρία Χριστόπουλου και την εταιρεία της, το συνολικό ποσό που έχει υπεξαιρέσει από την εταιρεία μου και κατ’επέκταση από μένα ανέρχεται με σημερινούς υπολογισμούς και επί τη βάσει των λοιπών και πλημμελών στοιχείων που έχουν χορηγηθεί στις τουλάχιστον 305.482,68 ευρώ».
Υπεξαγωγή εγγράφων: Τα 39 αντίγραφα που προσκομίστηκαν αντί των πρωτοτύπων συμβάσεων
Μέσα σε πέντε σελίδες της αγωγής αναφέρεται ότι η κυρία Χριστοπούλου και όπως διαπιστώθηκε από την εξέταση του πραγματογνώμονα κ. Κηπουρά, αντί των πρωτότυπων συμβάσεων προσεκόμισε αντίγραφα αυτών. Μάλιστα παρατίθεται και η λίστα των 39 συμβάσεων από τη συνεργασία με μεγάλα brands τα οποία όμως είναι τα αντίγραφα.
Τα «ύποπτα» συμβόλαια με ενδείξεις πλαστότητας σε υπογραφές τρίτων
Ειδική μνεία γίνεται στη σελίδα 12 της μήνυσης που κατάθεσε η κυρία Παπαγεωργίου για μια σειρά υπόπτων συμβάσεων, με την εξής επισήμανση: « Αναφέρονται προς περαιτέρω διερεύνηση από εσάς, με όλες τις δέουσες ανακριτικές πράξεις, ισχυρές ενδείξεις πλαστότητας και νόθευσης, που παρουσιάζουν τα ακόλουθα αναφερόμενα έγγραφα που χορηγήθηκαν από πλευράς της εκκαλούμενης» και στη συνέχεια παρατίθενται αναλυτικά. Ενδεικτικό είναι ότι σε μία απ’ αυτές αναφέρεται ότι «εντοπίζονται διαφορετικές υπογραφές των αναγραφομένων ως συμβαλλόμενων προσώπων» ενώ σε άλλη σύμβαση τονίζεται πως «σε κάθε σελίδα εισφερόμενες υπογραφές του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρείας παρουσιάζουν έντονη διαφοροποίηση». Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ακόμη «ύποπτη» περίπτωση για την οποία υπογραμμίζεται πως «η υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρείας παρουσιάζει ισχυρή ένδειξη πλαστότητάς, συγκρινόμενη με τις υπογραφές του ίδιου προσώπου που έχουν τεθεί στις λύπες σελίδας της εν λόγω σύμβασης».
«Κονιορτοποίησε τη δημόσια εικόνα μου. Είμαι ανήμπορο θύμα οικονομικής πλεκτάνης»
Στην πολυσέλιδη αγωγή, του ενός εκατομμυρίου, το γνωστό μοντέλο προχωρά και σε μια προσωπική εξομολόγηση χρωματίζοντας με μελανά χρώματα αυτή τη σχέση ζωής που κατέληξε στα δικαστικά μαχαίρια.
«Οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της εναγόμενης, προσέβαλαν κατά τρόπο βάναυσο και προκλητικό το δικαίωμα της πληροφοριακής μου αυτοδιαθέσεως την οικονομική μου ελευθερία, την προσωπική επαγγελματική μου τιμή και υπόληψη με ονειδισμό και καταφρόνηση μου. Έβλαψε επίσης και την ψυχική υγεία μου πλήττοντας την ψυχοβιονοητική μου γαλήνη και το συναισθηματικό μου κόσμο, αφού οι συμπεριφορές της κυριολεκτικά κονιορτοποίησαν τόσο την δημόσια εικόνα μου όσο και την προσωπικότητά μου. Με κατέκλυσαν συναισθήματα θλίψης άγχους και αναξιότητας διότι χωρίς να το αντιληφθώ βρέθηκα να είμαι ένα ανήμπορο θύμα μιας οικονομικής πλεκτάνης που κυριολεκτικά ένεκα της συμφοράς αυτής, απώλεσα κάθε ρανίδα εμπιστοσύνης προς τα πρόσωπα του επαγγελματικού περιβάλλοντος και του κοινωνικού περίγυρου» αναφέρει.
«Η «δεύτερη μητέρα» μου έσκαβε τον λάκκο μου. Ο επαγγελματικός μου περίγυρος με αντιμετωπίζει ως άτομο μειωμένης αντίληψης»
Λίγο παρακάτω, η Ηλιάνα Παπαγεωργίου, συνεχίζει στον ίδιο δραματικό τόνο, αναφέροντας πως «κλονίστηκε η εμπιστοσύνη μου σε άτομα που μέχρι τότε στηριζόμουν τυφλά. Η εναγόμενη, ετύγχανε πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης και για ακόμα έναν λόγο: Την αντιμετώπιζα σαν μέλος της οικογένειας μου, σαν μια «δεύτερη μητέρα» πιστεύοντας κάθε συμβουλή που μου έδινε, ακολουθώντας κάθε κατεύθυνση που υπεδείκνυε με κλειστά μάτια. Απόρροια αυτής της πίστης μου σε εκείνη, ήταν η απουσία οποιουδήποτε ελέγχου εκ μέρους μου γεγονός που αποτέλεσε το εφαλτήριο της τέλεσης των αξιόποινων αυτών πράξεων. Μόλις περιήλθαν σε γνώση μου τα ως άνω γεγονότα, κυριολεκτικά ναρκοθετήθηκαν, εν μια νυκτί, τα όσα είχα οικοδομήσει με αστείρευτη εργατικότητα και αφοσίωση τόσα χρόνια και κατέρρευσε η πίστη μου στις ανθρώπινες αξίες και την ακεραιότητα των ανθρώπων διότι αίφνης, όλοι φάνταζαν ανάξιοι εμπιστοσύνης. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι η στενότερη συνεργάτις μου, το “επαγγελματικό μου αποκούμπι”, η “δεύτερη μητέρα” μου ήταν στην πραγματικότητα ο άνθρωπος που υπέσκαπτε την επαγγελματική μου πρόοδο, την οικονομική μου σταθερότητα και την προσωπικότητά μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι εκμεταλλευόμενη την αμέριστη εμπιστοσύνη μου, κυριολεκτικά έσκαβε τον λάκκο μου. Μέχρι και σήμερα η αιφνίδια αυτή η εξέλιξη, έβλαψε ανεπανόρθωτα τον ψυχικό μου κόσμο, κλονίζοντας συθέμελα και την επαγγελματική μου ζωή, καθώς τα γεγονότα αυτά εξαπλώθηκαν στο χώρο των media και της μόδας βλάπτοντας το επιχειρηματικό και προσωπικό μου προφίλ. Η εναγόμενη με τη συμπεριφορά της “λάβωσε” την δημόσια εικόνα μου καθώς παρέχεται δυνατότητα στο επαγγελματικό μας περίγυρο να με αντιμετωπίσει το άτομο μειωμένης αντίληψης, εύπιστο και αφελές που δεν δύναται να διαφυλάξει τα συμφέροντα του. Ένα άτομο δηλαδή που επί σειρά ετών υφίσταται οικονομική αφαίμαξη και λεηλασία χωρίς να έχει αντιληφθεί το παραμικρό».






