Ο Θωμάς Νάκης, γεννημένος το 1904 στη Θεσπρωτία, υπήρξε ένας γενναίος Έλληνας στρατιώτης που αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα του μετά τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς το 1941.
Παρά τις πιέσεις και τις απειλές από τους Ιταλούς κατακτητές, ο Νάκης επέλεξε να συνεχίσει την αντίσταση, οργανώνοντας εθνικές ομάδες και πολεμώντας εναντίον των Ιταλών και των συνεργατών τους, των Αλβανοτσάμηδων.
Η αποφασιστικότητα και το θάρρος του τον έκαναν σύμβολο αντίστασης, ενώ η δράση του καταγράφηκε από συγγενείς και απογόνους του. Ο Νάκης συνέχισε τον αγώνα του μέχρι το τέλος της Κατοχής και απεβίωσε το 1977.
Πιο αναλυτικά
Ο Θωμάς Νάκης πολέμησε γενναία στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940.
Δεν κατέθεσε τα όπλα, μετά την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς κατακτητές από τον Στρατηγό Τσολάκογλου. Γεννήθηκε το 1904 στο χωριό Ελευθέρι Μαργαριτίου της Θεσπρωτίας, παιδί πολυμελούς οικογένειας.
Σελίδες από το «τετράδιο» της μνήμης, έχει η εγγονή του, κ. Ελένη Καλαμπάκα εκπαιδευτικός στην Ηγουμενίτσα. 
Ο Θωμάς Νάκης, όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην χώρα μας, ζούσε στο χωριό του. Από την πρώτη στιγμή, δημιούργησε την δική του ομάδα και άρχισε να βοηθά την ελληνική αστυνομία στην περιοχή τις δύσκολες μέρες του πολέμου, ενώ στη συνέχεια έκανε αποστολές που του ανέθεσαν για τον ελληνικό στρατό, στα σύνορα με την Αλβανία. Τον Μάρτιο του 1941 επιστρατεύθηκε, παρουσιάστηκε στα Ιωάννινα και από εκεί πήρε φύλο πορείας για το Χάνι Δελβινάκι και στη συνέχεια βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του Μετώπου στο Αργυρόκαστρο και ακόμη πιο βαθιά στην Αλβανία, την Κολώνια και στο Γκολέμι. Μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στον τόπο του με κρυοπαγήματα και ένα αναπάντητο για εκείνον γιατί, που τον γέμιζε οργή, όπως φαίνεται στις σημειώσεις του.
Συγγενικό του πρόσωπο, ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός κ. Θανάσης Αηδόνης Νάκης, υπερήλικας σήμερα, καταθέτει σε βιβλίο του όσα σαν έφηβος τότε, το Πάσχα του 1941, έζησε στο πατρικό σπίτι του Θωμά Νάκη.
«Ήταν 20 Απριλίου 1941, μέρα Λαμπρής πρωί – πρωί της Πασχαλιας γυρίζουν από το μέτωπο της Αλβανίας τα αδέλφια Τάσος και Θωμάς Νάκης. Το μεσημέρι καθίσαμε όλοι στο λαμπριάτικο τραπέζι να φάμε, εκτός του Θωμά. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό, μας ανακοινώνει σοβαρά, “ακούστε, εγώ δεν θα παραδώσω τον οπλισμό μου στους εχθρούς της πατρίδας μου, ούτε εγώ ο ίδιος θα παραδοθώ σ’αυτούς, αλλά θα πάρω το τουφέκι μου και θα βγω στο κλαρί -βουνό- να κάνω αντίσταση κι όπου με βρει ο Χάρος, θα πεθάνω όμως Ελεύθερος”».
Η αντιστασιακή δραστηριότητα του Θωμά Νάκη, μπαίνει στο στόχαστρο των κατακτητών. Στο «τετράδιο» γράφει:
«…. Εις τας 12 Ιουνίου έλαβον επιστολήν από Ιταλικάς Αρχας να παραδώσω 12 όπλα, ένα οπλοπολυβόλο, έναν ολμίσκο και διάφορα πολεμοφόδια και απαντήσας ότι: Ιταλικά όπλα δεν έχω να παραδώσω. Τα Ελληνικά δεν τα παραδίδω, υπακούοντας στον όρκο του Έλληνα Στρατιώτη».
Λίγες μέρες αργότερα στις 12 Ιουνίου, οι Ιταλοί έστησαν ενέδρα στα αδέλφια Νάκη. Μία διμοιρία Ιταλών υποστηριζόμενοι από Τσάμηδες τους περικύκλωσαν, ο Φώτης όπως γράφει, κατάφερε να διαφύγει, όμως συνέλαβαν τον αδελφό του Αναστάσιο και τον φυλάκισαν στο Μαργαρίτι.
“.…Επηκολούθησε επιστολή ότι: εάν δεν παραδοθείτε μαζί με τον οπλισμό σας, θα εκτελέσωμεν τον αδελφό σας. Απάντησα, ότι καλά θα κάμετε να τον εκτελέσετε, αφού δεν υπήκουσε στην παράκλησιν μου να λάβει όπλο και να με ακολουθήσει. Αλλά, σας διαβεβαιώ, πολύ σύντομα θα εκδικηθώ τον θάνατον του…»
Ιταλοί και Τσάμηδες προσπάθησαν να τον συλλάβουν άλλα όπως ο ίδιος αναφέρει, οι συγχωριανοί των φύλαγαν «ως κάτι ιερό».
«..Εις τας 10 Ιουλίου συνατήθηκα με τον Βασίλειον Μπαλούμην εις το χωρίον Σπαθαραίους Μαργαριτίου και αποφασίσαμεν να συγκροτήσωμεν εθνική ομάδα και να πολεμήσωμεν τον εχθρόν της πατρίδος μας και να διαφυλάξωμεν χωριά από την λεηλασίαν των Αλβανοτσάμηδων. Την 18η Οκτωμβρίου πολεμήσαμε με Ιταλούς και Αλβανοτσάμηδες. Την 8η Φεβρουαρίου 1942 πολεμήσαμε τους Ιταλούς και Αλβανοτσάμηδες. Την 1η Ιουλίου μας επετέθησαν ένα Τάγμα Ιταλών και ένα Τάγμα Αλβανοτσάμηδων.9 Δεκεμβρίου μας κήρυξαν τον πόλεμο πολλά τάγματα Τουρκαλβανών, διαρκέσας επί 3 ημέρας,τους αποκρούσαμε νικηφόρως….»
Ο Θωμάς Νάκης και η ομάδα του στη συνέχεια, εντάχτηκαν σε αντιστασιακές οργανώσεις και συνέχισαν τον αγώνα κατά των κατακτητών μέχρι το τέλος της Κατοχής.. Είχε υπηρετήσει στο Ελληνικό Στρατό στο 40ο Σύνταγμα Ευζώνων από τον Σεπτέμβριο του 1924 έως τον Μάρτιο του 1926. Έφυγε από την ζωή το 1977, προδομένος από την καρδιά του.






