Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προβλέπει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα και θα μειώσει σταθερά το δημόσιο χρέος της μέχρι το 2030.
Συγκεκριμένα, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να φτάσει το 3,2% του ΑΕΠ το 2025 και το 2,3% το 2026, ενώ το δημόσιο χρέος προβλέπεται να μειωθεί από 154,8% του ΑΕΠ το 2022 σε 130,2% το 2030.
Παράλληλα, το ΔΝΤ εκφράζει ανησυχίες για την παγκόσμια αύξηση του δημόσιου χρέους, που αναμένεται να ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ το 2029, λόγω αυξημένων επιτοκίων και δημοσιονομικών προκλήσεων.
Οι μεγάλες οικονομίες αντιμετωπίζουν μέτριο κίνδυνο χάρη στις ρευστές αγορές ομολόγων, ενώ οι αναδυόμενες αγορές και χώρες με χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες.
Πιο αναλυτικά
Πρωτογενή πλεονάσματα της Ελλάδας και σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους της έως το 2030 προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην έκθεσή του για τις παγκόσμιες δημοσιονομικές εξελίξεις (Fiscal Monitor).
Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται στο 3,2% του ΑΕΠ το 2025 και στο 2,3% το 2026. Αν ληφθούν υπόψη και οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, το ισοζύγιο εσόδων-δαπανών αναμένεται να είναι ισοσκελισμένο (μηδενικό) εφέτος και να έχει έλλειμμα 0,8% το 2026.
Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 154,8% του ΑΕΠ πέρυσι, στο 146,7% φέτος και στο 141,9% το 2026, με προοπτική να υποχωρήσει περαιτέρω στο 130,2% το 2030.
Τα δημόσια έσοδα αναμένεται ότι θα αυξηθούν από 49,3% του ΑΕΠ πέρυσι στο 49,8% φέτος και το 50% το 2026, για να υποχωρήσουν στη συνέχεια στο 46,8% το 2030.
Οι δημόσιες δαπάνες από 48% του ΑΕΠ το 2024 προβλέπεται να αυξηθούν στο 49,8% εφέτος και περαιτέρω στο 50,8% το 2026, για να μειωθούν στο 48,2% το 2030.
Υψηλό το παγκόσμιο δημόσιο χρέος
Η έκθεση του Ταμείου προβλέπει ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί πάνω από το 100% του ΑΕΠ το 2029, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1948, ακολουθώντας πιο απότομη ανοδική τροχιά από ό,τι προβλεπόταν πριν την πανδημία.
Πολλές μεγάλες χώρες -όπως ο Καναδάς, η Κίνα, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ- προβλέπεται ότι έχουν ή θα φτάσουν σε ένα επίπεδο δημόσιου χρέους μεγαλύτερο από το 100% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ο δημοσιονομικός κίνδυνος για αυτές τις χώρες είναι μέτριος, επειδή έχουν συνήθως βαθιές και ρευστές αγορές κρατικών ομολόγων και συχνά ευρύτερες επιλογές πολιτικής.
Αντίθετα, πολλές αναδυόμενες αγορές και χώρες με χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν δυσκολότερες δημοσιονομικές προκλήσεις, παρά το σχετικά χαμηλό χρέος τους.
Γενικά, η δυναμική του παγκόσμιου δημόσιου χρέους έχει αυξηθεί θεαματικά, λόγω και της αύξησης των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια, εγκυμονώντας δημοσιονομικούς κινδύνους, σύμφωνα με το ΔΝΤ, καθώς μάλιστα η μελλοντική πορεία των επιτοκίων είναι πολύ αβέβαιη.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες για αυξημένες αμυντικές δαπάνες όπως και δαπάνες για φυσικές καταστροφές, για το δημογραφικό και την ανάπτυξη συνδυάζονται με «πολιτικές κόκκινες γραμμές κατά της αύξησης φόρων και με μειωμένη δημόσια συνειδητοποίηση των δημοσιονομικών ορίων», σημειώνει το Ταμείο.
«Το συμπέρασμα είναι αναπόδραστο: ξεκινώντας από υπερβολικά υψηλά ελλείμματα και χρέη, η επιμονή σε δαπάνες μεγαλύτερες από τα φορολογικά έσοδα θα ωθεί το δημόσιο χρέος σε όλο και υψηλότερα επίπεδα απειλώντας τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα», τονίζεται στην έκθεση.