Το άρθρο αναφέρεται στην ιστορία της Αυτοδιοικούμενης Ποντιακής Δημοκρατίας, που υπήρξε μια προσπάθεια δημιουργίας αυτόνομου κράτους από τους Πόντιους κατά την περίοδο 1916-1922.
Οι Πόντιοι, ένα δυναμικό κομμάτι του ελληνισμού στη Μικρά Ασία, υπέστησαν διώξεις και σφαγές από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά την επικράτηση των Νεότουρκων και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Παρά τις προσπάθειες για αναγνώριση από τις δυνάμεις της Αντάντ και τη στήριξη από τη Ρωσία, το αυτόνομο κράτος δεν κατάφερε να επιβιώσει λόγω της τουρκικής αντεπίθεσης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, περίπου 400.000 Πόντιοι μετανάστευσαν στην Ελλάδα, διατηρώντας ζωντανή την ανάμνηση των χαμένων πατρίδων.
Πιο αναλυτικά
Πόντιοι υπήρξαν, αναμφίβολα, ένα δυναμικό τμήμα του ελληνισμού, που ζούσε στη Μικρά Ασία, στο κέντρο δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η έξωσή τους από τις περιοχές που κατοικούσαν επί αιώνες αποτελεί μια από τις πλέον τραγικές στιγμές της ευρύτερης μικρασιατικής καταστροφής.
Όμως, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στον καθαυτό ελληνικό χώρο, κατάφεραν να συνεισφέρουν στην αναδιοργάνωση της ελληνικής κοινωνίας, μετά το ορόσημο του 1922.
Η ιστορία του ποντιακού ελληνισμού σημαδεύτηκε από την πτώση της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς, το 1461, που σηματοδότησε την έναρξη της τουρκικής κυριαρχίας.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής ήταν αναγκασμένοι να υφίστανται τις συνέπειες της εκμετάλλευσης και, σε κάποιες περιόδους, την προοπτική του μαζικού εξισλαμισμού. Η κατάσταση βελτιώθηκε αρκετά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εποχή μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η οικονομική, κοινωνική και δημογραφική άνοδος του ποντιακού ελληνισμού συνοδεύτηκε, μεταξύ άλλων, από την επέκταση στο χώρο του Καυκάσου και της Κριμαίας.
Ήταν εμφανές ότι οι ολοένα μεγαλύτερες απαιτήσεις των χριστιανών για παραχώρηση δικαιωμάτων θα προκαλούσαν την αντίδραση της φθίνουσας Αυτοκρατορίας, στο ευρύτερο σκηνικό που δημιουργούσε το Ανατολικό Ζήτημα.
Η επικράτηση των νεότουρκων, το 1908, επιτάχυνε τις διαδικασίες. Το 1915, στο πλαίσιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τουρκία αποφάσισε να αναλάβει τη δυναμική εκκαθάριση των χριστιανικών πληθυσμών.
Οι σφαγές των Αρμενίων προϊδέαζαν για τη συνέχεια. Το επόμενο έτος, η καταπίεση των Ποντίων αυξήθηκε, κυρίως στις περιoχές της Σαμψούντας και της Μπάφρας, όπου και οργανώθηκε σημαντικό αντάρτικο από τοπικούς ένοπλους. Aντιθέτως, η περιοχή της Τραπεζούντας, στον Ανατολικό Πόντο, είχε καταληφθεί από το ρωσικό στρατό.
Στην περιοχή αυτή επιχειρήθηκε να συγκροτηθεί το αυτόνομο ποντιακό κράτος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αναγνωριστεί η ελληνική κυριαρχία στην περιοχή.
Η Προσωρινή Kυβέρνηση, υπό την ηγεσία του μητροπολίτη Χρύσανθου, επιδίωξε να αναγνωριστεί από τις δυνάμεις της Αντάντ και στήριξε αρκετά, όπως είναι ευνόητο, στη ρωσική πλευρά.
Η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 άλλαξε την κατάσταση και δημιούργησε νέα δεδoμένα, ακόμη και στο πεδίο της διάστασης απόψεων στους κόλπους της ποντιακής κοινότητας, ως προς τη στάση που έπρεπε να ακολουθηθεί.
Το αυτόνομο κράτος δεν μπόρεσε να διατηρηθεί για πολύ, καθώς ακολούθησε η τουρκική αντεπίθεση. Συνέπεια της πολιτικής που υλοποίησε ο Κεμάλ ήταν ο θάνατος χιλιάδων Ποντίων, ο εξανδραποδισμός και η εξορία σε Τάγµατα Εργασίας, μαζικές σφαγές και διώξεις.
Τον Οκτώβριο του 1922 συμφωνήθηκε μεταξύ Κεµάλ και ελληνικής κυβέρνησης η μεταφορά των εναπομεινάντων Ποντίων στην Ελλάδα, η οποία και πραγματοποιήθηκε σταδιακά µέχρι το 1924.
Υπολογίζεται ότι 400.000 περίπου Πόντιοι εγκαταστάθηκαν τελικά στο ελληνικό κράτος, κυρίως στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, διατηρώντας ζωντανή την ανάμνηση των «χαμένων πατρίδων».
Η σημαία του Αυτόνοµου Πόντου ήταν όμοια µε την ελληνική (θαλάσσης), µε την προσθήκη του αυτοκρατορικού αετού στο άνω αριστερό άκρο, εντός του σταυρού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αετός ήταν µονοκέφαλος (µε την κεφαλή στραμμένη προς τα δεξιά) και όχι ο κλασικός δικέφαλος.
Υιοθετήθηκε δηλαδή ένα έμβλημα του παλαιού βυζαντινού κράτους, που χρησιμοποιήθηκε βέβαια και από τις τοπικές χριστιανικές ηγεμονίες του Πόντου, µέχρι το 1461.
(Πηγή)