«Περήφανος» που πήρε τη δύσκολη απόφαση να υπογράψει τη συμφωνία με τους πιστωτές το 2015, η οποία επέτρεψε στη χώρα να ανακτήσει την οικονομική της αυτονομία, δηλώνει ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σε συνέντευξή του στην γαλλική εφημερίδα Le Monde.
Παρά το γεγονός ότι του λείπει η ενεργός πολιτική και η επαφή με τους ψηφοφόρους, όπως ομολογεί, δηλώνει ότι δεν είναι αχόρταγος με την εξουσία, και ότι προς το παρόν δεν σκέφτεται την δημιουργία νέου κόμματος, αλλά μόνο το βιβλίο που γράφει.
Ολόκληρη η συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως εξής:
«Σας ακούσαμε ελάχιστα να μιλάτε για τη σκληρή διαπραγμάτευση που συνόδευσε το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας το 2015, ανάμεσα στην κυβέρνησή σας και τους πιστωτές, ιδίως για το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 για το πρόγραμμα λιτότητας, που προκάλεσε τόσο θόρυβο. Γιατί το οργανώσατε;
Είναι αλήθεια πως, σε αντίθεση με πολλούς –οι οποίοι, μάλιστα, δεν είχαν όλοι συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις– δεν μίλησα για εκείνη τη δραματική περίοδο για την Ελλάδα, ενώ ήμουν ο βασικός της πρωταγωνιστής. Για αυτό γράφω ένα βιβλίο, που θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος της χρονιάς. Μετά από δέκα χρόνια, ήρθε η ώρα να πω τη δική μου αλήθεια και να διορθώσω ορισμένους μύθους που κυκλοφόρησαν για το 2015.
Οργάνωσα το δημοψήφισμα τον Ιούλιο του 2015 επειδή υπήρχε μια αδιάλλακτη στάση από τους Ευρωπαίους ηγέτες απέναντι σε μια νέα κυβέρνηση, που είχε αναλάβει μόλις τον Ιανουάριο και δεν έφερε καμία ευθύνη για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τη διαφθορά που προκάλεσαν την κρίση. Η ελληνική κρίση δεν ξεκίνησε το 2015· το πρώτο πρόγραμμα βοήθειας από την ΕΕ και το ΔΝΤ χρονολογείται από το 2010. Όταν ανέλαβα την κυβέρνηση, τα δύο πρώτα προγράμματα είχαν αποτύχει να διορθώσουν την κατάσταση. Η συντηρητική κυβέρνηση μας είχε αφήσει χρέος στο 180% του ΑΕΠ και άδεια ταμεία.
Με το δημοψήφισμα ήθελα να εξασφαλίσω μια καλύτερη λύση για τον ελληνικό λαό. Ήταν ένας τρόπος, μέσα από μια μορφή δραματοποίησης, να αποσπάσουμε παραχωρήσεις από τους πιστωτές. Και το καταφέραμε εν μέρει: η Ελλάδα μπόρεσε να αναδιαρθρώσει το δημόσιο χρέος της, πράγμα που της επέτρεψε να βγει από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018 και να ανακτήσει την οικονομική της ανεξαρτησία.
Υπογράψατε μια συμφωνία με τους πιστωτές τον Αύγουστο του 2015, παρά τη μεγάλη νίκη του «όχι» στο δημοψήφισμα για το πρόγραμμα λιτότητας που απορρίφθηκε. Σας κατηγόρησαν ότι κάνατε πίσω («kolotoumba») και προδώσατε τους ψηφοφόρους σας. Τι απαντάτε;
Οι ψηφοφόροι μού έδωσαν ξανά την εμπιστοσύνη τους τον Σεπτέμβριο, στις βουλευτικές εκλογές, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε σχεδόν το ίδιο ποσοστό με τον Ιανουάριο του 2015, δηλαδή 36%. Και, στις εκλογές του Ιουλίου 2019, που κέρδισαν οι συντηρητικοί, μετά από τέσσερα χρόνια δύσκολων μεταρρυθμίσεων, χάσαμε μόλις τέσσερις μονάδες. Χάρη σε αυτό που οι πολιτικοί μου αντίπαλοι αποκαλούν «kolotoumba», η Ελλάδα είναι σήμερα μια κανονική χώρα, που δεν βρίσκεται πια υπό διεθνή επιτήρηση και δεν αφήνει υπαλλήλους του ΔΝΤ να υπαγορεύουν την πολιτική της. Είμαι, λοιπόν, περήφανος που έκανα αυτήν την επιλογή.
Με το πέρασμα του χρόνου, θεωρείτε ότι κάποιες μεταρρυθμίσεις του τρίτου μνημονίου ήταν αναγκαίες για την οικονομική ανάκαμψη;
Τα μέτρα λιτότητας ήταν μια εμμονή του ΔΝΤ και της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας. Χωρίς αυτά, θα μπορούσαμε να είχαμε βγει πιο γρήγορα από την κρίση. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες μεταρρυθμίσεις ήταν χρήσιμες, όπως η ενοποίηση των ταμείων συντάξεων. Χωρίς αυτό, το ασφαλιστικό θα είχε καταρρεύσει. Σήμερα η Ελλάδα έχει έναν από τους καλύτερους δείκτες αναπλήρωσης συντάξεων στην ΕΕ – πάνω από 80% έναντι περίπου 61% κατά μέσο όρο στην ΕΕ, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Το 2018 η Ελλάδα ξαναβγήκε στις αγορές και επέστρεψε στην ανάπτυξη (1,9%). Έκτοτε, η ανάπτυξη είναι πάνω από τον μέσο όρο πολλών ευρωπαϊκών χωρών (2,3% το 2024, σύμφωνα με τις Βρυξέλλες) και η ανεργία έπεσε στο 8% τον Μάιο, από 25% το 2015. Έχει βγει πραγματικά η Ελλάδα από την κρίση και ξεπέρασε τα δεινά που την οδήγησαν σχεδόν στη χρεοκοπία;
Η Ελλάδα οδηγήθηκε στην κρίση για τρεις βασικούς λόγους: ένα δυσλειτουργικό παραγωγικό μοντέλο, γενικευμένη διαφθορά και ένα πελατειακό κράτος. Αυτή η κρίση ήταν μια σύγχρονη Οδύσσεια για τον ελληνικό λαό. Όπως η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη μετά από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, έτσι και η έξοδος από τα μνημόνια το 2018 σηματοδότησε μια νέα εποχή. Όμως η συντηρητική κυβέρνηση δεν αξιοποίησε τις ευκαιρίες που έφερε το τέλος της εξάρτησης από τη χρηματοδότηση.
Με την χαλάρωση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων κατά την πανδημία και τα κονδύλια ανάκαμψης της ΕΕ, η κυβέρνηση είχε την ευκαιρία να αλλάξει το οικονομικό μοντέλο της χώρας, που στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό και την κτηματαγορά. Για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να επενδύσει στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στις πράσινες ενέργειες, στις νέες τεχνολογίες ή στην παραγωγή ποιοτικών αγροτικών προϊόντων.
Η σημερινή ανάπτυξη ωφελεί μια μειοψηφία. Σύμφωνα με τελευταίες δημοσκοπήσεις, μόνο ένας στους πέντε Έλληνες ζει άνετα· το 45% δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα και το 35% είναι χρεωμένο (σε Δημόσιο και τράπεζες). Να θυμίσω ότι το 2015 καταφέραμε να αναδιαρθρώσουμε το χρέος και να εξασφαλίσουμε χαμηλά επιτόκια ως το 2032. Μετά όμως δεν θα ισχύει αυτό, και για να μπορεί η Ελλάδα να εξυπηρετεί το χρέος της, θα χρειάζεται υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Με το τωρινό παραγωγικό μοντέλο, αυτό θα είναι δύσκολο…
Κυρίως, όμως, έχουμε επιστρέψει στη γενικευμένη διαφθορά. Το σκάνδαλο με τις ευρωπαϊκές αγροτικές επιδοτήσεις που ξέσπασε πρόσφατα είναι ενδεικτικό. [Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ξεκίνησε έρευνα για «οργανωμένο σύστημα απάτης» με τα κοινοτικά κονδύλια, που είχε «συστηματικό» χαρακτήρα την περίοδο 2019-2024, επί της συντηρητικής κυβέρνησης].
Τι απαντάτε στον Φρανσουά Μπαϊρού, που, θέλοντας να δικαιολογήσει τα μέτρα λιτότητας στη Γαλλία, θύμισε την κατάσταση της Ελλάδας το 2015;
Πιστεύω ότι τότε η Ελλάδα χρειαζόταν έναν δημοσιονομικό εξορθολογισμό, όπως χρειάζεται σήμερα η Γαλλία. Το πρόγραμμα που εφάρμοσα την περίοδο 2015-2019 σήμαινε περικοπές ύψους 8,1 δισ. ευρώ, έναντι 44 δισ. στα δύο προηγούμενα. Το 84% του βάρους της λιτότητας επιβλήθηκε στα δύο πρώτα μνημόνια.
Και παρ’ όλη την τεράστια πίεση των πιστωτών, η κυβέρνησή μου φρόντισε το βάρος να πέσει στους πιο πλούσιους και μείωσε τις ανισότητες. Αντίθετα, με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που είναι στην εξουσία από το 2019, οι ανισότητες αυξάνονται. Μεταξύ 2015 και 2019, τα εισοδήματα του 10% των πιο φτωχών αυξήθηκαν κατά 45%, ενώ των 10% πιο πλούσιων μειώθηκαν κατά 2,7% (σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Αντίθετα, μεταξύ 2019 και 2023, τα εισοδήματα των φτωχότερων 10% μειώθηκαν κατά 8,1%, ενώ των πλουσιότερων 10% αυξήθηκαν κατά 13%.
Η γαλλική κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει μια πιο δίκαιη κατανομή του κόστους. Ο οικονομολόγος Γκαμπριέλ Ζούκμαν προτείνει, για παράδειγμα, έναν φόρο 2% στις περιουσίες άνω των 100 εκατ. ευρώ –που αφορούν μόνο περίπου 1.800 νοικοκυριά. Αλλά η κυβέρνηση Μπαϊρού φαίνεται να το απορρίπτει. Η νεοφιλελεύθερη δεξιά του κ. Μητσοτάκη ή του κ. Μπαϊρού θέλει να προστατεύει τις ελίτ με κάθε κόστος. Αυτή είναι μια από τις μεγάλες διαφορές με την αριστερά, που ενδιαφέρεται για το καλό της πλειοψηφίας, των πιο αδύναμων και της μεσαίας τάξης.
Γιατί αποφασίσατε το 2023 να αφήσετε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και παραμείνατε σιωπηλός για μήνες, ενώ το κόμμα βυθιζόταν στην κρίση;
Επειδή δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου. Πίστευα πως έπρεπε να δοθεί μια νέα ώθηση με αλλαγή ηγεσίας. Ο τρόπος όμως που εξελίχθηκαν τα πράγματα δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου… Η αριστερά, είτε στην Ελλάδα είτε στην Ευρώπη, πρέπει να ξαναβρεί τον προσανατολισμό της και να εμπνεύσει ξανά τους πολίτες, γιατί σήμερα το πρόταγμά μας για κοινωνική δικαιοσύνη και πρόοδο είναι πιο αναγκαίο από ποτέ, σε έναν κόσμο που οι ανισότητες μεγαλώνουν και η ακροδεξιά κερδίζει έδαφος.
Τα ελληνικά μέσα μιλούν για μεγάλη επιστροφή σας και σκέφτονται ότι θα δημιουργήσετε νέο κόμμα…
Προς το παρόν γράφω το βιβλίο μου. Δεν σκέφτομαι τίποτα άλλο.
Σας λείπει η εξουσία;
Όχι, ποτέ δεν ήμουν αχόρταγος για εξουσία. Αλλά μου λείπει η ενεργός πολιτική και η επαφή με τους ψηφοφόρους.