Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αλάσκα στις 15 Αυγούστου αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, με το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός που θα μπορούσε να περιλαμβάνει ανταλλαγές εδαφών.
Αν και η συνάντηση θεωρείται διπλωματική νίκη για το Κρεμλίνο, η απουσία της Ουκρανίας και της Ευρώπης από τη σύνοδο περιορίζει τις πιθανότητες ουσιαστικού αποτελέσματος.
Η Ρωσία επιδιώκει την αναγνώριση των εδαφικών της διεκδικήσεων, ενώ η Ουκρανία παραμένει σταθερή στις αντιρρήσεις της, με την πλειοψηφία των πολιτών της να απορρίπτει τις παραχωρήσεις.
Η συνάντηση αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική του Πούτιν για επαναφορά της ρωσικής επιρροής, ενώ οι πιθανότητες επίτευξης μιας μακροπρόθεσμης ειρηνικής λύσης παραμένουν αβέβαιες.
Πιο αναλυτικά
Μια συνάντηση που μπορεί να καθορίσει την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία θα πραγματοποιηθεί στις 15 Αυγούστου στην Αλάσκα. Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν αναμένεται να βρεθούν στο ίδιο τραπέζι, σε μια από τις πιο κρίσιμες διπλωματικές πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών, με επίκεντρο την πιθανή επίτευξη κατάπαυσης του πυρός – μια συμφωνία που ενδέχεται να απαιτήσει από την Ουκρανία να παραδώσει σημαντικά εδάφη.
Η πολυαναμενόμενη ανακοίνωση έγινε μέσω της πλατφόρμας Truth Social, από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Η τελευταία φορά που η Αλάσκα φιλοξένησε υψηλού επιπέδου διπλωματική συνάντηση ήταν τον Μάρτιο του 2021, όταν αξιωματούχοι της κυβέρνησης του τότε προέδρου Τζο Μπάιντεν συναντήθηκαν με κορυφαίους Κινέζους αξιωματούχους στην Ανκοράζ.
Μιλώντας νωρίτερα την Παρασκευή σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι η συμφωνία θα περιλαμβάνει ανταλλαγή εδαφών: «Θα υπάρξουν κάποιες αλλαγές στα εδάφη προς όφελος και των δύο πλευρών», είπε χαρακτηριστικά.
Το Κρεμλίνο επιβεβαίωσε αργότερα τη σύνοδο κορυφής σε διαδικτυακή ανακοίνωση. Ο σύμβουλος του Πούτιν, Γιούρι Ουσάκοφ, δήλωσε ότι οι δύο ηγέτες θα «εστίασουν στη συζήτηση των επιλογών για την επίτευξη μιας μακροπρόθεσμης ειρηνικής λύσης στην ουκρανική κρίση» και πρόσθεσε: «Αυτό θα είναι προφανώς μια δύσκολη διαδικασία, αλλά θα την αντιμετωπίσουμε ενεργά και δυναμικά».
Στο βραδινό του διάγγελμα την Παρασκευή, ο Ζελένσκι σημείωσε πως είναι εφικτή μια κατάπαυση του πυρός εφόσον ασκηθεί επαρκής πίεση στη Ρωσία. Εξήγησε ότι είχε περισσότερες από δώδεκα συνομιλίες με ηγέτες διαφόρων χωρών και ότι η ομάδα του βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Πούτιν διεκδικεί τέσσερις ουκρανικές περιοχές -Λουχάνσκ, Ντονέτσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα- καθώς και την Κριμαία, την οποία προσάρτησε το 2014. Οι ρωσικές δυνάμεις δεν ελέγχουν πλήρως όλα τα εδάφη στις τέσσερις περιοχές.
Το Bloomberg μετέδωσε νωρίτερα ότι Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι εργάζονται για μια συμφωνία που θα κατοχυρώσει τη ρωσική κατοχή των εδαφών που κατέλαβε η Μόσχα μετά την εισβολή.
Αξιωματούχος του Λευκού Οίκου χαρακτήρισε το δημοσίευμα «εικασίες», ενώ εκπρόσωπος του Κρεμλίνου δεν σχολίασε. Το Reuters δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τα στοιχεία του ρεπορτάζ.
Η Ουκρανία έχει αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί να επιδείξει ευελιξία στην αναζήτηση λύσης, όμως η απώλεια περίπου του 20% της επικράτειάς της θα ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή και πολιτικά δύσκολη.
Ο Τάισον Μπάρκερ, πρώην αναπληρωτής ειδικός εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την οικονομική ανάκαμψη της Ουκρανίας, εκτίμησε ότι η πρόταση όπως περιγράφεται στο Bloomberg θα απορριφθεί άμεσα από το Κίεβο: «Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι Ουκρανοί είναι να παραμείνουν σταθεροί στις αντιρρήσεις τους και στους όρους τους για μια διαπραγματευτική λύση, εκφράζοντας παράλληλα την ευγνωμοσύνη τους για την αμερικανική υποστήριξη».
Σύμφωνα με το Bloomberg, η υπό διαμόρφωση συμφωνία προβλέπει η Ρωσία να σταματήσει την επίθεση στις περιοχές Χερσώνας και Ζαπορίζια, παραμένοντας στις τρέχουσες γραμμές μάχης.
Τι ελπίζει να κερδίσει ο Πούτιν από τη συνάντηση με τον Τραμπ
Η Δύση αντιμετωπίζει τον Πούτιν ως παρία μετά την εισβολή του στην Ουκρανία το 2022, που προκάλεσε εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους και εκτεταμένες καταστροφές και στις δύο χώρες. Το γεγονός και μόνο ότι ένας Αμερικανός πρόεδρος είναι διατεθειμένος να τον συναντήσει θεωρείται διπλωματική νίκη για το Κρεμλίνο.
Πιθανότατα ο Πούτιν βλέπει τη συνάντηση αυτή τόσο ως τακτική καθυστέρησης όσο και ως ευκαιρία βελτίωσης των σχέσεων με την Ουάσιγκτον.
Σε ευρύτερο επίπεδο, η συνάντηση συνάδει με την αντίληψή του ότι οι μεγάλες δυνάμεις πρέπει να ορίζουν τις σφαίρες επιρροής τους, όπως συνέβη στη Γιάλτα το 1945, όταν ο Στάλιν συναντήθηκε με τον Φράνκλιν Ρούζβελτ και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ για να καθορίσουν τη μεταπολεμική Ευρώπη.
Ο Πούτιν θεωρεί ότι το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ρωσίας την καθιστά ακόμη παγκόσμια δύναμη, παρά το γεγονός ότι παράγει ελάχιστα προϊόντα που ενδιαφέρουν τον υπόλοιπο κόσμο, πέραν της ενέργειας. Έχοντας χαρακτηρίσει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 ως «η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του αιώνα», έχει επιδιώξει εδώ και δεκαετίες να επαναφέρει την Ουκρανία υπό ρωσικό έλεγχο.
Ρωσία και Ουκρανία έχουν πραγματοποιήσει τρεις γύρους συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη, με τη Μόσχα να τις χρησιμοποιεί για να διεκδικήσει στόχους που δεν έχει καταφέρει να επιτύχει στο πεδίο της μάχης.
Στη συνάντηση με τον Τραμπ, αναμένεται να προβάλλει τις ίδιες μαξιμαλιστικές απαιτήσεις: αναγνώριση της ανατολικής Ουκρανίας ως ρωσικής, αποκλεισμός της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αποτροπή επέκτασης της Συμμαχίας σε πρώην σοβιετικά εδάφη, περιορισμός του μεγέθους των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων και διασφάλιση φιλορωσικής κυβέρνησης στο Κίεβο.
Σημαντικό είναι ότι ένας από τους βασικούς εμπλεκόμενους στον πόλεμο, η Ουκρανία, δεν θα εκπροσωπηθεί στη σύνοδο. Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα συναντηθεί με τον Ζελένσκι αμέσως μετά, όμως η απουσία αυτή έχει ήδη περιορίσει τις πιθανότητες ουσιαστικού αποτελέσματος. Η Ευρώπη, που έχει επίσης μεγάλο διακύβευμα, δεν θα είναι παρούσα.
Παρά το βαρύτατο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και καταστροφές, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Ουκρανών απορρίπτει τις εδαφικές και άλλες παραχωρήσεις που απαιτεί το Κρεμλίνο. Η άρνηση και των δύο πλευρών να κάνουν παραχωρήσεις έχει εμποδίσει κάθε διαπραγματευτική προσπάθεια, και τα σημάδια αισιοδοξίας είναι ελάχιστα.
Με πληροφορίες από: Reuters, New York Times