Ο Αλέξανδρος Ιόλας, ένας από τους πιο διακεκριμένους γκαλερίστες του 20ού αιώνα, πέθανε το 1987, αφήνοντας πίσω του μια ζωή γεμάτη δόξα και πλούτο, αλλά και μια δραματική πτώση. Γνωστός για τη φιλία του με διάσημες προσωπικότητες και την ανακάλυψη του Άντι Γουόρχολ, ο Ιόλας βίωσε τον διασυρμό και την καταστροφή, κυρίως λόγω κατηγοριών που εκτοξεύθηκαν εναντίον του από έναν πρώην οικονόμο του.
Οι επιθέσεις αυτές από τα ΜΜΕ οδήγησαν σε σοβαρή κοινωνική απομόνωση και απώλεια της φήμης του. Παρά τις νομικές του νίκες, η προσωπική του ζωή και η συλλογή του υπήρξαν θύματα της δημόσιας κατακραυγής.
Σήμερα, ερωτήματα παραμένουν σχετικά με την τύχη των 10.000 έργων τέχνης που κατείχε.
Πιο αναλυτικά
Σαν σήμερα το 1987 πέθανε ο σπουδαίος γκαλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας.
Η ζωή του έδωσε τα πάντα: δόξα, χλιδή, χρήματα, διάσημους και ξακουστούς φίλους. Ο διασυρμός και η διαπόμπευση όμως δεν απέχουν πολύ και ο Κωνσταντίνος Κουτσούδης που έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο ως Αλέξανδρος Ιόλας, έζησε το πιο σκληρό πρόσωπό τους. Τη διαπόμπευση μέχρι την καταστροφή.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν ξακουστός εραστής της τέχνης, των αρχαίων, πλούσιος γκαλερίστας, φίλος του Τσαρούχη, της Μελίνας Μερκούρη, της εγγονής του Ρούζβελτ Θεοδώρας και όποιου άλλου διάσημου μπορείτε να φέρετε στο μυαλό σας και που ακόμα και η φαντασία σας αδυνατεί να φτάσει. Ήταν αυτός που ανακάλυψε τον Άντι Γουόρχολ, αυτός που φιλοξενούσε στην πανάκριβη και «κεντημένη» με μάρμαρο, διακοσμημένη με αρχαία βίλα του στην Αγία Παρασκευή, τον κάθε παγκοσμίως διάσημο της εποχής.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας λεγόταν Κωνσταντίνος Κουτσούδης. Αρχικά θριάμβευσε ως χορευτής στη Γερμανία, ενώ με την άνοδο του ναζισμού έφυγε από το Βερολίνο για το Παρίσι που θεωρούνταν η «μέκκα» του χορού. Το 1940 ανέπτυξε φιλία με την Θεοδώρα Ρούσβελτ, την εγγονή του Αμερικανού Προέδρου των ΗΠΑ, η οποία ήταν αυτή που τον «βάφτισε» Αλέξανδρο Ιόλα.
Αφού εγκατέλειψε τον χορό, μετά τις περιοδείες στην Βραζιλία, ανακάλυψε τον Άντι Γουόρχολ, ενώ έκανε και την πρώτη του έκθεση, σε μια σειρά εικονογραφήσεων διηγημάτων του Τρούμαν Καπότε. Η αγάπη του για τα έργα και την τέχνη, τον οδήγησαν στο να ανοίξει την πρώτη του γκαλερί στη Γενεύη το 1963.
Τον καιρό που προσπαθούσε να επιβάλλει τον Τσαρούχη στο εξωτερικό, γνωρίστηκε με τον Πικιώνη στον οποίο ανέθεσε να του χτίσει ένα σπίτι, σε ένα σημείο ανάμεσα σε αμπελώνες στην Αγία Παρασκευή. Ο Ιόλας ήθελε τον χώρο για να βάζει τα έργα του, αλλά στη συνέχεια τον μετέτρεψε σε μια μεγαλοπρεπή βίλα «ντυμένη» και διακοσμημένη με αρχαία ελληνικά, κυκλαδικά, βαβυλωνιακά αντικείμενα, ρωμαϊκές κολώνες, βυζαντινές εικόνες και έργα των πολλών καλλιτεχνών του 20ού αιώνα.
Δεν έκρυψε ποτέ ότι ήταν ομοφυλόφιλος, ίσα ίσα που έλεγε ότι οι Έλληνες ήταν οι καλύτεροι εραστές του κόσμου!
Μπορεί να ήταν διάσημος και ξακουστός στις τάξεις της ελιτίστικης κοινωνίας, ωστόσο ο απλός κόσμος τον έμαθε όταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου άρχισε να τον προβάλλει στον «Ταχυδρόμο». Στην κοινωνία δεν έγινε αποδεκτός.
Η οργή ήρθε όταν στη συνέντευξη του στην Όλγα Μπακομάρου στη «Γυναίκα» παρουσιάστηκε ως ηγεμόνας, υπερόπτης, που μιλούσε απαξιωτικά για όλους. Από τον πρωθυπουργό και τους πολιτικούς μέχρι τους κοσμικούς.
Η «πτώση» όμως ήρθε εκ των έσω. Ο Τσαρούχης είχε γνωρίσει τον ηθοποιό Αντώνη Νικολάου, ο οποίος ήταν ομοφυλόφιλος και ντυνόταν γυναίκα, μοιάζοντας με τη Μαρία Κάλλας. Ο Τσαρούχης ήταν αυτός που τον βάφτισε «Μαρία Κάλλας» και όταν τον γνώρισε στον Ιόλα, τον έχρισε οικονόμο του σπιτιού.
Η «Μαρία Κάλλας» όμως, τον έκλεβε και έτσι ο Ιόλας αποφάσισε να την διώξει από το σπίτι. Πήγε στις εφημερίδες και τον κατηγόρησε για παιδεραστία, αρχαιοκαπηλία και χρήση ναρκωτικών. Αμέσως ξεκίνησε ένα ανελέητο και λυσσαλέο μπαράζ επιθετικών δημοσιευμάτων για τον Ιόλα, με τον Τύπο – αλλά και την κοινωνία- να φαίνεται πως δεν είχε καταλάβει επακριβώς, ούτε τι άνθρωπος ήταν, ούτε τις ιδιαιτερότητές του.
Η «Αυριανή» πρωτοστάτησε σε όλο αυτό και ο Αλέξανδρος Ιόλας διάβαζε πηχυαίους τίτλους, όπως «Ο σάπιος Ιόλας και η σαπίλα των άλλων», «Υψηλή σαπίλα: Ασέλγειες και ναρκωτικά», «Καλός κόσμος και υπόκοσμος στην αγκαλιά του Ιόλα», «Γνωστοί Αθηναίοι σε όργια του Ιόλα. Παραπέμπονται για πορνεία – παιδεραστία».
Ο Ιόλας γνώριζε έναν πρωτοφανή διασυρμό που δεν θα σταματούσε αν δεν τον κατέστρεφε.
Αυτό που τον πείραξε όμως πάρα πολύ, ήταν η κατακραυγή του κόσμου. Ένα βράδυ, βγαίνοντας από τη «Ζουμπουλάκη» στην πλατεία Κολωνακίου, κάποιοι που καθόντουσαν στη διπλανή καφετέρια άρχισαν να τον κοροϊδεύουν «να τη, η γριά τσατσά». Το πήρε κατάκαρδα. Για εβδομάδες το έφερε βαρέως και δεν μπορούσε να το ξεπεράσει.
Όταν η Μάρω Λάγια, βρέθηκε στο πλευρό του Ιόλα, όταν επέστρεψε από την Αμερική για μια σοβαρή εγχείρηση στην καρδιά του, μπήκαν στη βίλα στην Αγία Παρασκευή, αντικρίζοντας τα περισσότερα δωμάτια άδεια. Στο Μακεδονικό Μουσείο βρίσκεται σήμερα το μόνο τμήμα της συλλογής Ιόλα που πρόλαβε να σωθεί στην Ελλάδα.
«Η συλλογή χάθηκε πριν από τον θάνατό του. Η αδελφή του είχε προλάβει και είχε στείλει έξω ένα μεγάλο μέρος. Βλέποντας τους άδειους χώρους, μου είπε “παιδί μου, η σύγχρονη τέχνη πάει μπροστά, θα πάρουμε καινούργια”», είχε πει η Λάγια.
Μόλις, πέντε μήνες πριν από τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος Ιόλας βρέθηκε απέναντι στον 13ο Τακτικό Ανακριτή για την υπόθεση αρχαιοκαπηλίας. Παρέθεσε 8 χοντρά ντοσιέ, τα οποία αποδείκνυαν για κάθε αντικείμενο που είχε στην κατοχή του, την προέλευσή του. Ο ανακριτής τον διαβεβαίωσε ότι θεωρούσε την υπόθεση λήξασα και ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να αποκαταστήσει το όνομά του στον Τύπο, καθώς αυτό που ουσιαστικά είχε κάνει, ήταν σαν να είχε επαναπατρίσει 2.500 αρχαία.
Ο Ιόλας μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη ως ασθενής με AIDS και γρήγορα οι γείτονες αντίκρισαν φορτηγά έξω από τη βίλα του που φόρτωναν καθημερινά μεγάλα κιβώτια. Μέσα στο σπίτι έγινε μεγάλο πλιάτσικο, διαρρήξεις, ξήλωναν ακόμα και τα μάρμαρα από τους τοίχους.
Ο Ιόλας πέθανε σαν σήμερα στις 8 Ιουνίου 1987 και ακόμα και σήμερα το ερώτημα παραμένει για τα 10.000 έργα τέχνης που είχε στην κατοχή του.