Το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ άρχισε την Παρασκευή τη δημοσιοποίηση των πολυαναμενόμενων αρχείων από την έρευνα για την υπόθεση του Τζέφρι Έπσταϊν, μια εξέλιξη που επαναφέρει στο προσκήνιο τις σχέσεις του καταδικασμένου σεξουαλικού εγκληματία με πρόσωπα υψηλού προφίλ από τον χώρο των επιχειρήσεων, της πολιτικής και της δημόσιας ζωής, ανάμεσά τους και τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η διαδικασία ξεκίνησε βάσει της προθεσμίας που είχε θέσει το Κογκρέσο για τις 19 Δεκεμβρίου 2025 και συνοδεύτηκε από έντονες πολιτικές αντιδράσεις και δημόσιες τοποθετήσεις.
Τα έγγραφα αφορούν την έρευνα γύρω από τον Έπστιν, ο οποίος πέθανε το 2019 σε φυλακή της Νέας Υόρκης, ενώ περίμενε να δικαστεί για κατηγορίες σεξουαλικής διακίνησης. Ο Τραμπ επιχείρησε για μήνες να αποτρέψει τη δημοσιοποίηση των αρχείων, ωστόσο τελικά υπέγραψε τον περασμένο μήνα νόμο που επιβάλλει τη δημοσιοποίησή τους, έπειτα από πιέσεις που ασκήθηκαν τόσο από το Κογκρέσο όσο και από στελέχη του ίδιου του κόμματός του. Σύμφωνα με τον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα Τοντ Μπλανς, «αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες έγγραφα» θα δοθούν στη δημοσιότητα άμεσα, ενώ «αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη» θα ακολουθήσουν τις επόμενες εβδομάδες.
Ο Μπλανς, μιλώντας στην εκπομπή «Fox and Friends», διευκρίνισε ότι οι εισαγγελείς διατηρούν το δικαίωμα να παρακρατήσουν υλικό που σχετίζεται με ενεργές έρευνες και υπογράμμισε ότι τα αρχεία θα υποστούν προσεκτική επεξεργασία, ώστε να προστατευθεί η ταυτότητα των εκατοντάδων θυμάτων του Έπστιν. Την ίδια στιγμή, σημείωσε ότι «δεν υπάρχουν νέες κατηγορίες» στην υπόθεση, η οποία εξακολουθεί να απασχολεί έντονα την αμερικανική κοινωνία.
Η μερική δημοσιοποίηση προκάλεσε άμεση αντίδραση από την αντιπολίτευση. Ο ηγέτης της μειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, κατήγγειλε τη διαδικασία, δηλώνοντας ότι «η κυβέρνηση Τραμπ είχε 30 ημέρες για να δημοσιεύσει ΟΛΑ τα αρχεία του Επστάιν, όχι μόνο μερικά». Σε ανακοίνωσή του πρόσθεσε: «Αυτό δεν είναι παρά μια συγκάλυψη για να προστατευθεί ο Ντόναλντ Τραμπ από το άσχημο παρελθόν του».
Για τον Τραμπ, η υπόθεση παραμένει πολιτικά και προσωπικά ευαίσθητη. Ο πρόεδρος διατηρούσε στο παρελθόν κοινωνικές σχέσεις με τον Έπστιν, κινούμενος στους ίδιους κύκλους στο Παλμ Μπιτς και τη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1990 και εμφανιζόμενος μαζί του σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι διέκοψε κάθε επαφή μαζί του χρόνια πριν από τη σύλληψή του το 2019 και δεν κατηγορείται για παρανομίες στο πλαίσιο της υπόθεσης. Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση Έπστιν αποτελεί εδώ και χρόνια σημείο αναφοράς για τη δεξιά εκλογική βάση, που επιμένει σε θεωρίες συνωμοσίας περί κυκλώματος σεξουαλικής εκμετάλλευσης της παγκόσμιας ελίτ.
Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ο Τραμπ είχε δεσμευτεί ότι θα δώσει στη δημοσιότητα όλα τα αρχεία. Μετά την επανεκλογή του, ωστόσο, απέρριψε τα αιτήματα για πλήρη διαφάνεια, χαρακτηρίζοντάς τα «φάρσα των Δημοκρατικών». Τον Ιούλιο, το FBI και το Υπουργείο Δικαιοσύνης προκάλεσαν πολιτικό σάλο, όταν υπόμνημα ανέφερε ότι δεν θα υπήρχαν περαιτέρω αποκαλύψεις από την έρευνα, σημειώνοντας πως «δεν βρέθηκαν αξιόπιστα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο Έπστιν εκβίαζε διακεκριμένα άτομα» ή ότι διατηρούσε «λίστα πελατών». Παρά την αρχική αντίθεση, ο πρόεδρος υποχώρησε τελικά μπροστά στη λαϊκή και κοινοβουλευτική πίεση.
Στο επίκεντρο της υπόθεσης παραμένει και η Γκίσλεϊν Μάξγουελ, πρώην σύντροφος του Έπστιν και το μοναδικό πρόσωπο που καταδικάστηκε σε σχέση με τη δράση του. Η 63χρονη Μάξγουελ εκτίει ποινή κάθειρξης 20 ετών για τη στρατολόγηση ανήλικων κοριτσιών για λογαριασμό του Έπστιν, του οποίου ο θάνατος αναγνωρίστηκε ως αυτοκτονία. Για την κοινή γνώμη και τα θύματα, η δημοσιοποίηση των αρχείων αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο ουσιαστική ευκαιρία να αποκαλυφθεί ο τρόπος λειτουργίας του Έπστιν, το ποιοι τον υποστήριζαν και οι λόγοι για τους οποίους οι εισαγγελικές αρχές καθυστέρησαν επί χρόνια να του απαγγείλουν κατηγορίες.





