Ο Ντικ Τσέινι, που απεβίωσε σε ηλικία 84 ετών, υπήρξε μια αμφιλεγόμενη αλλά καθοριστική προσωπικότητα στην αμερικανική πολιτική σκηνή.
Από τη θέση του Διευθυντή του Λευκού Οίκου επί Τζέραλντ Φορντ, μέχρι την αντιπροεδρία υπό τον Τζορτζ Μπους, ο Τσέινι διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και την εισβολή στο Ιράκ.
Παρά την υποστήριξή του σε συντηρητικές πολιτικές, διαφοροποιήθηκε υποστηρίζοντας τον γάμο ομοφυλοφίλων λόγω της κόρης του. Στα τελευταία του χρόνια, έγινε έντονος επικριτής του Ντόναλντ Τραμπ, γεγονός που τον αποξένωσε από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Η καριέρα του χαρακτηρίστηκε από αντιφάσεις, καθώς υπήρξε σύμβολο του σκληροπυρηνικού ρεπουμπλικανισμού, αλλά και υποστηρικτής Δημοκρατικών υποψηφίων, αφήνοντας πίσω του μια πολύπλοκη κληρονομιά.
Πιο αναλυτικά
Ο Ντικ Τσέινι, που πέθανε σε ηλικία 84 ετών, είχε μια λαμπρή – αν και αμφιλεγόμενη – καριέρα στη δημόσια ζωή των ΗΠΑ. Υπηρέτησε ως Διευθυντής του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Τζέραλντ Φορντ τη δεκαετία του 1970, πριν περάσει μια δεκαετία στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Το 2001, έγινε ένας από τους ισχυρότερους αντιπροέδρους στην ιστορία των ΗΠΑ υπό τον Τζορτζ Μπους, αφήνοντας πίσω του μια αμφιλεγόμενη κληρονομιά ως αρχιτέκτονας του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εισβολής στο Ιράκ το 2003.
Όμως στα τελευταία του χρόνια έγινε σφοδρός επικριτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ. «Στην 248χρονη ιστορία του έθνους μας, δεν υπήρξε ποτέ άτομο που να αποτελεί μεγαλύτερη απειλή για τη Δημοκρατία μας», είχε δηλώσει ο Τσέινι για τον Τραμπ.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ρίτσαρντ Μπρους Τσέινι γεννήθηκε στο Λίνκολν της Νεμπράσκα στις 30 Ιανουαρίου 1941. Το 1959 μπήκε στο Γέιλ με υποτροφία, αλλά δεν αποφοίτησε ποτέ. Όπως ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα, «βρέθηκα με κάποιους συνομήλικους που δεν τα πηγαίναμε καλά με το Γέιλ και πιστεύαμε πως η μπύρα ήταν βασικό στοιχείο της ζωής».
Αργότερα απέκτησε μεταπτυχιακό στις πολιτικές επιστήμες από το Πανεπιστήμιο του Ουαϊόμινγκ, αλλά συνέχισε να ζει έντονα. Στα 20 του χρόνια καταδικάστηκε δύο φορές για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, γεγονός που, όπως είπε, τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως έπρεπε να σοβαρευτεί.
Πώς απέφυγε την στρατιωτική θητεία
Ο Τσέινι αξιοποίησε κάθε νόμιμο μέσο για να αποφύγει τη στράτευση. Έλαβε διαδοχικές αναβολές, πρώτα για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και στη συνέχεια επειδή η σύζυγός του, Λιν, έμεινε έγκυος. «Δεν μετανιώνω για τις αποφάσεις μου», είχε δηλώσει αργότερα. «Συμμορφώθηκα πλήρως με τους νόμους. Αν με καλούσαν, θα υπηρετούσα», υποστήριξε.
Περιέργως το θέμα αυτό δεν έγινε ποτέ μεγάλο ζήτημα στην προεκλογική του πορεία προς την αντιπροεδρία, ακόμη κι όταν ο ίδιος είχε αμφισβητήσει τη στρατιωτική εμπειρία του Δημοκρατικού υποψηφίου, Τζον Κέρι, βετεράνου του Βιετνάμ.

Η είσοδος στην πολιτική σκηνή
Η πρώτη του επαφή με την Ουάσιγκτον ήρθε το 1968, όταν εργάστηκε για τον Ρεπουμπλικανό βουλευτή από το Ουισκόνσιν, Ουίλιαμ Στάιγκερ. Σύμφωνα με τον θρύλο, τράβηξε την προσοχή του Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο οποίος τότε αναλάμβανε το Γραφείο Οικονομικών Ευκαιριών υπό τον πρόεδρο Νίξον. Ο Ράμσφελντ έγινε μέντοράς του και τον πήρε μαζί του, στον Λευκό Οίκο επί Φορντ.
Όταν ο Φορντ διόρισε τον Ράμσφελντ υπουργό Άμυνας το 1975, ο Τσέινι έγινε Διευθυντής του Λευκού Οίκου – σε ηλικία μόλις 34 ετών. Μετά την ήττα του Φορντ το 1976, ο Τσέινι επέστρεψε στο Ουαϊόμινγκ και διεκδίκησε τη θέση του πολιτειακού βουλευτή. Κάπνιζε τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα και τότε έπαθε το πρώτο του κατδιακό επεισόδιο. Ενώ ανάρρωνε στο νοσοκομείο, η σύζυγός του συνέχισε την εκστρατεία και εκείνος τελικά εξελέγη με 59% των ψήφων.
Από τη Βουλή στο Πεντάγωνο
Κατά τη δεκαετία του στη Βουλή, έγινε γνωστός ως αυστηρός συντηρητικός, υποστηρικτής των αυξήσεων στις αμυντικές δαπάνες του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Προκάλεσε αντιδράσεις όταν ψήφισε κατά της αποφυλάκισης του Νέλσον Μαντέλα.
Το 1989, μετά την απόσυρση του υποψηφίου Τζον Τάουερ για τη θέση του υπουργού Άμυνας, ο Τζορτζ Χέρμπερτ Μπους επέλεξε τον Τσέινι, και η Γερουσία τον ενέκρινε ομόφωνα.
Η θητεία του στο Πεντάγωνο συνέπεσε με ιστορικά γεγονότα: Την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τον Πόλεμο του Κόλπου του 1991. Ήταν αυτός που έπεισε τον βασιλιά Φαχντ της Σαουδικής Αραβίας να επιτρέψει την ανάπτυξη 400.000 Αμερικανών στρατιωτών στο έδαφός του, πριν από την «Καταιγίδα της Ερήμου».
Η εκστρατεία διήρκεσε μόλις 100 ώρες, αφού ο ιρακινός στρατός διαλύθηκε.
Από την Halliburton στον Λευκό Οίκο
Μετά την ήττα του Τζορτζ Μπους το 1992, ο Τσέινι ανέλαβε διευθύνων σύμβουλος της Halliburton, μιας γιγαντιαίας πετρελαϊκής εταιρείας. Το 2000, ο Τζορτζ Ουώκερ Μπους (0 2ος) τον διάλεξε για αντιπρόεδρο. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο Τσέινι μεταφέρθηκε σε «απόρρητη τοποθεσία» για λόγους ασφάλειας και ανέλαβε κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις για στρατιωτική δράση σε Αφγανιστάν και Ιράκ.
Υποστήριζε (ψευδώς) πως ο Σαντάμ Χουσεΐν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής και υπερασπίστηκε βασανιστικές τεχνικές ανάκρισης, όπως ο πνιγμός των ανακρινόμενων, στα κολαστήρια του Γκουαντάναμο και αλλού.
Ως αντιπρόεδρος, απέκτησε πρωτοφανή επιρροή στο Κογκρέσο και στον ίδιο τον πρόεδρο. Ήταν βασικός παράγοντας στη διαμόρφωση της φορολογικής και περιβαλλοντικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπους.

Το 2004, ο Μπους τον διατήρησε στο ψηφοδέλτιο, παρά την κριτική. Μία από τις λίγες φορές που διαφοροποιήθηκε ιδεολογικά ήταν όταν δήλωσε υπέρ του γάμου ομοφυλοφίλων, επειδή ήταν η κόρη του Μέρι. «Η ελευθερία σημαίνει ελευθερία για όλους», είχε πει.
Αμφιλεγόμενη υστεροφημία
Η φήμη του υπέστη πλήγμα όταν αποκαλύφθηκε ότι η Halliburton είχε κερδίσει συμβόλαια για την ανοικοδόμηση του Ιράκ, ενώ ο ίδιος λάμβανε αμοιβές από την εταιρεία. Ακολούθησαν και άλλα σκάνδαλα — η υπόθεση του Σκούτερ Λίμπι και το περιστατικό το 2006, όταν ο Τσέινι πυροβόλησε κατά λάθος έναν σύντροφό του στο κυνήγι.
Ο τραυματισμός του 78χρονου Χάρι Γουίτινγκτον έγινε αντικείμενο σάτιρας και σύμβολο πολιτικής αδεξιότητας.
Το 2012 υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση καρδιάς. Παρέμεινε ενεργός πολιτικά, αλλά έγινε σφοδρός αντίπαλος του Ντόναλντ Τραμπ, ειδικά μετά το 2020. Στήριξε την κόρη του, Λιζ Τσέινι, ως μία από τις ελάχιστες Ρεπουμπλικάνες που αντιτάχθηκαν ανοιχτά στον Τραμπ.
Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Ντικ Τσέινι δήλωσε ότι θα ψήφιζε την Κάμαλα Χάρις στις εκλογές του 2024 — μια πράξη που εξασφάλισε ότι θα μείνει στη μνήμη ως μια βαθιά διχαστική, αλλά ιστορικά καθοριστική προσωπικότητα.
Για χρόνια, ο Τσέινι υπήρξε ήρωας της συντηρητικής δεξιάς, γνωστός για τον αταλάντευτο χαρακτήρα του και τις αυστηρά ιδεολογικές του πεποιθήσεις. Την ίδια ώρα, η αριστερά τον κατηγορούσε πως υπηρετούσε τα συμφέροντα της πετρελαϊκής βιομηχανίας και ευθυνόταν για τον πόλεμο στο Ιράκ και τα βασανιστήρια κρατουμένων.

Ωστόσο, ο άνθρωπος που για δεκαετίες θεωρούνταν σύμβολο του σκληροπυρηνικού ρεπουμπλικανισμού, κατέληξε να υπερασπίζεται τον γάμο ομοφύλων και να στηρίζει υποψήφιο των Δημοκρατικών.
Οι συχνές του επιθέσεις κατά του Ντόναλντ Τραμπ κατέστρεψαν οριστικά τη σχέση του με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα – όμως ταυτόχρονα σφράγισαν τη θέση του στην ιστορία ως μία από τις πιο περίπλοκες και αντιφατικές πολιτικές προσωπικότητες των Ηνωμένων Πολιτειών.
Όπως κι αν κριθεί τελικά, ο Ντικ Τσέινι υπήρξε μια ιστορική και αμφιλεγόμενη μορφή – ένας άνθρωπος που κινήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα εξουσίας για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, επηρέασε βαθιά την αμερικανική πολιτική, και παρέμεινε μέχρι το τέλος πιστός στη δική του εκδοχή του πατριωτισμού.






