Η ληστεία στο Μουσείο του Λούβρου, όπου τέσσερις δράστες κατάφεραν να κλέψουν οκτώ ανεκτίμητα κοσμήματα, αποκάλυψε σοβαρές ελλείψεις στο σύστημα ασφαλείας του μουσείου.
Παρά τις προειδοποιήσεις για την ανάγκη εκσυγχρονισμού, το Λούβρο λειτουργούσε με ανεπαρκή κάλυψη καμερών, γεγονός που διευκόλυνε την τολμηρή ληστεία.
Οι γαλλικές αρχές διεξάγουν έρευνα για την υπόθεση, ενώ ειδικοί εκφράζουν ανησυχίες ότι τα κοσμήματα μπορεί να μην ανακτηθούν ποτέ, καθώς οι δράστες πιθανότατα θα τα διαλύσουν για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους.
Η υπόθεση έχει προκαλέσει διεθνές ενδιαφέρον και αναζωπύρωσε την κριτική για τη διαχείριση του μουσείου.
Πιο αναλυτικά
Η «ληστεία του αιώνα», μέσα στο φως της ημέρας και στην καρδιά του Παρισιού: ο κόσμος έμεινε άναυδος όταν έγινε γνωστό ότι τέσσερις ληστές κατάφεραν να εισβάλουν στο Μουσείο του Λούβρου με… γερανό και να αποσπάσουν οκτώ ανεκτίμητα κοσμήματα από τη Γκαλερί του Απόλλωνα, προτού εξαφανιστούν στους παριζιάνικους δρόμους πάνω σε σκούτερ.
Το περιστατικό, που σημειώθηκε το πρωί της Κυριακής 19 Οκτωβρίου, έχει προκαλέσει σοκ στη Γαλλία και διεθνώς, καθώς αποκαλύπτεται ότι το πιο επισκέψιμο μουσείο του κόσμου λειτουργούσε με ένα παρωχημένο και ανεπαρκές σύστημα ασφαλείας.
Οι γαλλικές αρχές επιβεβαίωσαν πως έχει ξεκινήσει έρευνα για «οργανωμένη ληστεία», ωστόσο μέχρι στιγμής δεν έχουν ταυτοποιηθεί δημόσια ύποπτοι.
Χωρίς κάμερες ασφαλείας
Το Radio France αποκάλυψε ότι η Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Γαλλίας (Cour des Comptes), η οποία αναμένεται να δημοσιευθεί στις αρχές Νοεμβρίου, είχε ήδη προειδοποιήσει για τα προβλήματα ασφαλείας.
Σύμφωνα με τη Le Figaro, η έκθεση αναφέρει ότι υπήρξαν «επαναλαμβανόμενες αναβολές στον προγραμματισμένο εκσυγχρονισμό των συστημάτων ασφαλείας», με τις κάμερες να εγκαθίστανται «μόνο όταν οι αίθουσες ανακαινίζονται».
Το κείμενο σημειώνει πως «υπό την επίδραση της συνεχώς αυξανόμενης επισκεψιμότητας, ο τεχνικός εξοπλισμός του μουσείου έγινε παρωχημένος πολύ πιο γρήγορα».
Σύμφωνα με το προκαταρκτικό πόρισμα, 60% των αιθουσών στη νότια πτέρυγα Sully και 75% στην πτέρυγα Richelieu δεν προστατεύονται από κάμερες, παρότι το μουσείο είχε δεσμευτεί να αναβαθμίσει το σύστημα ασφαλείας του.
Συνολικά, από το 2019 έχουν εγκατασταθεί μόλις 138 νέες κάμερες. Η έκθεση επικρίνει επίσης τη διοίκηση του μουσείου, τονίζοντας ότι «τα ποσά που διατίθενται είναι ελάχιστα σε σύγκριση με τις εκτιμώμενες ανάγκες», παρότι ο ετήσιος προϋπολογισμός για τις λειτουργίες του μουσείου φτάνει τα 323 εκατομμύρια ευρώ.
Η πρόεδρος και διευθύντρια του Λούβρου, Laurence des Cars, εξήγησε πως η εσωτερική έρευνα ξεκίνησε λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, τον Σεπτέμβριο του 2021. Τα ευρήματα έχουν αναζωπυρώσει την κριτική για τη διαχείριση του μουσείου, το οποίο αντιμετωπίζει χρόνιες καταγγελίες υπαλλήλων για υπερπληθυσμό επισκεπτών και έλλειψη προσωπικού ασφαλείας. Τον Ιούνιο, το προσωπικό είχε προχωρήσει σε απεργία διαμαρτυρόμενο για τις συνθήκες.
Τολμηρή ληστεία
Το γεγονός ότι οι δράστες κατάφεραν «να εισβάλουν μέρα μεσημέρι στο πιο επισκέψιμο μουσείο του κόσμου, να αρπάξουν οκτώ κοσμήματα ανεκτίμητης αξίας και να εξαφανιστούν με σκούτερ», θεωρείται από ειδικούς μία από τις πιο τολμηρές ληστείες στην ιστορία της τέχνης.
Ο Christopher A. Marinello, ειδικός στην ανάκτηση κλεμμένων έργων τέχνης, σχολίασε: «Μπορεί να αναρωτιέστε γιατί οι ληστές που θέλουν να κλέψουν πανάκριβα κοσμήματα εισβάλλουν σε ένα παγκοσμίου φήμης μουσείο αντί για ένα κατάστημα Cartier. Η απάντηση είναι απλή: σήμερα ένα κατάστημα Cartier είναι καλύτερα προστατευμένο».
Ο Marinello προειδοποίησε μέσω του BBC ότι αν οι δράστες δεν συλληφθούν μέσα σε 24 έως 48 ώρες, τα κοσμήματα πιθανότατα δεν θα βρεθούν ποτέ. «[Η αστυνομία] γνωρίζει ότι στις επόμενες 24 ή 48 ώρες, αν αυτοί οι κλέφτες δεν συλληφθούν, αυτά τα κομμάτια είναι μάλλον χαμένα για πάντα. Μπορεί να πιάσουν τους εγκληματίες, αλλά δεν θα ανακτήσουν τα κοσμήματα», σημείωσε.
Επεσήμανε επίσης ότι οι δράστες πιθανότατα θα διαλύσουν τα κοσμήματα, θα λιώσουν το χρυσό και θα κόψουν ξανά τα πολύτιμα πετράδια, ώστε να εξαφανίσουν κάθε ίχνος.
Ο Marinello πρόσθεσε ότι «αν έχεις κοσμήματα ή χρυσό στη συλλογή σου, πρέπει να ανησυχείς», σημειώνοντας πως οι ληστείες μουσείων αυξάνονται σε όλη την Ευρώπη και αλλού, με περιστατικά σε Ολλανδία, Γαλλία και Αίγυπτο.
Ο διάσημος πρώην ληστής έργων τέχνης Myles Connor, ο οποίος τη δεκαετία του 1980 είχε κλέψει έναν πίνακα του Ρέμπραντ από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, είπε στο ABC News ότι η ληστεία του Λούβρου «είναι τρομακτικά κοντά στην πιο δαπανηρή κλοπή μουσείου στην ιστορία».
Ερωτηθείς πώς θα μπορούσαν οι δράστες να κερδίσουν χρήματα από τα κλοπιμαία, απάντησε: «Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν αν θέλουν να βγάλουν λεφτά είναι να τα κρατήσουν για μερικά χρόνια και μετά να αφήσουν κάποιον -ας πούμε έναν δικηγόρο- να πλησιάσει το μουσείο και να πει “Ακούστε, έχω κάποιους που ίσως μπορούν να τα ανακτήσουν, αλλά ρισκάρουν τη ζωή τους”».
Ο Κόνορ εκτίμησε ότι η ανταμοιβή για τα κλεμμένα αντικείμενα θα μπορούσε να φτάσει τα 5 εκατομμύρια δολάρια.
«Εγώ έκλεψα τον Ρέμπραντ από το MFA, αυτός ήταν ο στόχος μου», είπε. Εξήγησε ότι ο πίνακας χρησιμοποιήθηκε ως «διαπραγματευτικό χαρτί» για να μειωθούν ή να αποσυρθούν οι κατηγορίες εναντίον του: «Και το κατάφερα. Και επιπλέον πήρα 50.000 δολάρια ως αμοιβή για τον εντοπισμό και την επιστροφή του πίνακα στο μουσείο. Έτσι όχι μόνο απαλλάχθηκα από τις κατηγορίες, αλλά πήρα και χρηματική ανταμοιβή».
Ο πίνακας επιστράφηκε μέσω του φίλου του, Al Dotoli, πρώην μάνατζερ του Frank Sinatra και της Dionne Warwick.
Ο Κόνορ πρόσθεσε ότι θα ήταν τραγωδία αν τα κλεμμένα κοσμήματα καταστρέφονταν. «Πρόκειται για μια τεράστια συλλογή ανεκτίμητων αντικειμένων. Δεν έχει σημασία μόνο η αξία των λίθων, αλλά και η ιστορική και αισθητική τους σημασία, και το τι αντιπροσωπεύουν για τη χώρα. Θα καταδικαστούν απ’ ολόκληρο το έθνος, γιατί πρόκειται για εθνικούς θησαυρούς», τόνισε.
Ο Marc Balcells, ειδικός σε εγκλήματα κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς στη Βαρκελώνη, εξήγησε: «Αν κλέψω έναν πίνακα του Βαν Γκογκ, είναι πάντα Βαν Γκογκ – δεν μπορώ να τον πουλήσω πουθενά εκτός από την παράνομη αγορά τέχνης. Όταν όμως κλέβω κοσμήματα, μπορώ να τα διοχετεύσω ως πολύτιμες πέτρες στην παράνομη αγορά».
Συνεχίζεται το ανθρωποκυνηγητό
Η έρευνα έχει ανατεθεί στη Brigade de Répression du Banditisme (BRB), την εξειδικευμένη υπηρεσία της αστυνομίας του Παρισιού για μεγάλες ληστείες.
Ο πρώην αστυνομικός Pascal Szkudlara, που υπηρέτησε στη μονάδα, υπενθύμισε ότι η BRB είχε χειριστεί την υπόθεση της Κιμ Καρντάσιαν το 2016, όταν ληστές στο Παρίσι της έκλεψαν το δαχτυλίδι των 4 εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και πρόσφατες απαγωγές πλούσιων κρυπτοεπιχειρηματιών.
«Η BRB έχει περίπου 100 πράκτορες, με πάνω από δώδεκα εξειδικευμένους στις ληστείες μουσείων. Θα εξετάσουν βίντεο, τηλεφωνικά αρχεία, δακτυλικά αποτυπώματα και θα ενεργοποιήσουν πληροφοριοδότες», δήλωσε, προσθέτοντας με βεβαιότητα: «Είμαι 100% σίγουρος ότι οι ληστές θα συλληφθούν».
Οι αστυνομικοί εξετάζουν υλικό από κάμερες ασφαλείας των τελευταίων εβδομάδων για να εντοπίσουν ύποπτα άτομα που ενδέχεται να είχαν παρακολουθήσει το χώρο.
Ο Brand απέρριψε ως «γελοία» τα σενάρια περί «μυστηριώδους αγοραστή» που θα είχε παραγγείλει τη ληστεία: «Αυτά συμβαίνουν μόνο στις χολιγουντιανές ταινίες», είπε.
Η πρώην αξιωματικός της Κεντρικής Υπηρεσίας για την Καταπολέμηση του Παράνομου Εμπορίου Πολιτιστικών Αγαθών, Corinne Chartrelle, εκτίμησε ότι τα διαμάντια θα μπορούσαν να καταλήξουν στην Αμβέρσα, «όπου πιθανόν υπάρχουν άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την προέλευση των αντικειμένων».
Εκεί, τα πετράδια μπορούν να κοπούν σε μικρότερα και να λιώσουν τον χρυσό, καθιστώντας σχεδόν αδύνατο τον εντοπισμό τους. Αν οι δράστες νιώσουν ότι ο κλοιός σφίγγει, δεν αποκλείεται να καταστρέψουν ή να ξεφορτωθούν τα λάφυρα εντελώς.
Η γαλλική αστυνομία, επομένως, βρίσκεται πλέον σε έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο.
Με πληροφορίες από: Reuters, Le Monde, ART News, ABC News, Le Parisien