Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που χαρακτηρίζει την Antifa ως «τρομοκρατική οργάνωση», εντείνοντας τις προσπάθειες για αυστηρότερα μέτρα κατά αριστερών ομάδων μετά τη δολοφονία του ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ.
Το διάταγμα κατηγορεί την Antifa για βία και τρομοκρατία, ενώ δίνει εντολή στις αρχές να ερευνήσουν και να διαλύσουν τις δραστηριότητές της.
Παρά τις αντιδράσεις και τις νομικές αμφιβολίες για τον χαρακτηρισμό, η κυβέρνηση επιμένει στην παρακολούθηση των οικονομικών συναλλαγών και των πιθανών ξένων δεσμών της οργάνωσης.
Ειδικοί υπογραμμίζουν ότι τέτοιες κινήσεις μπορεί να παραβιάζουν την ελευθερία του λόγου, ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει να εστιάζει σε αριστερές ομάδες ως υπεύθυνες για την πολιτική βία, παρά τις αντίθετες απόψεις ειδικών για την κύρια πηγή εξτρεμισμού στις ΗΠΑ.
Πιο αναλυτικά
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα με το οποίο χαρακτηρίζει την Antifa ως «τρομοκρατική οργάνωση», σύμφωνα με ανακοίνωση του Λευκού Οίκου. Η απόφαση εντάσσεται στις δεσμεύσεις του για αυστηρότερα μέτρα κατά αριστερών ομάδων, έπειτα από τη δολοφονία του ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ.
Η Antifa αποτελεί συντομογραφία του αντιφασιστικού κινήματος, το οποίο περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα προσώπων και οργανώσεων. Από τη στιγμή που ο Τραμπ έθεσε το θέμα του χαρακτηρισμού της ως «τρομοκρατική οργάνωση», έχουν προκύψει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που θα εφαρμοστεί μια τέτοια απόφαση.
Το εκτελεστικό διάταγμα, έκτασης 370 λέξεων, περιγράφει την Antifa ως «μιλιταριστική, αναρχική οργάνωση που καλεί ρητά στην ανατροπή της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών» και κατηγορεί την οργάνωση ότι «χρησιμοποιεί βία και τρομοκρατία για να καταστείλει την ελευθερία του λόγου». Σε άλλο σημείο τονίζεται: «Λόγω του προαναφερθέντος μοτίβου πολιτικής βίας που αποσκοπεί στην καταστολή της νόμιμης πολιτικής δραστηριότητας και στην παρεμπόδιση της λειτουργίας του κράτους δικαίου, ορίζω με το παρόν την Antifa ως εγχώρια τρομοκρατική οργάνωση».
Στο διάταγμα γίνεται αναφορά και στον τρόπο δράσης της Antifa, καθώς κατηγορείται ότι «χρησιμοποιεί εξελιγμένα μέσα για να προστατεύσει την ταυτότητα των μελών της, να κρύψει τις πηγές χρηματοδότησής της και να στρατολογήσει νέα μέλη». Παράλληλα, δίνει εντολή σε «όλα τα αρμόδια εκτελεστικά τμήματα και υπηρεσίες» να «ερευνήσουν, διακόψουν και διαλύσουν οποιαδήποτε και όλες τις παράνομες δραστηριότητες» που σχετίζονται με την οργάνωση ή με πρόσωπα που τη στηρίζουν.
Σύμφωνα με το κείμενο, «άτομα που συνδέονται με την Antifa και ενεργούν εκ μέρους της συντονίζονται περαιτέρω με άλλες οργανώσεις και οντότητες με σκοπό τη διάδοση, την υποκίνηση και την προώθηση της πολιτικής βίας και την καταστολή της νόμιμης πολιτικής έκφρασης». Επίσης, δίνεται η δυνατότητα στις αμερικανικές Αρχές να ενεργήσουν κατά οποιουδήποτε προσώπου «ισχυρίζεται ότι ενεργεί εξ ονόματος της Antifa ή έλαβε υλική υποστήριξη από αυτή».
Δεν είναι ξεκάθαρο ποια πρόσωπα θα βρεθούν στο στόχαστρο αυτών των ερευνών. Ωστόσο, αξιωματούχος του υπουργείου Δικαιοσύνης δήλωσε στο Reuters ότι το διάταγμα θα δώσει «εκτεταμένες εξουσίες και αρμοδιότητες έρευνας και επιτήρησης» στην κυβέρνηση. Όπως εξήγησε, αυτός ο χαρακτηρισμός θα επιτρέψει στην Ουάσινγκτον να παρακολουθεί πιο στενά τις οικονομικές συναλλαγές πολιτών και οργανώσεων, αλλά και να εξετάζει πιθανούς ξένους δεσμούς του δικτύου που θεωρείται αντιφασιστικό.
Η ίδια πηγή επισήμανε ότι οι Διευθύνσεις Αντιτρομοκρατίας και Αντικατασκοπείας του FBI θα παρακολουθούν τις οικονομικές ροές – τόσο εσωτερικές όσο και ξένες – και θα επιχειρήσουν να εντοπίσουν κεντρική ηγεσία στην Antifa. Ωστόσο, διευκρίνισε πως οι έρευνες του FBI υπόκεινται σε περιορισμούς όταν πρόκειται για Αμερικανούς πολίτες. Παράλληλα, πηγή του Λευκού Οίκου ανέφερε ότι το πλαίσιο εστιάζει «στα ξένα χρήματα που τροφοδοτούν την αμερικανική πολιτική» και στη δυνατότητα «ελέγχου τραπεζών, ηλεκτρονικών μεταφορών χρημάτων και πηγών χρηματοδότησης».
Ο Τραμπ έχει προειδοποιήσει πολλές φορές ότι θα κινηθεί εναντίον αριστερών οργανώσεων, ειδικά μετά τη δολοφονία του Κερκ στις 10 Σεπτεμβρίου σε πανεπιστημιούπολη της Γιούτα, γεγονός που προκάλεσε έντονη αντίδραση στη δεξιά πτέρυγα. Οι Αρχές κατηγόρησαν τον 22χρονο Τάιλερ Ρόμπινσον για τη δολοφονία, με τον ίδιο να επικαλείται «μίσος» για τις απόψεις που, σύμφωνα με τους ερευνητές, απέδιδε στον Κερκ.
Παρότι οι έρευνες δεν έχουν συνδέσει τον Ρόμπινσον με κάποια οργάνωση, η κυβέρνηση αξιοποίησε την υπόθεση για να προωθήσει παλαιότερα σχέδια που αφορούν τον περιορισμό αριστερών ομάδων. Ο Τραμπ, ήδη από την πρώτη του θητεία, είχε κατηγορήσει την Antifa για βία εναντίον της αστυνομίας αλλά και για εμπλοκή στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο, όταν επιχειρήθηκε να εμποδιστεί η επικύρωση της νίκης του Τζο Μπάιντεν.
Παράλληλα, ειδικοί σε θέματα πολιτικής βίας και αξιωματούχοι ασφαλείας έχουν επανειλημμένα τονίσει ότι οι ακροδεξιές επιθέσεις αποτελούν την κύρια πηγή εγχώριου εξτρεμισμού στις ΗΠΑ. Ωστόσο, αξιωματούχοι της κυβέρνησης επιμένουν να παρουσιάζουν αριστερές ομάδες ως βασικούς υπεύθυνους για την πολιτική βία μετά τον θάνατο του Κερκ.
Νομικοί εμπειρογνώμονες υπογραμμίζουν ότι ο χαρακτηρισμός της Antifa ως τρομοκρατικής οργάνωσης μπορεί να αποδειχθεί νομικά και συνταγματικά αμφίβολος. Τονίζουν ότι η προσχώρηση σε μια ιδεολογία δεν θεωρείται ποινικό αδίκημα με βάση το αμερικανικό δίκαιο και ότι τέτοιες κινήσεις εγείρουν σοβαρά ζητήματα για την ελευθερία του λόγου. Άλλωστε, κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ είχαν γίνει δύο αποτυχημένες απόπειρες να προχωρήσει μια τέτοια πρωτοβουλία, όπως προκύπτει από εσωτερικά έγγραφα του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας που επικαλείται το Reuters.
Συνοπτικά
- Ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε διάταγμα που χαρακτηρίζει την Antifa ως «τρομοκρατική οργάνωση», επιδιώκοντας αυστηρότερα μέτρα κατά των αριστερών ομάδων.
- Το διάταγμα κατηγορεί την Antifa για βία και καλεί τις αρχές να ερευνήσουν και να διαλύσουν τις δραστηριότητές της.
- Η κυβέρνηση επιμένει στη παρακολούθηση οικονομικών συναλλαγών της Antifa, παρά τις νομικές αμφιβολίες και αντιδράσεις.
- Ειδικοί προειδοποιούν ότι ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να παραβιάζει την ελευθερία του λόγου και να είναι νομικά αμφίβολος.