Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, εμβληματικός ηθοποιός και σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά στον κινηματογράφο και την κοινωνία.
Γνωστός για ρόλους σε κλασικές ταινίες όπως "Butch Cassidy and the Sundance Kid" και "The Sting", ο Ρέντφορντ δεν ήταν μόνο ένας γόης του Χόλιγουντ, αλλά και ένας ακτιβιστής που αγωνίστηκε για έναν καλύτερο κόσμο.
Η καριέρα του ξεκίνησε από το θέατρο και την τηλεόραση, ενώ αργότερα καθιερώθηκε στον κινηματογράφο με ταινίες που έγραψαν ιστορία. Παράλληλα, ίδρυσε το Sundance Institute, προωθώντας τον ανεξάρτητο κινηματογράφο.
Στην προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε δύο φορές και είχε τέσσερα παιδιά. Ο Ρέντφορντ είχε επίσης μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα, όπου έζησε για ένα διάστημα με την οικογένειά του.
Πιο αναλυτικά
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, θρυλικός ηθοποιός και σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή σε ηλικία 89 ετών, σκορπίζοντας θλίψη στο παγκόσμιο στερέωμα της υποκριτικής.
Ο ηθοποιός, γνωστός για ρόλους σε κλασικές ταινίες όπως Butch Cassidy and the Sundance Kid και The Sting, πέθανε στο σπίτι του στη Γιούτα, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά στον κινηματογράφο και την κοινωνία.
Δεν ήταν μόνο ο καστανόξανθος, αρρενωπός άνδρας που δικαίως τον αποκαλούσαν «γόη του Χόλιγουντ», αλλά ένας ηθοποιός που ενσάρκωνε πολιτικούς ρόλους και ρόλους με βάθος, επιχειρούσε δύσκολα σκηνοθετικά εγχειρήματα και είχε δώσει «όρκο» στην ανεξάρτητη τέχνη και δημιουργία. Επί χρόνια ακτιβιστής έδινε τις δικές του μάχες για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο.
Τα σχολικά χρόνια, η πρώτη του δουλειά ως σερβιτόρος και η Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης
Ο Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις 18 Αυγούστου του 1936. Ο πατέρας του ήταν, αρχικά, γαλατάς και, στη συνέχεια, λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά.
Η καταγωγή των προγόνων του είναι βρετανική (Αγγλία και Σκωτία) και ιρλανδική, κάτι που εξηγεί, τα πυρόξανθα μαλλιά του, τα οποία ήταν και το κύριο γνώρισμά του. Κατά τα σχολικά του χρόνια, ήταν συμμαθητής με το διάσημο παίκτη του μπέιζμπολ Ντον Ντιρσντέιλ.
Λέγεται πως, όταν γύριζε από το σχολείο του στο σπίτι, σταματούσε έξω από τα στούντιο της Fox, για να παρακολουθήσει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής. Μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, κέρδισε, τελικά, υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρη στην ικανότητά του στον αθλητισμό και -κυρίως- στο μπέιζμπολ.
Εκείνο το χρονικό διάστημα δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο-μπαρ. Έπειτα, ξεκίνησε να δουλεύει στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνιας, ώστε να μαζέψει χρήματα, για να μπορέσει να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κατάφερε να μείνει στη Γηραιά Ήπειρο για έναν -περίπου- χρόνο. Τον περισσότερό του καιρό τον πέρασε στο Παρίσι, ενώ γράφτηκε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Όμως, οι κακές κριτικές των καθηγητών του, τον οδήγησαν στην επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αργότερα, μετέβη στο Μπρούκλιν, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στο Ινστιτούτο Πρατ, κάτι που επηρέασε αρκετά τη ζωή του και τον ίδιο, αφού για μια περίοδο είχε αποκτήσει ένα αρκετά μποέμικο στυλ. Στη συνέχεια, πήγε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης της Νέας Υόρκης, μετά από παρότρυνση ενός φίλου του. Στην ακρόασή του, κατάφερε να εκπλήξει τους κριτές, οι οποίοι ανέφεραν πως «διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα». Η επαφή του αυτή με την υποκριτική τον κέρδισε και τον έκανε να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο.
Θέατρο και τηλεόραση
Ο πρώτος του ρόλος ήταν στην παράσταση Tall Story το 1958, η οποία παίχτηκε στο θέατρο Μπρόντγουεϊ. Ακολούθησαν μικροί ρόλοι στις τηλεοπτικές σειρές The Naked City και Route 66. Το πρωταγωνιστικό ντεμπούτο του σε τηλεοπτική σειρά έγινε το 1960 στο Maverick. Ακολούθησαν και άλλες σειρές και θεατρικές παραστάσεις.
Η σπουδαιότερη παράσταση, στην οποία συμμετείχε ήταν το “Ξυπόλυτοι στο πάρκο”, με συμπρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ Άσλι. Η παράσταση παίχθηκε στο Θέατρο Μπρόντγουεϊ το 1963 και, το 1967, κυκλοφόρησε και ως κινηματογραφική ταινία. Μέσα στο ίδιο έτος, έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά Alcoa Premiere, για την εμφάνισή του στην οποία, κέρδισε το βραβείο Έμμυ β’ ανδρικού ρόλου.
Κινηματογράφος
Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κινηματογραφική ταινία ήταν το 1962, στο ανεξάρτητο War Hunt (Ο πόλεμος μας έκανε σκληρούς), το οποίο γυρίστηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Το 1965, έπαιξε στο Situation Hopeless… But Not Serious, το οποίο ήταν η πρώτη του επίσημη ταινία.
Την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τους Νάταλι Γουντ και Κρίστοφερ Πλάμερ, στο Inside Daisy Clover, του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, το οποίο προτάθηκε, τελικά, για δύο βραβεία Όσκαρ, ενώ ο ίδιος ο Ρέντφορντ κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα, αφού ανακηρύχθηκε ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός. Το 1966, του δόθηκε ο ρόλος του σερίφη στο The Chase, του Άρθουρ Πεν, όμως, ο ίδιος επέλεξε αυτόν του κατάδικου. Ο σερίφης ενσαρκώθηκε από το Μάρλον Μπράντο.
Επίσης, συνεργάσθηκε και πάλι με τη Νάταλι Γουντ, αυτή τη φορά, για το This Property Is Condemned, του Σίντεϊ Πόλακ, το οποίο είχε βασιστεί στο ομότιτλο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς. Το 1967, πρωταγωνίστησε μαζί με την Τζέιν Φόντα στην κινηματογραφική εκδοχή του Barefoot in the Park. To 1968, υπέγραψε συμφωνία για το γύρισμα μιας ταινίας γουέστερν με την Paramount. Ωστόσο, αθέτησε την υπόσχεσή του, με αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί στα δικαστήρια και ο Ρέντφορντ να μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα χωρίς δουλειά. Το 1969, πρωταγωνίστησε στο γουέστερν Οι δύο ληστές του Τζορτζ Ρόι Χιλ, μαζί με τον Πωλ Νιούμαν. Ο Ρέντφορντ κατάφερε να κερδίσει τους υπόλοιπους υποψήφιους (Στιβ Μακ Κουήν, Μάρλον Μπράντο, Γουόρεν Μπίτι), για το δεύτερο πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία αυτή είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ. Ωστόσο, απέρριψε πρωταγωνιστικούς ρόλους στα Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; και Ο πρωτάρης του Μάικ Νίκολς, επειδή ανησυχούσε για την πιθανή δημιουργία του “στερεοτύπου του ξανθού αρσενικού”. Στη συνέχεια, πρωταγωνίστησε σε ταινίες που είχαν μέτρια απήχηση, όπως, το Downhill racer, του Μάικλ Ρίτσι (1969). Παρ’ όλα αυτά κέρδισε βραβεία BAFTA καλύτερου ηθοποιού για το Downhill racer και το Tell them Willie Boy is here.
Συνεργάσθηκε ξανά με το Σίντεϊ Πόλακ το 1972 για το γουέστερν Jeremiah Johnson και το 1973 για τη δραματική ιστορία αγάπης The Way We Were, μαζί με τη Μπάρμπρα Στράιζαντ. Στην ταινία αυτή, η οποία συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του είδους της, έπαιξε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους του, αυτόν του Χάμπελ. Ακόμη, το τραγούδι της Στράιζαντ The Way We Were κέρδισε βραβείο Όσκαρ. Μεταξύ των δύο ταινιών του Πόλακ, μεσολάβησε το The Candidate του Μάικλ Ρίτσι (1972).

Ακολούθησε μια ταινία μέτριας απήχησης, το The Hot Rock. Στην επόμενη συνεργασία του με τους Τζορτζ Ρόι Χιλ και Πωλ Νιούμαν, ο Ρέντφορντ κατάφερε να γίνει υποψήφιος για το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου για την ταινία Το Κεντρί. Το 1974, ακολούθησε μια νέα επιτυχία, Ο μεγάλος Γκάσμπυ, η οποία βασίσθηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Η ταινία αυτή, πέρασε από πολλές περιπέτειες, έως ότου ξεκίνησαν τα γυρίσματά της, καθώς ο πρωταγωνιστικός ρόλος, προοριζόταν για τον Τζακ Νίκολσον, όμως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ τον κέρδισε την τελευταία στιγμή, ενώ ο σκηνοθέτης Τζακ Κλέυτον πίεζε ασφυκτικά τον τελικό πρωταγωνιστή να απαρνηθεί το προσωπικό του στυλ και να βάψει τα μαλλιά του μαύρα, κάτι που εκείνος αρνείτο πεισματικά. Το 1975, συνεργάσθηκε και πάλι με τον Πόλακ για το πολιτικό θρίλερ.
Οι τρεις μέρες του κόνδορα, ενώ το 1976, στην ταινία All the President’s Men, η οποία και βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ, πήρε το ρόλο του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ, ο οποίος πάσχιζε να διαλευκάνει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Ακολούθησαν δύο ακόμη ταινίες, με τον Πόλακ παραγωγό και τη Φόντα συμπρωταγωνίστρια, οι οποίες ήταν: το A Bridge Too Far, του 1977 και το The Electric Horsemen, του 1979. Το 1980, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία (Ordinary People), στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Ντόναλντ Σάδερλαντ. Η ταινία αυτή κέρδισε τέσσερα Όσκαρ και ο Ρέντφορντ αυτό του καλύτερου σκηνοθέτη. Οι κριτικοί ανέφεραν πως, ο Ρέντφορντ κατάφερε να βγάλει μια πολύ δυνατή δραματική ερμηνεία τόσο από τη Μάιρη Τάιλερ Μουρ, όσο και από το Σάδερλαντ και τον Τίμοθυ Χάτον, ο οποίος κέρδισε βραβείο β’ ανδρικού ρόλου. Η δεκαετία του 1970 έκλεισε με το Brubaker, του 1980.
Η δεκαετία του 1980 ήταν μια πολύ λιγότερο δραστήρια περίοδος για το Ρέντφορντ, αφού συμμετείχε σε ελάχιστες ταινίες. Αυτές ήταν: το The Natural, του 1984, στην οποία υποδύθηκε τον πρωταθλητή του μπέιζμπολ, το Out of Africa του 1985, το οποίο βραβεύθηκε με επτά Όσκαρ και ήταν καρπός μιας νέας συνεργασίας του και του Σίντεϊ Πόλακ, ωστόσο, ο ίδιος ο Ρέντφορντ παραδέχθηκε πως πρόκειται για τη χειρότερη ταινία που έχει γυρίσει σε ολόκληρη την καριέρα του, η κωμωδία Legal Eagles, του 1986, στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τις Ντέμπρα Ουίνγκερ και Ντάριλ Χάνα και το Havana, του 1990, ενώ το 1988, σκηνοθέτησε την ταινία The Milagro Beanfield War.
Το 1992, συμπρωταγωνίστησε με τον Σίντεϊ Πουατιέ στην κωμωδία Sneakers και σκηνοθέτησε τη δραματική ταινία A River Runs Through It, με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ. Ο Ρέντφορντ διεκδίκησε το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για τη δουλειά του στην ταινία αυτή. To 1993, συμπρωταγωνίστησε με τους Γούντι Χάρελσον και Ντέμι Μουρ, στην ταινία Ανήθικη πρόταση, του Έιντριαν Λάιν.
Ωστόσο, ο ρόλος του χαμηλής ηθικής εκατομμυριούχου τον έφερε αντιμέτωπο για πρώτη και μοναδική -μέχρι σήμερα- φορά, με την υποψηφιότητα για το βραβείο του Χρυσού Βατόμουρου. Το 1994, σκηνοθέτησε το Quiz Show και έθεσε, έτσι, υποψηφιότητα για δύο βραβεία Όσκαρ: αυτού του καλύτερου σκηνοθέτη και αυτού της καλύτερης ταινίας. Το 1996, έπαιξε, μαζί με τη Μισέλ Φάιφερ, στο Up Close & Personal. Το 1998, πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε το The Horse Whisperer, όπου συμμετείχε και η πολύ νεαρής ηλικίας -τότε- Σκάρλετ Γιοχάνσσον. Η ταινία αυτή πήγε σχετικά καλά εμπορικά, ενώ οι κριτικές που απέσπασε ήταν -ως επί το πλείστον- θετικές. Ο Ρέντφορντ προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερου σκηνοθέτη. Το 2000, σκηνοθέτησε το The Legend of Bagger Vance, με πρωταγωνιστές τους Γουίλ Σμιθ, Ματ Ντέιμον και Σαρλίζ Θερόν.
Το 2001, συμπρωταγωνίστησε με τον Μπραντ Πιτ στο Spy Game, του Τόνυ Σκοτ. Το 2002, βραβεύθηκε με Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο. Ακολούθησε το θρίλερ μυστηρίου The Clearing, του 2004 με συμπρωταγωνιστές τους Γουίλεμ Νταφόε και Έλεν Μίρεν. Το 2005, έπαιξε με τους Τζένιφερ Λόπεζ και Μόργκαν Φρίμαν στην ταινία An Unfinished Life. Το 2007, σκηνοθέτησε το Lions for Lambs, συμπρωταγωνιστώντας με τη Μέριλ Στριπ και τον Τομ Κρουζ. To 2011, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε το The Conspirator. To 2012, γύρισε, σε συνεργασία με το γιο του, το Watershed ένα ντοκιμαντέρ, με θέμα την αλόγιστη εκμετάλλευση και τη σταδιακή πτώση της στάθμης του νερού του ποταμού Κολοράντο, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή νερού για τις δυτικές πολιτείες της Αμερικής. Το 2012 παρουσίασε την ταινία The Company You Keep, στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τη Τζούλι Κρίστι και τη Σούζαν Σαράντον, ενώ είναι και σκηνοθέτης. Το 2013 πρωταγωνίστησε στην ταινία Όλα Χάθηκαν του Τζέι Σι Τσάντορ, που προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών και απέσπασε θερμά χειροκροτήματα από το κοινό.
Οι γάμοι και το διαζύγιο
Τo 1958, νυμφεύθηκε για πρώτη φορά την Λόλα βαν Γουάγκενεν, ενώ, το 1985, κατά τη διάρκεια της μείωσης της επαγγελματικής του δραστηριότητας, πήραν διαζύγιο. Απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά.
Αναλογιζόμενος τον γάμο και το διαζύγιό του, ο Ρέντφορντ είχε δηλώσει: «Ήταν αμοιβαία απόφαση και ήταν σωστό να προχωρήσουμε. Έχουμε ακόμα μεγάλη αγάπη, μεγάλη στοργή, σπουδαία φιλία. Είναι υπέροχο και νομίζω ότι μάλλον μας αξίζει η αναγνώριση γι’ αυτό, επειδή τα παιδιά είναι υπέροχα, το ξεπέρασαν καλά. Δεν ήθελα ποτέ να είμαι ένα από αυτά τα διαζευγμένα θύματα της showbiz – τόσο προβλέψιμα! Ήθελα να αποδείξω ότι ένας γάμος μπορεί να διαρκέσει. Αλλά δεν μπόρεσα».
Το 2009, ο Ρέντφορντ νυμφεύθηκε τη Σίμπιλ Ζάγκαρς, καλλιτέχνιδα από την Γερμανία. Ο Ρέντφορντ σε συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Είναι πολύ ξεχωριστό άτομο. Είναι νεότερη από εμένα και είναι από την Ευρώπη, κάτι που μου αρέσει, έτσι όλο αυτό είναι μία καινούρια ζωή».
Τo 1980 ίδρυσε στη Γιούτα το Sundance Institute, τη “μητρόπολη” του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Ήταν ακτιβιστής και πολιτικά στρατευμένος με την αριστερά.
Η αγάπη του για την Ελλάδα
Πολλοί λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν την ιδιαίτερη σχέση του με την Ελλάδα. Σε συνέντευξή του στο Greek Reporter, ο Ρέντφορντ είχε αποκαλύψει ότι έζησε για πέντε μήνες στην Κρήτη, έξω από το Ηράκλειο.
«Πήγα την οικογένειά μου εκεί στα μέσα του ’60, επειδή την αγαπούσα, είχα διαβάσει γι’ αυτή και ήθελα πολύ να πάω», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Αντίστοιχα, μιλώντας στο «Βήμα», ο ίδιος είχε περιγράψει πώς το 1967 ταξίδεψε με την οικογένειά του στην Ευρώπη: «Ζήσαμε για έξι μήνες στην Ισπανία, σε μια μικρή πόλη στον Νότο ονόματι Μίχας, και μετά πήγαμε στην Ελλάδα. Πρώτα στο Ηράκλειο και μετά στην ενδοχώρα της Κρήτης». Δεν έκρυψε μάλιστα ότι προσπάθησε να πείσει την οικογένειά του να ζήσουν σε μια σπηλιά στα Μάταλα, ενώ εξομολογήθηκε ότι «λάτρευε την Ελλάδα και τους Έλληνες».
Πηγή πληροφοριών: Wikipedia, New York Post, Greek Reporter, Βήμα
Συνοπτικά
- Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, εμβληματικός ηθοποιός και σκηνοθέτης, πέθανε σε ηλικία 89 ετών, αφήνοντας πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά στον κινηματογράφο και την κοινωνία.
- Γνωστός για κλασικές ταινίες όπως "Butch Cassidy and the Sundance Kid" και "The Sting", ο Ρέντφορντ ξεχώρισε και ως ακτιβιστής που αγωνίστηκε για έναν καλύτερο κόσμο.
- Στην προσωπική ζωή του, παντρεύτηκε δύο φορές, είχε τέσσερα παιδιά και διατηρούσε ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα, όπου έζησε για ένα διάστημα.
- Ίδρυσε το Sundance Institute, προωθώντας τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και επηρεάζοντας την τέχνη και την κοινωνία με την πολιτική του δράση.