Η Γαλλία αντιμετωπίζει μια σοβαρή πολιτική κρίση, καθώς ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν βρίσκεται αντιμέτωπος με την κατάρρευση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού, ο οποίος ανατράπηκε λόγω του αντιδημοφιλούς προϋπολογισμού λιτότητας.
Η χώρα παραμένει διχασμένη, με το κοινοβούλιο να είναι κατακερματισμένο ανάμεσα σε αριστερά, κέντρο και άκρα δεξιά, χωρίς καμία ομάδα να έχει πλειοψηφία.
Αυτή η κατάσταση δημιουργεί αδιέξοδο στην οικονομική πολιτική και δυσκολεύει τη σύνταξη προϋπολογισμού, ενώ ο Μακρόν αναζητά νέο πρωθυπουργό που θα μπορούσε να επιτύχει συναίνεση.
Η πολιτική αστάθεια συνεχίζεται, με το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών να μην υπόσχεται λύση, καθώς το κοινοβούλιο πιθανότατα θα παραμείνει διαιρεμένο.
Πιο αναλυτικά
Καθώς ο πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, αντιμετωπίζει στην Γαλλία, αυτόν τον μήνα μια κρίσιμη στιγμή στη διεθνή σκηνή, με την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και την διπλωματία γύρω από τη Γάζα και την Ουκρανία, βρίσκεται και πάλι κλονισμένος από μια επιζήμια πολιτική κρίση στο εσωτερικό, σχολιάζει ο Guardian, μετά την ήττα του πρωθυπουργού Μπαϊρού στην Βουλή.
Ο κεντρώος πρωθυπουργός, Φρανσουά Μπαϊρού, ανατράπηκε το βράδυ της Δευτέρας με ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, αφήνοντας τον Μακρόν να αναζητά τον τρίτο πρωθυπουργό μέσα σε έναν χρόνο και τον πέμπτο από την έναρξη της δεύτερης προεδρικής του θητείας το 2022.
Το καλοκαίρι, ο Μακρόν είχε δηλώσει ότι η Γαλλία χρειαζόταν σταθερότητα στο εσωτερικό, ενώ διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στη διεθνή σκηνή. Αλλά αυτή η σταθερότητα αποδεικνύεται άπιαστη.
Από τότε που ο Μακρόν ρίσκαρε προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές τον περασμένο Ιούνιο, το κοινοβούλιο παραμένει διαιρεμένο ανάμεσα σε τρεις ομάδες – την αριστερά, το κέντρο και την άκρα δεξιά – καμία από τις οποίες δεν διαθέτει πλειοψηφία. Αυτό έχει δημιουργήσει αδιέξοδο στην οικονομική πολιτική και διαιρέσεις ακόμη και στο πιο βασικό πολιτικό καθήκον: τη σύνταξη προϋπολογισμού για το 2026.
Γιατί έπεσε ο Μαϊρού
Ο Μπαϊρού έπεσε εξαιτίας του αντιδημοφιλούς προϋπολογισμού λιτότητας για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Η Γαλλία πρέπει τώρα επειγόντως να συμφωνήσει σε προϋπολογισμό για το επόμενο έτος. Όμως δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ότι οποιοσδήποτε νέος πρωθυπουργός που θα επιλέξει ο Μακρόν θα μπορούσε να πετύχει συναίνεση για τον προϋπολογισμό ή να αποφύγει την ίδια τύχη. Ο Μπαϊρού άντεξε μόλις εννέα μήνες και πριν από αυτόν ο δεξιός Μισέλ Μπαρνιέ είχε ανατραπεί σε μόλις τρεις.
Ακόμη κι αν ο Μακρόν προκήρυσσε νέες πρόωρες εκλογές – κάτι που δεν προτιμά, με το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν να προηγείται στις δημοσκοπήσεις – το κοινοβούλιο πιθανότατα θα παρέμενε εξίσου διαιρεμένο και παράλυτο, χωρίς σαφή πλειοψηφία.
Ο Μακρόν, του οποίου η θητεία λήγει το 2027, ίσως τώρα επιλέξει έναν πρωθυπουργό πιο κοντά στην κεντροαριστερά. Αυτό, ωστόσο, είναι δύσκολο, καθώς ο πρόεδρος αρνείται να υποχωρήσει από την οικονομική του ατζέντα, που ξεκινά από το 2017, περιλαμβάνοντας φοροελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, κατάργηση του φόρου πλούτου και αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Όλα αυτά οι Σοσιαλιστές θέλουν να ανατρέψουν.
Ο Μακρόν ίσως στραφεί ξανά προς την κεντροδεξιά, αναζητώντας έναν πρωθυπουργό που θα μπορούσε να διατηρήσει τη στήριξη του δεξιού κόμματος «Οι Ρεπουμπλικάνοι», το οποίο μέχρι τώρα στηρίζει την κυβέρνηση μειοψηφίας. Αλλά κι εκείνοι θα αντιμετώπιζαν τις ίδιες συγκρούσεις για τον προϋπολογισμό.
Πώς βλέπουν τα κόμματα την κατάσταση στην Γαλλία
Η Αλεξάντρα Ρουλέ, αναπληρώτρια καθηγήτρια οικονομικών στη σχολή επιχειρήσεων Insead, που συμβούλευε τον Μακρόν από το 2022 έως το 2023, δήλωσε ότι τα πολιτικά κόμματα παραμένουν βαθιά διχασμένα ως προς τον προϋπολογισμό και το πώς θα αντιμετωπιστεί το αυξανόμενο δημόσιο χρέος της Γαλλίας.
Η Ρουλέ είπε: «Οι Σοσιαλιστές θα έλεγαν ότι βρισκόμαστε σε αυτήν την [χρεωστική] κατάσταση επειδή ο Μακρόν μείωσε μαζικά τους φόρους από το 2017, που σημαίνει ότι για να διορθωθεί αυτό, οι φόροι πρέπει να αυξηθούν, ιδιαίτερα για τους πλούσιους. Οι κεντρώοι του Μακρόν θα έλεγαν, μειώσαμε τους φόρους, αλλά η Γαλλία έγινε πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις … και βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση λόγω της ανεξέλεγκτης δημόσιας δαπάνης, της γήρανσης του πληθυσμού και των συνταξιοδοτικών προβλημάτων. Η άκρα δεξιά θα έλεγε ότι βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση επειδή δαπανώνται υπερβολικά πολλά χρήματα για τους μετανάστες».
Και πρόσθεσε η Ρουλέ: «Αυτό που ανησυχεί είναι ότι βρισκόμαστε σε μια πορεία όπου κάθε χρόνο το χρέος προβλέπεται να αυξάνεται. Θα ήθελε κανείς να σταθεροποιηθεί. Για να γίνει αυτό θα χρειαζόταν ένας προϋπολογισμός που και θα μείωνε τις δαπάνες και πιθανότατα θα αύξανε λίγο τους φόρους, παίρνοντας χρήματα από παντού: ένας προϋπολογισμός ενοποίησης. Αλλά φαίνεται πολιτικά πολύ δύσκολο να υπάρξει οποιαδήποτε συναίνεση για έναν τέτοιο προϋπολογισμό ενοποίησης. Νομίζω ότι τα πράγματα θα παραμείνουν ασταθή μέχρι το τέλος αυτής της προεδρικής θητείας».