Στην Ιταλία, ένα σοβαρό ξέσπασμα αλλαντίασης έχει προκαλέσει τρεις θανάτους και δεκάδες κρούσματα, κυρίως στην Καλαβρία και τη Σαρδηνία, με την κατανάλωση μολυσμένων σάντουιτς και γουακαμόλε να θεωρείται η αιτία. Οι υγειονομικές αρχές έχουν ενεργοποιήσει πρωτόκολλα έκτακτης ανάγκης, ενώ η εισαγγελία διερευνά ποινικά την υπόθεση, με τρεις συλλήψεις να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Η αλλαντίαση, μια σπάνια αλλά σοβαρή παραλυτική νόσος που προκαλείται από το βακτήριο Clostridium botulinum, απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση για την αποφυγή θανατηφόρων επιπλοκών.
Πιο αναλυτικά
Συναγερμός έχει σημάνει στις υγειονομικές αρχές της Ιταλίας, έπειτα από σοβαρό ξέσπασμα αλλαντίασης, το οποίο έχει προκαλέσει τρεις θανάτους και δεκάδες κρούσματα σε δύο περιφέρειες.
Επίκεντρο της επιδημίας είναι η παραθαλάσσια τουριστική κωμόπολη Ντιαμάντε, στην ακτή της Καλαβρίας, όπου 2 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από 12 νοσηλεύονται στο νοσοκομείο της Κοζέντσα – δύο εκ των οποίων σε κρίσιμη κατάσταση.
Το τρίτο θανατηφόρο περιστατικό καταγράφηκε στη Σαρδηνία, όπου μια 38χρονη γυναίκα εισήχθη σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο Brotzu μετά την κατανάλωση γουακαμόλε σε φεστιβάλ στο Μονσεράτ, κοντά στο Κάλιαρι, και αργότερα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Businco, όπου κατέληξε.

Το ιταλικό υπουργείο Υγείας ενεργοποίησε άμεσα τα πρωτόκολλα έκτακτης ανάγκης για την ταχεία χορήγηση αντιδότων στους ασθενείς.
Η εισαγγελία διερευνά ποινικά την υπόθεση στην Καλαβρία, επικεντρώνοντας την έρευνα στην υγειονομική ανταπόκριση και στις νομικές ευθύνες.
Έχουν συλληφθεί τρία άτομα, τα οποία κατηγορούνται για «ανθρωποκτονία εξ αμελείας, σωματική βλάβη από αμέλεια, διάθεση τροφίμων επιβλαβών για τη δημόσια υγεία».
Μεταξύ αυτών είναι ένας μικροπωλητής που φέρεται να πωλούσε μολυσμένα τρόφιμα από το φορτηγό του, καθώς και οι νόμιμοι εκπρόσωποι δύο εταιρειών που προμήθευαν τις πρώτες ύλες.
Υπό έρευνα βρίσκονται και γιατροί για καθυστερήσεις στη θεραπεία των ασθενών.
Σύμφωνα με τις πρώτες έρευνες, τα θύματα είχαν καταναλώσει σάντουιτς με λουκάνικο και μπρόκολο από τον ίδιο μικροπωλητή, του οποίου το όχημα –που πλέον έχει κατασχεθεί– είχε παραμείνει εκτεθειμένο σε υψηλές θερμοκρασίες, κάτι που εκτιμάται ότι συνέβαλε στην ανάπτυξη τοξινών.

Εργαστηριακές αναλύσεις διενεργούνται από την Υγειονομική Υπηρεσία Κοζέντσα και τις αστυνομικές αρχές. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην ιδιωτική κλινική του Μπελβεντέρε Μαρίτιμο, όπου μεταφέρθηκαν οι δύο θανόντες στην Καλαβρία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, δεν έλαβαν την αναγκαία θεραπεία και παραπέμφθηκαν σε άλλα νοσοκομεία, με την καθυστέρηση στην αναγνώριση των συμπτωμάτων της αλλαντίασης να θεωρείται ότι συνέβαλε μοιραία στην επιδείνωση της κατάστασής τους.
Ένα από τα θύματα είναι ο 52χρονος τουρίστας Λουίτζι ντι Σάρνο, από την Τσέρκολα της Νάπολης, ο οποίος, αφού κατανάλωσε το μολυσμένο φαγητό, εμφάνισε συμπτώματα και επισκέφθηκε την παραπάνω κλινική. Το δεύτερο θύμα είναι μία 45χρονη από την Πράια α Μαρέ, που είχε επίσης φάει από την ίδια πηγή.
Τι είναι οι αλλαντίαση – Συμπτώματα και αντιμετώπιση
Λοιμογόνος παράγοντας
Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η αλλαντίαση είναι μια σπάνια αλλά σοβαρή παραλυτική νόσος που προκαλείται από μια νευροτοξίνη η οποία παράγεται από το βακτηρίδιο Clostridium botuiinum και μερικές φορές από στελέχη των βακτηριδίων Clostridium butyricum και Clostridium baratii. Υπάρχουν έξι είδη αλλαντίασης: α) η τροφιμογενής, β) η βρεφική, γ) η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, δ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.
Το Clostridium botulinum είναι ένα Gram (+) βακτηρίδιο που αναπτύσσεται καλύτερα υπό αναερόβιες συνθήκες. Το βακτηρίδιο παράγει σπόρια που του επιτρέπουν να επιβιώνει σε δυσμενείς συνθήκες μέχρι να υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες που να επιτρέψουν την ανάπτυξή του. Υπάρχουν 7 τύποι αλλαντικής τοξίνης που διαχωρίζονται με τα γράμματα Α, Β, C, D, E, F, G. Μόνο οι τύποι Α, Β, Ε και σπάνια ο F προκαλούν νόσο στον άνθρωπο. Η αλλαντική τοξίνη θεωρείται από τις πιο θανατηφόρες ουσίες. Η μέση θανατηφόρος δόση (lethal dose- LD50) είναι 1 ng τοξίνης ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος.
Κλινική εικόνα και είδη αλλαντίασης
Η τροφιμογενής αλλαντίαση προκύπτει όταν το Clostridium botulinum αναπτύσσεται και παράγει τοξίνη σε τρόφιμο το οποίο στη συνέχεια καταναλώνεται χωρίς να προηγηθεί κατάλληλο μαγείρεμά του ώστε να καταστραφεί η τοξίνη. Η τοξίνη παράγεται συνήθως, σε τρόφιμα ακατάλληλα παρασκευασμένα ή κονσερβοποιημένα, χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι ή ζάχαρη, χαμηλής οξύτητας, καθώς και σε παστεριωμένα ή ελαφρώς μαγειρεμένα τρόφιμα που δεν έχουν καταψυχθεί, ειδικά σε αυτά σε αεροστεγή συσκευασία (π.χ καπνιστά ψάρια, προϊόντα κρέατος, σάλτσες κ.α). Η τοξίνη καταστρέφεται με το βρασμό (85°C για 5 λεπτά ή περισσότερο), ενώ τα σπόρια απαιτούν περισσότερο χρόνο για να καταστραφούν (120Τ για 10 λεπτά ή περισσότερο).
Αρχικά οι ασθενείς παρουσιάζουν αδυναμία, ίλιγγο, θαμπή όραση, ξηροστομία, δυσκολία στην κατάποση και την ομιλία, λόγω της προσβολής των κρανιακών νεύρων από την αλλαντική τοξίνη. Τα νευρολογικά συμπτώματα είναι αποτέλεσμα της μυϊκής παράλυσης που προκαλείται από την αλλαντική τοξίνη και περιγράφονται ως «χαλαρή συμμετρική κατιούσα παράλυση». Η παράλυση των αναπνευστικών μυών μπορεί να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Δεν παρατηρείται πυρετός ή απώλεια συνείδησης. Μπορεί να συνυπάρχουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα ή σπανιότερα διάρροια.
Η βρεφική αλλαντίαση εμφανίζεται σε βρέφη ηλικίας από 6 εβδομάδων έως και 6 μηνών. Oφείλεται στην κατανάλωση σπόρων του Clostridium botuiinum σε τροφή ή σκόνη, οι οποίοι στη συνέχεια εκβλαστάνουν σε βακτήρια στο έντερο τα οποία απελευθερώνουν την τοξίνη. Θεωρείται ότι ο αποικισμός του εντέρου από τους σπόρους του Clostridium botuiinum στα βρέφη συμβαίνει γιατί στις ηλικίες αυτές δεν έχει εγκατασταθεί πλήρως η φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου που ανταγωνίζεται την εγκατάσταση των παθογόνων μικροβίων. Τα κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκοιλιότητα, απώλεια όρεξης, αδύναμο κλάμα, αδύναμο μυϊκό τόνο, λήθαργο και απώλεια στήριξης της κεφαλής. Η κλινική εικόνα κυμαίνεται από ήπια που δεν απαιτεί εισαγωγή στο νοσοκομείο μέχρι αιφνίδιο θάνατο. Μελέτες αναφέρουν την κατανάλωση μελιού ως προδιαθεσικό παράγοντα της βρεφικής αλλαντίασης γι’ αυτό και υπάρχει η οδηγία τα βρέφη να μην καταναλώνουν μέλι μέχρι να ολοκληρώσουν το πρώτο έτος ζωής.
Η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων αποτελεί πολύ σπάνιο είδος αλλαντίασης. Προκαλείται όπως ακριβώς και η βρεφική αλλαντίαση, αλλά αφορά ενήλικους ασθενείς με ανοσοκαταστολή, με ανατομικές ή λειτουργικές διαταραχές στην κοιλιακή χώρα.
Η τραυματική αλλαντίαση προκαλείται από νευροτοξίνη που παράγεται σε τραύμα ή παραμελημμένο ανοιχτό κάταγμα μολυσμένο από Clostridium botuiinum. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά περιστατικά τραυματικής αλλαντίασης καταγράφονται σε χρήστες ναρκωτικών ουσιών σε αποστήματα που δημιουργούνται από υποδόριες ή ενδομυϊκές ενέσεις.
Η ιατρογενής αλλαντίαση προκαλείται από λανθασμένη χορήγηση νευροτοξίνης στη συστηματική κυκλοφορία ανθρώπου, αντί του προκαθορισμένου θεραπευτικού στόχου.
Η εισπνευστική αλλαντίαση προκαλείται από εισπνοή τοξίνης με τη μορφή αερολύματος. Έχει καταγραφεί μόνο σε προσωπικό εργαστηρίων. Η θνητότητα της αλλαντίασης ανέρχεται στο 3-5% και οφείλεται συνήθως σε αναπνευστική ανεπάρκεια ή σε λοιμώξεις και άλλες επιπλοκές που προκύπτουν από την παρατεταμένη παρουσία της παράλυσης. Μετά την αποδρομή του νοσήματος οι ασθενείς μπορεί να αισθάνονται κόπωση ή δυσκολία στην αναπνοή για χρόνια και για αυτό συνήθως χρειάζονται μακροχρόνια θεραπεία.
Διάγνωση
Η διάγνωση της τροφιμογενούς αλλαντίασης στηρίζεται στην ανεύρεση: (α) της αλλαντικής τοξίνης στον ορό, στα κόπρανα, στις γαστρικές εκκρίσεις ασθενούς και στο τρόφιμο που ενοχοποιείται για τη μόλυνση ή (β) στην ανεύρεση του Clostridium botulinum σε καλλιέργεια γαστρικών εκκριμάτων ή κοπράνων ασθενούς.
Η ανίχνευση του Clostridium botulinum σε ύποπτο τρόφιμο δεν θέτει τη διάγνωση της αλλαντίασης δεδομένου ότι οι σπόροι του μικροβίου μπορούν να βρεθούν παντού, εν αντιθέσει με την ανίχνευση τοξίνης στο ύποπτο τρόφιμο που είναι ισχυρά διαγνωστική. Στην αλλαντίαση από τραύμα η διάγνωση βασίζεται στην ανεύρεση τοξίνης στον ορό του ασθενή ή στην απομόνωση του αιτιολογικού παράγοντα σε καλλιέργεια τραύματος. Στην εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων η διάγνωση στηρίζεται στην ανεύρεση Clostridium botulinum/Γοξνης στα κόπρανα ή σε υλικά βιοψίας.
Συχνότητα
Η νόσος έχει παγκόσμια κατανομή. Σποραδικά κρούσματα και επιδημίες τροφιμογενούς αλλαντίασης συμβαίνουν όταν καταναλώνονται τροφές που παρασκευάζονται ή συντηρούνται με μεθόδους που δεν καταστρέφουν τα σπόρια με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η παραγωγή τοξίνης. Περιστατικά βρεφικής αλλαντίασης έχουν καταγραφεί σε Αμερική, Αργεντινή, Αυστραλία, Καναδά, Ιταλία και Ιαπωνία.
Στις ΗΠΑ καταγράφονται περίπου 145 κρούσματα αλλαντίασης κάθε χρόνο. Από αυτά, το 65% είναι κρούσματα βρεφικής αλλαντίασης, το 20% τραυματικής και το 15% τροφιμογενούς αλλαντίασης.
Επιδημίες τροφιμογενούς αλλαντίασης έχουν ξεσπάσει στο παρελθόν: (α) στην Ταϊλάνδη το 2006 (κατανάλωση σπιτικών μπαμπού), (β) στην Κίνα το 2007 (κατανάλωση ατελώς συντηρημένου λουκάνικου) και (γ) στο Τέξας των ΗΠΑ το 2007 (κατανάλωση κονσέρβας σάλτσας τσίλι).
Περίοδος επώασης και περίοδος μεταδοτικότητας
Τα συμπτώματα στην τροφιμογενή αλλαντίαση ξεκινούν είτε πολύ νωρίς, μέσα σε 6 ώρες από την κατανάλωση μολυσμένης τροφής, είτε αργά έως και 10 ημέρες μετά. Συνήθως, ο μέσος χρόνος επώασης της νόσου είναι 18-36 ώρες. Στην εισπνευστική αλλαντίαση ο χρόνος επώασης είναι μεγαλύτερος και κυμαίνεται από 12 έως 80 ώρες μετά την έκθεση, ενώ στη βρεφική είναι άγνωστος λόγω του ότι δεν διευκρινίζεται συνήθως πότε έγινε η κατάποση των σπόρων του βακτηρίου. Παρόλο που η απέκκριση τοξίνης και μικροβίων στα κόπρανα των ενηλίκων ασθενών με εντερική τοξιναιμία συνεχίζεται για εβδομάδες ή μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων δεν έχει καταγραφεί μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Θεραπεία
Η τροφιμογενής και τραυματική αλλαντίαση θεραπεύονται με αντιτοξίνη η οποία μπλοκάρει τη δράση της τοξίνης. Όταν η αντιτοξίνη δοθεί πρίν ολοκληρωθεί η παράλυση μπορεί να προλάβει την επιδείνωση και να βραχύνει τον χρόνο αποθεραπείας. Στην τροφιμογενή αλλαντίαση χρήσιμη είναι η απομάκρυνση της μολυσμένης τροφής από το έντερο είτε με υποκλυσμούς είτε με πρόκληση εμέτου. Η αναπνευστική παράλυση που συμβαίνει σε σοβαρή μορφή αλλαντίασης αντιμετωπίζεται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας με τη χρήση αναπνευστήρα για εβδομάδες ή και μήνες. Στην αλλαντίαση από τραύμα η θεραπεία περιλαμβάνει χειρουργικό καθαρισμό του τραύματος και χορήγηση κατάλληλης αντιμικροβιακής αγωγής. Η βρεφική αλλαντίαση θεραπεύεται με χορήγηση ανθρώπινης ανοσοσφαιρίνης ειδικής για την αλλαντίαση, ενώ απαγορεύεται η χορήγηση αντιτοξίνης σε αυτή την περίπτωση.
Συνοπτικά
- Η αλλαντίαση στην Ιταλία έχει προκαλέσει τρεις θανάτους και δεκάδες κρούσματα λόγω κατανάλωσης μολυσμένων σάντουιτς και γουακαμόλε.
- Οι ιταλικές αρχές ενεργοποίησαν πρωτόκολλα έκτακτης ανάγκης και διερευνούν ποινικά την υπόθεση με τρεις συλλήψεις.
- Η αλλαντίαση είναι μια σοβαρή παραλυτική νόσος που απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση για την αποφυγή επιπλοκών.
- Εργαστηριακές αναλύσεις διεξάγονται για να εντοπιστεί η πηγή της μόλυνσης, ενώ υπάρχει κριτική για καθυστερήσεις στη θεραπεία των ασθενών.