Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άφησε να εκπνεύσει η προθεσμία για να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ για την υπόθεση ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων μεταξύ της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση του Μαΐου παραμένει σε ισχύ. Όπως επιβεβαίωσε εκπρόσωπος του δικαστηρίου της ΕΕ, «η προθεσμία για την άσκηση έφεσης από την Επιτροπή στο Δικαστήριο της ΕΕ έληξε νωρίτερα αυτόν τον μήνα χωρίς να έχει κατατεθεί προσφυγή».
Το δικαστήριο είχε κρίνει ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς γιατί τα επίμαχα μηνύματα δεν περιείχαν «σημαντικές πληροφορίες που θα απαιτούσαν διατήρηση».
Η υπόθεση, γνωστή ως «Pfizergate», ξεκίνησε όταν δημοσιογράφοι ζήτησαν να δουν τα μηνύματα έπειτα από συνέντευξη που είχε δώσει η Φον ντερ Λάιεν στους New York Times το 2021, στην οποία αποκάλυπτε ότι αντάλλαξε μηνύματα με τον Μπουρλά πριν από την υπογραφή μιας συμφωνίας δισεκατομμυρίων ευρώ για την προμήθεια εμβολίων.
Στις αρχές Ιουλίου, η Φον ντερ Λάιεν βρέθηκε αντιμέτωπη με πρόταση μομφής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την υπόθεση, με πρωτοβουλία του ακροδεξιού Ρουμάνου ευρωβουλευτή Γκεόργκε Πιπερέα.
Παρότι η πρόεδρος της Κομισιόν επιβίωσε άνετα της διαδικασίας, καθώς η πλειοψηφία των ευρωβουλευτών στήριξε την ηγεσία της, ήταν η πρώτη φορά που αναγκάστηκε να υπερασπιστεί δημόσια τον εαυτό της, δηλώνοντας ενώπιον της ολομέλειας στο Στρασβούργο ότι ορισμένες κατηγορίες εναντίον της είναι «απλώς ψέμα».
Ωστόσο, το εάν η απόφαση του δικαστηρίου σημαίνει πως τα μηνύματα θα δημοσιοποιηθούν παραμένει ασαφές.
Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι «η ανάκτηση των μηνυμάτων θα είναι δύσκολη», ενώ εκπρόσωπος της Επιτροπής σημείωσε ότι, σε συμφωνία με την απόφαση, η Επιτροπή θα παρέχει «πιο λεπτομερή εξήγηση ως προς το γιατί δεν κατέχει τα αιτούμενα έγγραφα».
Όπως πρόσθεσε, «το δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την πολιτική καταγραφής της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα», επισημαίνοντας πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «παραμένει πλήρως προσηλωμένη στη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την καθαρή επικοινωνία με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των θεσμών της ΕΕ, της κοινωνίας των πολιτών και των εκπροσώπων συμφερόντων».