Η Μονή του Σινά, γνωστή και ως Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης, αποτελεί το παλαιότερο μοναστήρι του Χριστιανισμού και έχει διατηρήσει ανεξάρτητη πορεία εδώ και 1500 χρόνια. Βρίσκεται στην Αίγυπτο και είναι αναγνωρισμένη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η ιστορία της ξεκινά από τον 3ο αιώνα, με την ίδρυση της μονής επί Ιουστινιανού και τη σύνδεσή της με την Αγία Αικατερίνη. Παρά τις επιδρομές και τις λεηλασίες που υπήρξαν, η μονή διασώζει πολύτιμα κειμήλια και χειρόγραφα, με τη βιβλιοθήκη της να είναι από τις πιο σημαντικές παγκοσμίως.
Σήμερα, η Μονή αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω της αύξησης του τουρισμού και των διοικητικών ζητημάτων που προκύπτουν από δικαστικές αποφάσεις στην Αίγυπτο.
Πιο αναλυτικά
Η Μονή του Σινά, στην Αίγυπτο, το πιο παλιό μοναστήρι του Χριστιανισμού, που έχει γνωρίσει τον σεβασμό όλων των εκκλησιών, ανεξαρτήτως του Σχίσματος και άλλων δογμάτων που προέκυψαν στο πέρασμα των αιώνων και το οποίο έχει αναπτύξει εξαιρετικό έργο στην Αίγυπτο, γνωρίζει μία καμπή στην ιστορία του, αφού δικαστήριο της χώρας διατάσσει τον τερματισμό των εργασιών του και δημεύει την περιουσία του.
Πρόκειται για την Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά η οποία έχει το εξής χαρακτηριστικό. Δεν ανήκει σε καμία Χριστιανική Εκκλησία. Είναι Ανεξάρτητη Εκκλησία η ίδια η Μονή. Τυπικά δηλαδή, η Μονή υπάγεται στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία του Όρους Σινά. Γι’ αυτό και το επίσημο όνομά της είναι «Ιερά Αυτόνομος Βασιλική Μονή Αγίας Αικατερίνης του Αγίου και Θεοβαδίστου Όρους Σινά».
Θεωρείται η παλαιότερη χριστιανική μονή στον κόσμο, αλλά η αλήθεια είναι ότι υπάρχει και η Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου κοντά στο Κάιρο, που διεκδικεί τα σκήπτρα της παλαιότητας.
Η ιστορία της Μονής
Ο Χριστιανισμός στη χερσόνησο του Σινά εμφανίστηκε το αργότερο τον 3ο αιώνα. Αρκετά νωρίς σε αυτά τα μέρη εμφανίζονται οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί. Στις 14 Ιανουαρίου 305, κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού, συνελήφθησαν οι πέντε πρώτοι μάρτυρες στην περιοχή του όρους Σινά και της Ράιφα.
Αρχικά, οι μοναχοί και οι χριστιανοί του Σινά βρίσκονταν υπό το ωμοφόριο των Επισκόπων Φαράν και των Επισκόπων Αϊλά, πρώτος από τους οποίους είναι ο Πέτρος, ένας από τους πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η παλαιότερη μαρτυρία για ύπαρξη μοναστικής ζωής στη περιοχή είναι από το 381-384 μ.Χ.
Πώς χτίστηκε η Μονή
Επί Ιουστινιανού, ανάμεσα στο 527 και 565, ανεγέρθηκε η μονή στο σημείο που βρίσκονταν η «Φλεγόμενη Βάτος» του Μωυσή. Το μέρος θεωρείται ιερό για Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους.
Ως απάντηση σε αίτημα μοναχών της μονής για προστασία, η μονή έλαβε από τον Μωάμεθ «ιδιόγραφη υποχρέωση» ή Διαθήκη (Αχτναμέ), επικυρωμένη με το αποτύπωμα της ίδιας της παλάμης του, που περιγράφει τα δικαιώματα των χριστιανών που ζουν με τους Μωαμεθανούς.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μετά το 641 μ.Χ., που η Αίγυπτος πέρασε στην κυριαρχία των Αράβων, η μονή να συνεχίσει απρόσκοπτα τον βίο της εντός του ισλαμικού πλέον κόσμου της Μέσης Ανατολής. Βέβαια οι Μοναχοί της Μονής εργάστηκαν πολύ συστηματικά και επιδέξια για να διασώσουν την εκκλησία του και το μοναστήρι τους αλώβητο, όπως έχει σημειώσει ο βυζαντινολόγος, Μανώλης Χατζηδάκης. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι αξιοθαύμαστη αν όχι παροιμιώδης η ειρηνική συνύπαρξη των μουσουλμάνων Βεδουΐνων και των ορθόδοξων Χριστιανών.
Η Μονή είναι κτισμένη στις παρυφές του όρους Σινά, στην ομώνυμη χερσόνησο της Αιγύπτου. Ο Ηγούμενος της Μονής είναι και ο Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας Σινά, Φαράν και Ραϊθώ. Η Μονή αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η Εκκλησία του Σινά οφείλει την ύπαρξή της στη Μονή της Μεταμορφώσεως (περισσότερο γνωστή ως Μονή της Αγίας Αικατερίνης). Η προέλευση του μοναστηριού εντοπίζεται στο παρεκκλήσι της “Φλεγόμενης Βάτου” που η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Αγία Ελένη, είχε χτίσει πάνω από την τοποθεσία όπου ο Μωυσής είδε την “Φλεγόμενη Βάτο”.
Η ιστορία της Αυτόνομης Εκκλησίας
Μετά το παρεκκλήσι, ο Ιουστινιανός Α’ διέταξε να χτιστεί το μοναστήρι για να περικλείει το παρεκκλήσι και να το προστατεύει. Το μοναστήρι συνδέθηκε με την Αγία Αικατερίνη την Μεγαλομάρτυρα μέσω της πεποίθησης ότι τα λείψανά της μεταφέρθηκαν εκεί ως εκ θαύματος.
Το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, όπως είναι γνωστό από τον 9ο αιώνα, ήταν αρχικά τμήμα του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, εντός της επισκοπής Φαράν. Μετά την καθαίρεση του επισκόπου του Φαράν για την αίρεση του μονοθελητισμού, το 681 μ.Χ., η έδρα της Επισκοπής μεταφέρθηκε στο ίδιο το μοναστήρι, με τον ηγούμενο να γίνεται επίσκοπος Φαράν.
Ακολούθησε η ένωση της επισκοπής Ραΐθου με το μοναστήρι κι έτσι όλοι οι χριστιανοί της χερσονήσου του Σινά περιήλθαν στη δικαιοδοσία του Ηγουμένου-Αρχιεπισκόπου της Μονής.
Το 1575, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παραχώρησε στην Εκκλησία του Όρους Σινά αυτόνομο καθεστώς. Αυτό επιβεβαιώθηκε εκ νέου το 1782 με το Συγγίλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη, Γαβριήλ Δ’. Η Μονή είναι πνευματικώς «αδούλωτος, ακαταπάτητος, πάντη και παντός ελευθέρα», και αυτό το καθεστώς τής έχει αναγνωριστεί και από τις 8 Οικουμενικές Συνόδους των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Οι Σταυροφορίες
Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, (περίοδο που οι δύο Εκκλησίες Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική είχαν πολύ πικρές σχέσεις) το μοναστήρι το προστάτευαν τόσο οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες όσο και οι καθολικοί ηγεμόνες του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και οι αντίστοιχες αυλές τους.
Σήμερα, εκτός από τους 20 περίπου μοναχούς της μοναστικής κοινότητας, αυτή η Εκκλησία περιλαμβάνει μερικές εκατοντάδες Βεδουίνους και ψαράδες που ζουν στο Σινά. Μετά τον πόλεμο του 1967 ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κοινότητα ήταν η διατήρηση ενός αυθεντικού μοναστικού τρόπου ζωής ενώ αντιμετωπίζει και μαζική εισροή τουριστών.
Αυτό το πρόβλημα συνεχίστηκε και μετά την επιστροφή της περιοχής στην Αίγυπτο, το 1982, οπότε ο πληθυσμός της άρχισε να αυξάνεται. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ επισκέφθηκε το μοναστήρι στις 26 Φεβρουαρίου 2000.
Πολιτιστικά και άλλα κειμήλια
Η Μονή του Σινά ξεχωρίζει για τα κειμήλιά της. Η βιβλιοθήκη της και μόνον είναι μοναδική. Έχει την δεύτερη μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων και Κωδίκων της πρωτοχριστιανικής περιόδου. Μεγαλύτερη συλλογή είναι μόνο του Βατικανού. Ο «Σιναϊτικός κώδικας», βρίσκονταν αρχικά στη μονή ως τον 19ο αιώνα, αλλά τώρα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, προφανώς έχοντας ακολουθήσει τον δρόμο που ακολούθησαν τα γλυπτά του Παρθενώνα. Τον Σιναϊτικό Κώδικα ανακάλυψε στην Μονή, το 1859, ο Γερμανός θεολόγος Κόνσταντιν φον Τίσεντορφ.
Επίσης αξιοθαύμαστη είναι η συλλογή εικόνων που έχει η Μονή. Στο μοναστήρι βρίσκονται πολλές, εξαιρετικής τέχνης και παλαιές χριστιανικές εικόνες. Οι παλαιότερες είναι του 5ου και του 6ου αιώνα. Όταν ξέσπασαν οι εικονομαχίες.
Η Μονή του Σινά ήταν εκτός της Ανατολικής Αυτοκρατορίας και αυτό συνέτεινε στο να μην καταστραφούν οι εικόνες του, την ώρα που καταστρέφονταν πολλές εικόνες στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Από τις εικόνες που έχει ξεχωρίζει η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα, που θεωρείται ότι είναι η παλαιότερη απεικόνιση του Χριστού. Είναι του 5ου αιώνα και το χαρακτηριστικό της είναι η ασυμμετρία στα μάτια του Ιησού.
Η Μονή είχε και πολύτιμα αντικείμενα, από χρυσό, σμάλτο και πολύτιμες πέτρες, αλλά αυτά λεηλατήθηκαν, στο πέρασμα των χρόνων από επιδρομές και εξεγέρσεις που σημειώθηκαν στην περιοχή. Οι εξεγερμένοι πάντως δεν ενδιαφέρονταν για χειρόγραφα και εικόνες οπότε αυτός ο πλούτος διασώθηκε.
Το μοναστήρι εκτός από τη βιβλιοθήκη διαθέτει ξενώνα και νοσοκομείο για τον ντόπιο πληθυσμό. Οι μοναχοί διοικούν επίσης ένα σχολείο στο Κάιρο από το 1860. Το μοναστήρι είχε ιστορικά πολλές εξαρτημένες εκκλησίες και μοναστήρια σε άλλες χώρες. Το 2006 υπήρχαν μοναστήρια στο Κάιρο (όπου κατοικεί συχνά ο Ηγούμενος) και στην Αλεξάνδρεια, εννέα στην Ελλάδα, τρία στην Κύπρο, ένα στον Λίβανο και ένα στην Κωνσταντινούπολη.