Ομοσπονδιακός δικαστής στο Τέξας, Φερνάντο Ροδρίγκες, αποφάσισε ότι η επίκληση του νόμου του 1798 από τον πρόεδρο Τραμπ για μαζικές απελάσεις μεταναστών είναι παράνομη.
Η απόφαση, που αφορά την νότια περιφέρεια του Τέξας, ακυρώνει επακόλουθες απελάσεις, οι οποίες είχαν γίνει με βάση αυτόν τον νόμο, τονίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν είχε το νόμιμο δικαίωμα να τον χρησιμοποιήσει για τέτοιες ενέργειες.
Η απόφαση αυτή έχει νομικές και πολιτικές προεκτάσεις, ανοίγοντας το δρόμο για νέες προσφυγές κατά παρόμοιων πολιτικών.
Πιο αναλυτικά
Ομοσπονδιακός δικαστής στο Τέξας χαρακτήρισε “παράνομη” την προσφυγή του προέδρου Τραμπ στον νόμο περί «αλλοδαπών εχθρών» του 1798, ακυρώνοντας τις απελάσεις μεταναστών που έγιναν στη βάση του.
Με απόφαση-σταθμό, ο δικαστής Φερνάντο Ροδρίγκες, που υπηρετεί στη νότια περιφέρεια του Τέξας, απαγόρευσε χθες Πέμπτη την απέλαση μεταναστών με βάση τον συγκεκριμένο νόμο, κρίνοντας ότι η επίκλησή του υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής του και παραβιάζει τις αρχές δικαίου.
Η απόφαση αυτή, αν και ισχύει μόνο εντός της νότιας δικαστικής περιφέρειας του Τέξας, που περιλαμβάνει τις πόλεις Χιούστον και Μπράουνσβιλ στα σύνορα με το Μεξικό, αποτελεί την πρώτη επίσημη απόρριψη της νομικής λογικής πίσω από την προεδρική εντολή.
Ο πρόεδρος Τραμπ είχε επικαλεστεί τον ξεχασμένο νόμο του 1798 σε δήλωσή του στις 15 Μαρτίου, στοχεύοντας τη διεθνή εγκληματική οργάνωση Tren de Aragua, η οποία προέρχεται από τη Βενεζουέλα και έχει χαρακτηριστεί από τις αμερικανικές αρχές ως τρομοκρατική οντότητα.
Στο πλαίσιο εκείνης της εντολής, περισσότεροι από 250 άνθρωποι, κυρίως υπήκοοι Βενεζουέλας, απελάθηκαν στο Ελ Σαλβαδόρ, ενώ συνολικά περίπου 300 μετανάστες οδηγήθηκαν σε φυλακή υψίστης ασφαλείας, γνωστή για τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες κράτησης.
Όπως αποκάλυψε ο δικαστής Ροδρίγκες, οι περισσότερες από τις συγκεκριμένες απελάσεις πραγματοποιήθηκαν επικαλούμενες τον νόμο του 1798, που έχει τεθεί σε εφαρμογή αποκλειστικά σε περιόδους πολέμου, με στόχο την απέλαση εχθρικών υπηκόων.
Ο ίδιος σημείωσε στην αιτιολογική έκθεση της απόφασής του: «Το να επιτρέπεται στον πρόεδρο να ορίζει μονομερώς τους όρους βάσει των οποίων μπορεί να επικαλεστεί τον νόμο περί αλλοδαπών εχθρών και κατόπιν να ανακηρύσσει αυθαίρετα ότι οι όροι αυτοί συντρέχουν θα καταργούσε όλους τους περιορισμούς για την εκτελεστική εξουσία δυνάμει αυτού του νόμου».
Έπειτα από διεξοδική αντιπαραβολή του ιστορικού νόμου και της προεδρικής δήλωσης, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η κυβέρνηση Τραμπ δεν είχε το νόμιμο δικαίωμα να τον χρησιμοποιήσει ως εργαλείο μαζικών απελάσεων. Ως εκ τούτου, απαγόρευσε οποιαδήποτε σύλληψη ή απομάκρυνση υπηκόων της Βενεζουέλας στη βάση αυτής της νομοθετικής πρόβλεψης.
Η απόφαση προστίθεται σε μια σειρά παρεμβάσεων και από άλλα ομοσπονδιακά δικαστήρια και εφετεία, καθώς και από το Ανώτατο Δικαστήριο, τα οποία είχαν ήδη προχωρήσει σε προσωρινές αναστολές της εφαρμογής του ίδιου νόμου, τονίζοντας την ανάγκη σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προς απέλαση μεταναστών.
Σε δήλωσή του μετά τη γνωστοποίηση της ετυμηγορίας, ο Λι Γκελέρντ, νομικός σύμβουλος της ACLU και βασικός συνήγορος των προσφευγόντων, χαιρέτισε την εξέλιξη ως «ζωτικής σημασίας», υπογραμμίζοντας ότι: «Το αμερικανικό Κογκρέσο ουδέποτε είχε σκοπό αυτός ο νόμος, που συντάχθηκε σε καιρό πολέμου τον 18ο αιώνα, να χρησιμοποιηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο».
Η υπόθεση αναμένεται να έχει νομικές και πολιτικές προεκτάσεις, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες προσφυγές ενάντια σε πολιτικές απέλασης που εφαρμόζονται με βάση παρωχημένα νομικά εργαλεία.