Η Οικονομική Επιτροπή για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (CEPAL) προχώρησε την Τρίτη σε αναθεώρηση της πρόβλεψής της για την ανάπτυξη της περιφέρειας το 2025, μειώνοντάς την από 2,4% σε 2%. Η υποβάθμιση αποδίδεται στον εμπορικό πόλεμο που έχει ξεκινήσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, μέσω της επιβολής νέων τελωνειακών δασμών.
Η Επιτροπή, σε ανακοίνωσή της, ανέφερε ότι η περιφέρεια βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εξαιρετικά περίπλοκο και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, εξηγώντας τους λόγους της υποχώρησης της αισιοδοξίας της σε σχέση με την πρόβλεψη του Δεκεμβρίου. Τότε, οι εκτιμήσεις είχαν καταρτιστεί πριν από την επιστροφή του Ρεπουμπλικάνου στον Λευκό Οίκο, αλλά και πριν από την επιβολή επιπρόσθετων τελωνειακών δασμών τουλάχιστον 10% στα προϊόντα των περισσότερων χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Η CEPAL υπογράμμισε ότι οι τελωνειακές ανακοινώσεις των ΗΠΑ έχουν διττή επίπτωση στις οικονομίες της περιφέρειας: άμεση, όσον αφορά τις εξαγωγές των χωρών προς τις ΗΠΑ, και έμμεση, μέσω της αύξησης της αστάθειας στις διεθνείς αγορές, με σημαντικές διακυμάνσεις στις χρηματαγορές και τις κεφαλαιαγορές.
Η Επιτροπή, που εδρεύει στο Σαντιάγο της Χιλής, εκτιμά ότι η περιοχή θα πληγεί άμεσα κυρίως ως προς τις εμπορικές της σχέσεις με τις ΗΠΑ, οι οποίες μαζί με την Κίνα παραμένουν οι βασικοί εμπορικοί της εταίροι.
Παράλληλα, υποβαθμίστηκαν οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της μεγάλης πλειονότητας των χωρών της περιφέρειας. Σύμφωνα με την CEPAL, τα κράτη της Καραϊβικής, της Κεντρικής Αμερικής και το Μεξικό θα δεχθούν τις εντονότερες πιέσεις, λόγω της αυξημένης οικονομικής τους εξάρτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ειδικότερα, η ανάπτυξη στη Βραζιλία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2%, ενώ στο Μεξικό, τη δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της περιφέρειας, εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί δραματικά στο 0,3%.
Αντιθέτως, η Αργεντινή, τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής, φαίνεται να διαφοροποιείται από τη γενική τάση. Η CEPAL αναθεώρησε προς τα πάνω την πρόβλεψή της για την ανάπτυξή της, τοποθετώντας τη στο 5%, από 4,3% που εκτιμούσε τον Δεκέμβριο, στοιχείο που ταυτίζεται με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).