Η Μαριάμ Σουλακιώτη, γνωστή ως η "σατανική μοναχή", ήταν μια Ελληνίδα μοναχή που καταδικάστηκε για τη συμμετοχή της σε 150 θανάτους κοριτσιών, καθώς και για άλλες εγκληματικές δραστηριότητες.
Γεννημένη στην Κερατέα, η Σουλακιώτη έγινε ηγουμένη της Μονής Παναγίας Πευκοβουνογιάτρισσας, όπου προσηλύτιζε πλούσιες γυναίκες, εκμεταλλευόμενη την πίστη τους για να αποσπάσει τις περιουσίες τους.
Η δράση της περιλάμβανε βασανιστήρια και κακομεταχείριση, οδηγώντας σε θανάτους από φυματίωση και άλλες κακουχίες.
Μετά από έρευνες και δίκες, καταδικάστηκε σε 16 χρόνια φυλάκισης για ανθρωποκτονία, απάτη και άλλες κατηγορίες, και πέθανε στις φυλακές Αβέρωφ το 1954.
Πιο αναλυτικά
H Μαριάμ Σουλακιώτη η μοναχή serial killer που καταδικάστηκε για 150 θανάτους κοριτσιών προτού πέσει στα χέρια της αστυνομίας και χαρακτηρίστηκε ως η Ελληνίδα Ρασπούτιν ή η «η σατανική μοναχή».
Η φρικιαστική ιστορία της Μαριάμ Σουλακιώτη έγινε επεισόδιο στην «Ανατομία ενός εγκλήματος» του Πάνου Κοκκινόπουλου.
Η Μαρίνα Σουλακιώτου (1883 – 23.11.1954) γεννήθηκε, από μία φτωχή οικογένεια στην Κερατέα. Το πατρικό της σπίτι βρισκόταν επί της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου 71. (Αργότερα μετατράπηκε σε ένα από τα κτίρια του μοναστηριού).
Από εκεί και πέρα, λίγα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή της μέχρι να γίνει μοναχή. Άλλοι ισχυρίζονται ότι από νεαρή ηλικία εργαζόταν ως «κορδελιάστρα» στους στρατώνες στο Γουδί. Άλλοι, ότι ήταν εργάτρια σε εργοστάσιο, ενώ κάποιοι άλλοι, σε αγρόκτημα.
Όλα όμως άλλαξαν για τη ζωή της νεαρής κοπέλας, όταν φιλοξένησε στο σπίτι της τον ασκητή ιερομόναχο Ματθαίο Καρπαθάκη (01.03.1861 – 14.04.1950).
Η Μαριάμ Σουλακιώτη ως Ορθόδοξη Χριστιανή
Η Σουλακιώτου ξεκίνησε το 1900 ως μοναχή στην Ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία και από Μαρίνα το όνομα της έγινε Μαριάμ, αλλά και το Σουλακιώτου μετατράπηκε σε Σουλακιώτη.
Σύντομα έγινε έμπιστη του Ματθαίου, ο οποίος μετέπειτα χειροτονήθηκε Επίσκοπος Βρεσθένης (στις 8 Μαΐου του 1935).
Στις 16 Φεβρουαρίου 1923 συνέβη ένα πρωτόγνωρο γεγονός στη χώρα μας, καθώς την επομένη, αντί να ξημερώσει 17 Φεβρουαρίου, ξημέρωσε 1η Μαρτίου! Ήταν η μετάβαση για την Ελλάδα από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Αυτή την αλλαγή επικύρωσε η «Πανορθόδοξη Σύνοδο» στο Συνέδριο της Κωνσταντινουπόλεως (10η Μαΐου – 6η Ιουνίου 1923).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ήταν η τελευταία χρονολογικά ευρωπαϊκή χώρα που υιοθέτησε το νέο ημερολόγιο, με πρώτη την Ιταλία το 1582!
Μετά την υιοθέτηση του νέου ημερολογίου από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία (ΕΟΕ) μερίδα κληρικών θεώρησαν το γεγονός «υποταγή των Ορθοδόξων στον Πάπα» και αποσχίστηκαν από την Εκκλησία της Ελλάδος, αποκαλώντας τον εαυτό τους «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» (ΓΟΧ).
Η Σουλακιώτη γίνεται Παλιοημερολογίτισσα
Ο Ματθαίος Καρπαθάκης έγινε φανατικός Παλαιοημερολογίτης και πλέον, ισχυριζόμενος την «εμφάνιση και εντολή της Υπεραγίας Θεοτόκου», αυτοαποκαλούνταν Αρχιεπίσκοπος Βρεσθένης. Χειροτόνισε αρκετούς κληρικούς οπαδούς του, ενώ είχε δημιουργήσει οπαδούς που τον λάτρευαν σε τέτοιο σημείο ώστε τον ακολούθησαν ακόμη και στο σχίσμα του, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο τους «Ματθαιϊκούς».
Τόσο η ΕΟΕ όσο και η ΓΟΧ θεώρησαν ότι ο Καρπαθάκης βρισκόταν σε σχίσμα. 
Μία από αυτούς τους οπαδούς που τον ακολούθησε πιστά ήταν η Μαριάμ Σουλακιώτη. Για ανταμοιβή, από μοναχή προήχθη σε «Μητέρα» (και αργότερα σε «Ηγουμένη»).
Η Μονή Πευκοβουνογιάτρισσας
Το 1927, η Μαριάμ μαζί με τον Ματθαίο ίδρυσαν στην Κερατέα την Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιάτρισσας.
Το μοναστήρι, που τιμά τα Εισόδια της Θεοτόκου, αποτέλεσε την έδρα του Ματθαίου που είχε βάλει σκοπό να υποστηρίξει οικονομικά τους Παλαιοημερολογήτες:
«ἀπό τίς πρώτες προτεραιότητες τοῦ ἁγ. Ματθαίου ἦταν ἡ ἵδρυσις μονῶν, γιά τήν στήριξη τοῦ Ἀγῶνος τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας.»
Το που βρέθηκαν τα χρήματα για την αγορά του πολλών στρεμάτων οικοπέδου και τα έξοδα για την ανέγερση του μοναστηριού δεν ανακαλύφθηκε ποτέ.
Οι ιδρύτριες μοναχές ήταν οι εξής:
Μαρίνα Σουλακιώτου (Ηγουμένη Μαριάμ), Ειρήνη Μενδρινού (μοναχή – οικονόμος Ευφροσύνη), Μαρία Τσαγκάρη (μοναχή Μακαρία), Παναγιώτα Βουνισάκου (μοναχή Διονυσία), Μαρία Φαμέλη (μοναχή Μαρία), Ασημίνα Ταμπακάκη (μοναχή Ξένη), Ελένη Καρπαθάκη (μοναχή Συγκλητική, ανηψιά του Ματθαίου).
Λίγο αργότερα, το 1934, ο Ματθαίος θα ιδρύσει και το άνδρικό πλέον μοναστήρι, την Ιερά Μονή Μεταμόρφωσης Σωτήρος Κρονίζης στον Κουβαρά Αττικής.
Από πολύ νωρίς ο Ματθαίος, λόγω των προβλημάτων με την υγεία του αλλά και των ασκητικών μοναστικών πρακτικών που ακολουθούσε, ανέθεσε μεγάλο μέρος της ευθύνης και της διαχείρισής του μοναστηριού στην Μαριάμ Σουλακιώτη. 
Το 1950, μετά το θάνατο του Ματθαίου, η Σουλακιώτη τον διαδέχτηκε και επίσημα πλέον στη θέση της ηγουμένης της μονής.
Η μονή με ηγέτη τη Σουλακιώτη, προσηλύτιζε ευκατάστατους, θρησκόληπτους, απελπισμένους (και συχνά αφελείς) ανθρώπους για να οικειοποιηθεί τις περιουσίες τους.
Ο τρόπος δράσης της Σουλακιώτη αποτελούνταν από πέντε στάδια:
1# Να προσηλυτίζει και να ενθαρρύνει πλούσιες γυναίκες να ενταχθούν στο μοναστήρι.
2# Να τους καθοδηγεί να δώσουν τον «όρκο πενίας».
3# Να τους προτείνει να δωρίσουν όλη τους την περιουσία στο μοναστήρι (στην ίδια) ώστε να πραγματοποιηθεί ο όρκος.
Η Σουλακιώτη είχε δημιουργήσει ένα οργανωμένο δίκτυο σε όλη την Ελλάδα όπου έστελνε συνεργάτιδες της μοναχές προς αναζήτηση νέων δωρητών.
Ενδεικτικά παραθέτουμε δημοσιεύσεις από τον τύπο της εποχής, όταν η Σουλακιώτη έστειλε την όμορφη μοναχή Ιουλιανή Σκοπελίτου στη Λευκάδα με στόχο να οικειοποιηθεί την περιουσία της Ι. Μονής Αγίου Νικολάου Νυράς:
«Αύτη παρέπεισε τους κτήτορας αδερφούς της μονής να παραχωρήσωσιν ολόκληρον την περιουσίαν της Μονής ανερχομένην εις ποσόν περίπου 1.500.000 λιρών, εις την Μονήν Κερατέας. Ήτο καταπληκτική η σαγήνη την οποίαν ήσκησε επί των αγαθών κτητόρων εξ Αθανίου και Αγίου Πέτρου Λευκάδος η διαβολογυναίκα ότι επιβάλλεται η συγχώνευσις των περιουσιών των δύο Μονών, ίνα δυνηθή η ισχυρά Μονή Κερατέας να υποστηρίξη την μικράν Μονήν Νυράς, την αναδιωργανώση, ανακαινίση κλπ.»
Παρότι υπογράφηκε πληρεξούσιο, δεν έλαβε ισχύ, καθώς τότε ξέσπασε το σκάνδαλο και οι αναλαμβάνοντες την πληρεξουσιότητα φυλακίστηκαν.
Ωστόσο, οι συνεργάτιδες της Μαριάμ Σουλακιώτη, κατά την παραμονή τους στη Λευκάδα κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν την Ακριβούλα Κουνιάκη, η οποία δώρισε στη Μονή Κερατέας την προίκα της και στη συνέχεια χειροτονήθηκε μοναχή. 
Η πρώτη φορά που η μονή Πευκοβουνογιάτρισσας απασχόλησε τις αρχές, ήταν τον Μάρτιο του 1933.
Όταν η Ελένη Στεφανοπούλου έχασε τον πατέρα της, η μητέρα της οδήγησε το 16χρονο κορίτσι στο μοναστήρι. Εκεί ο Ματθαίος και η Μαριάμ γνωμάτευσαν ότι η νεαρή ήταν δαιμονισμένη. Για τη θεραπεία της ακολούθησαν βίαιες τακτικές, όπως το δέσιμο χειροπόδαρα με αλυσίδες, ο ξυλοδαρμός και ο βασανισμός στα ευαίσθητα μέρη της.
Η Στεφανοπούλου κατόρθωσε να αποδράσει από το μοναστήρι και πήγε αμέσως στην αστυνομία όπου κατάγγειλε τον βασανισμό της.
Όταν ο Ματθαίος και η Μαριάμ ερωτήθηκαν από την αστυνομία για την αλήθεια των καταγγελειών, δήλωσαν ότι «η αντίδραση και μόνο της έφηβης κοπέλας αποτελεί τεκμήριο δαιμονισμού».
Η δεύτερη φορά που το μοναστήρι απασχολεί τις αρχές
Πέρασαν αρκετά χρόνια από την υπόθεση Στεφανοπούλου, μέχρι να φτάσει η επόμενη καταγγελία στις αρχές, από την κόρη μιας πλούσιας γυναίκας που είχε κληροδοτήσει εκβιαζόμενη όλη της την περιουσία στο μοναστήρι.
Λίγο αργότερα, άγνωστες πηγές οδήγησαν την αστυνομία στο μοναστήρι για να αναζητήσουν την 18χρονη Συμέλα Σπυρίδου. Η Σπυρίδου, Ελληνίδα που ζούσε στην Αμερική και επισκέπτονταν τη χώρα μόνο για διακοπές, είχε εξαφανιστεί από το 1949. Το FBI, μετά από καταθέσεις του πατέρα της Χρήστου Σπυρίδη, είχε εντοπίσει την Σπυρίδου στο μοναστήρι και ενημέρωσε τις ελληνικές αρχές. Ωστόσο, η Σπυρίδου επικοινώνησε με τον πατέρα της και η έρευνα σταμάτησε.
Η αρχή της αποκάλυψης του σκανδάλου
Οι επόμενες καταγγελείες εις βάρος της μονής αφορούσαν τον εγκλεισμό σε αυτήν ανήλικων παιδιών και της 65χρονης Ευθυμίας Παπαθανασοπούλου, παρά τη θέλησή τους.
Κατά την έρευνα της αστυνομία η Παπαθανασοπούλου βρέθηκε κλεισμένη σε ένα υπόγειο, βρωμερό κελί. Η ηλικιωμένη γυναίκα, μόλις είδε τους αστυνομικούς τους εκλιπαρούσε να την πάρουν από εκεί. Αργότερα κατέθεσε ότι, έπασχε από παραμορφωτική αρθρίτιδα και μετά από παρότρυνση δυο μοναχών, πήγε στη μονή με σκοπό να βοηθηθεί και να θεραπευτεί. Με την εισαγωγή της όμως στη μονή, άρχισαν τα βασανιστήρια της, ενώ την υποχρέωσαν να τους μεταβιβάσει την περιουσία της.
Η σύλληψη της Σουλακιώτη
Η Αστυνομία Πόλεων συνέλαβε την Σουλακιώτη την νύχτα της 4ης προς 5ης Δεκεμβρίου του 1950, με μια έφοδο που έγινε στη μονή από 85 αξιωματικούς, έναν αντιεισαγγελέα, έναν ιατροδικαστή κι έναν διακαστή.
Μπροστά τους αντίκρισαν δεκάδες λιπόσαρκες, βασανισμένες γυναίκες και παιδιά, μέσα σε τρώγλες σε άθλια κατάσταση. Στους στάβλους της μονής βρέθηκαν σωροί ανθρωπίνων οστών.
36 παιδιά οδηγήθηκαν αρχικά σε παιδικό σταθμό του Λαυρίου και στη συνέχεια στο Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο.
Μαζί με τη Σουλακιώτη η αστυνομία συνέλαβε την έμπιστη βοηθό της Ευφροσύνη Μενδρινού, τον επίσκοπό τους Ανδρ. Ανέστη και επτά ακόμη μοναχές.
Οι κατηγορίες και οι δίκες της Μαριάμ Σουλακιώτη
Το πρόβλημα των αρχών ήταν ότι, λόγω της εθελοντικής φύσης του μοναχισμού, ήταν δύσκολο να στοιχειοθετηθεί κατηγορία εναντίων της Σουλακιώτη. Έτσι, για να μπορέσουν να συνεχίσουν την κράτησή της και να προχωρήσουν οι έρευνες, την κατηγόρησαν με δύο κατηγορίες εντελώς άσχετες με δολοφονίες:
Για παράνομη εξαγωγή ελαιόλαδου στην Κύπρο και εισαγωγή ελαστικών!
(Η υπόθεση θυμίζει την περίπτωση του διάσημου γκάνγκστερ Al Capone που επειδή αρχικά οι αρχές δεν είχαν άλλα στοιχεία εναντίον του, τον συνέλαβαν το 1931 για φοροδιαφυγή).
Όσο όμως ξετυλίγονταν το κουβάρι με νέα στοιχεία, τόσο προσαρμόζονταν και το κατηγορητήριο. Τον Φεβρουάριο του 1951, ο εισαγγελέας απήγγειλε περαιτέρω κατηγορίες στην Σουλακιώτη και την ομάδα της. Πλέον κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία από πρόθεση, για ανθρωποκτονία από αμέλεια, για βασανιστήρια, εκβιασμούς, απάτες, πλαστογραφίες διαθήκης, κ.ά.
Η χειρότερη όμως των κατηγοριών ήταν ότι οι συγκεκριμένες ασκητικές πρακτικές που χρησιμοποιούσαν οι μοναχές υπό την καθοδήγηση της Ηγουμένης Μαριάμ Σουλακιώτη, οδήγησαν στον άσκοπο θάνατο 150 παιδιών από φυματίωση.
Κατά τις πολύμηνες έρευνες και ανακρίσεις αλλά και κατά τη διάρκεια της δίκης, οι μακάβριες ιστορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας από θύματα της ηγουμένης συγκλόνισαν την μεταπολεμική Ελλάδα και φιγουράριζαν καθημερινά για μήνες στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Καταγγελίες για βασανιστήρια που διαπράττονταν μέσα σε ένα κλίμα ακραίου σκοταδισμού και φανατισμού και που θύμιζαν Μεσαίωνα, Ιερά Εξέταση ή ακόμη και Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Εξαιτίας αυτών των βασανιστηρίων, πολλοί άνθρωποι πέθαιναν από υποσιτισμό, από τη σκληρή σωματική εργασία, από σοβαρούς τραυματισμούς, νευρικό κλονισμό, φυματίωση ή άλλες αρρώστιες και κακουχίες.
Επειδή νέες μαρτυρίες και νέα στοιχεία αποκαλύπτονταν διαρκώς, η Σουλακιώτη καταδικάστηκε σε τρεις διαφορετικές δίκες από το 1951 μέχρι το 1953. Κατά την πρώτη της δίκη, της επιβλήθηκε ποινή 26 μηνών, κατά τη δεύτερη δίκη, 10 έτη και κατά την τρίτη δίκη της, τέσσερα επιπλέον έτη. Συνολικά δηλαδή κάθειρξη 16 ετών.
Καταδικάστηκε για το θάνατο τουλάχιστον ενός μοναχού και τριών γυναικών μοναχών, για παράνομη κράτηση, κατάχρηση, υπεξαίρεση, απάτη.
Αν και ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της Σουλακιώτη δεν έχει μέχρι και σήμερα διευκρινιστεί, οι περισσότεροι ιστορικοί μελετητές μιλούν για τουλάχιστον 177 θανάτους, όπου οι 27 θεωρούνται δολοφονίες ενώ οι 150 περιπτώσεις ανηλίκων θεωρούνται ανθρωποκτονίες εξ αμελείας, από φυματίωση.
Η Σουλακιώτη πέθανε στις φυλακές Αβέρωφ στις 23 Νοεμβρίου 1954.







