Ο Ρίτσαρντ Γκοτ, ένας από τους πιο επιφανείς αρθρογράφους της Guardian, πέθανε σε ηλικία 87 ετών, αφήνοντας πίσω του μια αμφιλεγόμενη κληρονομιά.
Γνωστός για τις αντιδυτικές του θέσεις και τη φιλία του με τον Τσε Γκεβάρα, ο Γκοτ βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής το 1994, όταν αποκαλύφθηκε ότι υπήρξε συνεργάτης της KGB.
Παρά τις κατηγορίες, τις οποίες αρνήθηκε, παραδέχτηκε ότι είχε δεχτεί ταξίδια πληρωμένα από τους Σοβιετικούς.
Η καριέρα του περιλάμβανε σημαντικές θέσεις στη Guardian και συγγραφή βιβλίων για τη Λατινική Αμερική, ενώ η αποκάλυψη της σχέσης του με την KGB προκάλεσε αντιδράσεις.
Παρέμεινε πιστός στις πολιτικές του πεποιθήσεις μέχρι το τέλος, με τον Άλαν Ράσμπριτζερ να τον χαρακτηρίζει ως σημαίνουσα μορφή στην ιστορία της εφημερίδας.
Πιο αναλυτικά
Θλίψη προκάλεσε η είδηση του θανάτου του δημοσιογράφου, Ρίτσαρντ Γκοτ, σε ηλικία 87 ετών.
Υπήρξε ένας από τους πιο επιφανείς αρθρογράφους του Guardian και βρέθηκε στο επίκεντρο και για την αποκάλυψη, το 1994, πως υπήρξε συνεργάτης της KGB. Μετά τις αποκαλύψεις αποχώρησε οριστικά από την εφημερίδα.
Ο Ρ.Γκοτ αρνήθηκε τις κατηγορίες, χαρακτηρίζοντάς τες ως μια «παράλογη αναβίωση του μακαρθισμού της δεκαετίας του 1950». Στην επιστολή παραίτησής του, παραδέχτηκε πως είχε δεχτεί ταξίδια πληρωμένα από τους Σοβιετικούς σε Βιέννη, Αθήνα και Λευκωσία.
Ο φίλος και συνάδελφός του, Τζον Γκίτινγκς —πρώην αρθρογράφος ηγετικών άρθρων για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικός στην Κίνα— σχολίασε ότι πολλοί δημοσιογράφοι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου είχαν προσεγγιστεί από πράκτορες Σοβιετικούς, Βρετανούς και Αμερικανούς.
Ο Γκίτινγκς τον περιέγραψε ως γοητευτικό και πνευματώδη, «αφοσιωμένο στην υπόθεση των λαών, ιδιαίτερα των λαών της Λατινικής Αμερικής». Ο Γκοτ έγραφε συχνά κατά των δυτικών πολιτικών, καταγγέλλοντας τις ΗΠΑ και κατακεραυνώνοντας τη Θάτσερ, ουδέποτε κατάφερε να τους μεταφέρει κάποιο κρατικό μυστικό.
Ο Ρ.Γκοτ κινούταν σε αντίθετη κατεύθυνση από την κυρίαρχη δυτική αντίληψη. Όμως το γεγονός το οποίο τον σημάδεψε ήταν η παρουσία του στη Βολιβία, όταν ο Τσε Γκεβάρα σκοτώθηκε το 1967. Ο Γκοτ ήταν εκείνος που έκανε την επίσημη ταυτοποίηση του σώματος του Γκεβάρα – ένας από τους μόλις δύο ανθρώπους παρόντες που τον είχαν γνωρίσει.
Η ιστορία του Ρ.Γκοτ
Ο Ρίτσαρντ Γουίλομπι Γκοτ γεννήθηκε το 1938. Γόνος εύπορης οικογένειας σπούδασε στο Κολέγιο του Ουίντσεστερ και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου άρχισαν να φαίνονται οι πολιτικές του τάσεις, αποκτώντας το παρατσούκλι «Gott the Trot» (δηλαδή «Γκοτ ο Τροτσκιστής»).
Το 1962, ο Γκοτ άρχισε να εργάζεται στο Chatham House, το think-tank διεθνών σχέσεων του Λονδίνου. Αυτό του άνοιξε τις πόρτες της διπλωματικής κοινωνίας και το 1964, στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης στο Λονδίνο, του έγινε η πρόταση να γίνει πληροφοριοδότης των Σοβιετικών. Όταν η υπόθεση αποκαλύφθηκε, ο Γκοτ ισχυρίστηκε ότι λάμβανε μόνο έξοδα μετακίνησης. Στοιχεία της έρευνας ανέφεραν πως οι Σοβιετικοί του έδιναν τακτικά δεσμίδες 300 λιρών ή και περισσότερα.
Αφού έφυγε από το Chatham House, εντάχθηκε στην Εκστρατεία για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND). Η καριέρα στον Guardian ξεκίνησε το 1964 και περιλάμβανε θέσεις ως ανταποκριτής εξωτερικού, αρθρογράφος κεντρικών κειμένων, αρχισυντάκτης και λογοτεχνικός συντάκτης.
Το 1966 εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να κατέβει υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές του Χαλ Νορθ ως ανεξάρτητος. Έλαβε λίγους ψήφους και δεν εκλέχθηκε.
Ο Γκοτ μετακόμισε στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Χιλής. Από εκεί συνέχισε να γράφει για τη Guardian και εξέδωσε το βιβλίο Guerrilla Movements in Latin America, που εξηγούσε και τη φιλία του με τον Γκεβάρα, τον οποίο είχε γνωρίσει για πρώτη φορά το 1963 στη σοβιετική πρεσβεία στην Αβάνα. Υπήρξε επίσης συγγραφέας κι άλλων βιβλίων, ανάμεσά τους το Cuba: A New History (2004), που θεωρείται αυθεντική πηγή για την ιστορία της Κούβας. Στα 20 του, λίγο μετά την αποφοίτησή του, συν-έγραψε με τον ιστορικό Μάρτιν Γκίλμπερτ (μετέπειτα επίσημο βιογράφο του Τσόρτσιλ) το μπεστ σέλερ The Appeasers.
Μετά τον θάνατο του Γκεβάρα, ο Γκοτ παρέμεινε στη Βολιβία «ερευνώντας τον ρόλο» μιας άλλης μαρξιστικής ομάδας ανταρτών. Τελικά, η κυβέρνηση της Βολιβίας τον συνέλαβε ως κομμουνιστή και τον απέλασε. Ο Γκοτ κάλυψε επίσης τον Πόλεμο των Φώκλαντς και τον Πόλεμο του Βιετνάμ, πάντα με τον δικό του αιχμηρό αντιδυτικό τόνο, πριν αναλάβει τη θέση του ξένου συντάκτη στην εφημερίδα Tanzania Standard με αποστολή να τη ριζοσπαστικοποιήσει. Ο πρόεδρος της Τανζανίας, Τζούλιους Νιερέρε, τελικά εγκατέλειψε το εγχείρημα και ο Γκοτ επέστρεψε στο Λονδίνο ως ανταποκριτής του New Statesman για τον τρίτο κόσμο.
Η ιστορία της σχέσης του Γκοτ με την KGB αποκαλύφθηκε από τον δημοσιογράφο Άλστερ Πάλμερ στο περιοδικό The Spectator, ύστερα από πληροφορίες που του έδωσε ο σοβιετικός αποστάτης Όλεγκ Γκορντιέφσκι, πρώην συνταγματάρχης της KGB.
Η αποκάλυψη προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων – υπέρ και κατά – του Γκοτ.
Αναφερόμενος στην παραίτησή του από τον Guardian ο Γκοτ επέμεινε πως είχε κατηγορηθεί άδικα, φέρνοντας ως παράδειγμα τον πρώην ηγέτη των Εργατικών, Μάικλ Φουτ, ο οποίος είχε μηνύσει με επιτυχία τη Sunday Times για παρόμοια κατηγορία.
Ακόμη και μετά την αποκάλυψη της υπόθεση με την KGB συνέχισε να υποστηρίζει τις θέσεις του και να γράφει από την ίδια σκοπιά για τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Ο Άλαν Ράσμπριτζερ, διευθυντής του Guardian την περίοδο 1995-2015, τον χαρακτήρισε ως «μία πραγματικά σημαίνουσα μορφή στην ιστορία της εφημερίδας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα». «Ήταν εξαιρετικά ευφυής και με ακόρεστο ενδιαφέρον για την πολιτική, εντός και εκτός Βρετανίας. Διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός για τη Νότια Αμερική και κατά καιρούς ένας παιχνιδιάρικος αρχισυντάκτης χαρακτηριστικών».






