Το άρθρο αναφέρεται σε δύο αιματηρές βεντέτες στην Κρήτη, οι οποίες ξεκίνησαν για φαινομενικά ασήμαντους λόγους και εξελίχθηκαν σε κύκλους εκδίκησης με πολλαπλά θύματα.
Η πρώτη περίπτωση αφορά τη βεντέτα μεταξύ των οικογενειών Μουζουράκη και Δικωνυμάκη, που ξεκίνησε το 1994 με τη δολοφονία της Φωτούλας Μουζουράκη και οδήγησε σε σειρά φόνων, επεκτεινόμενη από την Κρήτη σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά τον Γιάννη Παπαδόσηφο, ο οποίος το 1988 εκτέλεσε τον Γιάννη Βενιεράκη μέσα σε δικαστική αίθουσα στον Πειραιά, ως εκδίκηση για τη δολοφονία του γιου του.
Και οι δύο ιστορίες αναδεικνύουν τη βαθιά ριζωμένη κουλτούρα της βεντέτας στην Κρήτη και τις τραγικές συνέπειες που μπορεί να έχει.
Πιο αναλυτικά
Με αφορμή τα όσα εκτυλίχθηκαν από χθες (01/11) στο χωριό Βορίζια της Κρήτης, όπου ξέσπασε ένα νέο «κύμα» βεντέτας, κρίνεται απαραίτητο να γίνει αναφορά σε άλλες δύο περιπτώσεις, οι οποίες ξεκίνησαν για πραγματικά έναν ασήμαντο λόγο.
Μουζουράκηδες – Δικωνυμάκηδες
Στη βεντέτα των Μουζουράκηδων και των Δικωνυμάκηδων αυτό αποδείχθηκε περίτρανα, αφού η εκδίκηση αναζητήθηκε και έγινε πράξη στην Κρήτη, στην Αμαλιάδα, στη Μυτιλήνη, στο Περιστέρι, για να κλείσει ο κύκλος που άνοιξε τον Μάιο του 1994 με τη δολοφονία της 55χρονης Φωτούλας Μουζουράκη στην αγροτική περιοχή του Κυπαρισσώνα Αποκορώνου, δύο χιλιόμετρα έξω από το χωριό της, το Πάτημα
Η βεντέτα Μουζουράκηδων – Δικωνυμάκηδων είναι ίσως ο τελευταίος κύκλος αίματος με όλο το «τυπικό» των εκδικητικών φόνων, άφησε πίσω έξι νεκρούς και ένα ερημωμένο χωριό, με μία όμως εξαίρεση: η αρχή έγινε με τη δολοφονία γυναίκας.
Η Φωτούλα Μουζουράκη ήταν χήρα και μεγάλωνε μόνη της τρεις γιους και μια κόρη.
Κάποιες ασήμαντες διαφορές την έβαλαν στο στόχαστρο της οικογένειας του Μανώλη Δικωνυμάκη.
Ηταν ο 25χρονος γιος του Μιχάλης, μαζί με τον 29χρονο φίλο του Νίκο Πολάκη που στις 23 Μαΐου του 1994 σταμάτησαν το αγροτικό που οδηγούσε η Φωτούλα, την ακινητοποίησαν, την κακοποίησαν σεξουαλικά και εν τέλει τη στραγγάλισαν.
Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα και οι δύο δράστες συνελήφθησαν. Ο Δικωνυμάκης, μάλιστα, είχε προλάβει να φτάσει στην Αθήνα.
Στο ποτάμι της βίας που μόλις είχε ανοίξει, χύθηκε στις 16 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς το αίμα του 24χρονου Κώστα Μουζουράκη, γιου της Φωτούλας. Βρέθηκε νεκρός με δυο σφαίρες στον θώρακα, στον Κουρνά Αποκορώνου, από το χέρι του Ρεθυμνιώτη Ευάγγελου Σελιανάκη.
Αιτία; Οι κτηματικές διαφορές.
Ο γιος της Φωτούλας, Γιάννης, στα 26 του χρόνια φτάνει στην Αμαλιάδα μαζί με δύο φίλους του.
Εκεί έχει εντοπίσει τον 54χρονο Μανώλη Δικωνυμάκη: είναι ο πατέρας του φονιά της μάνας του και αυτός τον οποίο θεωρεί ο Γιάννης Μουζουράκης ενορχηστρωτή της άγριας δολοφονίας της.
Είναι 10 Νοεμβρίου του 1994, πριν το εξάμηνο μνημόσυνο της Φωτούλας, που ο Μανώλης Δικωνυμάκης πέφτει νεκρός από το χέρι του γιου της.
Το ξεκλήρισμα των οικογενειών συνεχίζεται. Στη Μυτιλήνη είχε καταφύγει με την οικογένειά του ο 27χρονος Σήφης Δικωνυμάκης, αδελφός του Μιχάλη και γιος του Μανώλη.
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1994 εντοπίζεται νεκρός με μια σφαίρα στο στήθος.
Περνούν μόλις λίγοι ήρεμοι μήνες, ώσπου τον Σεπτέμβριο του 1995 δολοφονείται με κυνηγετική καραμπίνα ο 23χρονος κτηνοτρόφος Βαγγέλης Σελιανάκης, από την Αρχοντική Ρεθύμνου.
Το θύμα ήταν ανιψιός του Ευάγγγελου Σελιανάκη, που είχε σκοτώσει 13 μήνες νωρίτερα τον Κώστα Μουζουράκη.
Η βεντέτα είχε απλωθεί ήδη από την Κρήτη στην Ηλεία και τη Μυτιλήνη.
Στην ανωνυμία της Αθήνας είχε επιλέξει να χαθεί ο Γιάννης Μουζουράκης – ο άνθρωπος που είχε εκδικηθεί για τον φόνο της μάνας του.
Παρόλο που ζούσε με ψεύτικα στοιχεία, εντοπίστηκε από τους διώκτες του, παραμονή της γιορτής του, το 1999.
Είχε φύγει από συγγενικό του σπίτι και επέστρεφε στο δικό του, όταν δέχτηκε τα πυρά δύο ενόπλων που του είχαν στήσει ενέδρα από οικοδομή, στην οδό Κένεντι, στο Περιστέρι.
Δίπλα στο άψυχο σώμα του είχε βρεθεί το Magnum που είχε μαζί του, το οποίο δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει.
Η δολοφονία του Γιάννη Μουζουράκη αποδόθηκε στον Ευάγγελο Σελιανάκη: μετά τον φόνο του Κώστα Μουζουράκη εκείνος είχε επιχειρήσει να διαφύγει στον Καναδά, αλλά συνελήφθη.
Λίγο καιρό αργότερα απέδρασε από τις Φυλακές Αλικαρνασσού μαζί με άλλους κρατούμενους. Βρέθηκε νεκρός, τον Ιανουάριο του 2011, στην Αρχοντική Ρεθύμνου.
Ο Παπαδόσηφος
«Έκανα το χρέος μου και τώρα είμαι καλά. Λευτερώθηκα».
Ήταν 20 Δεκεμβρίου του 1988 όταν η χώρα πάγωνε από τον ήχο του όπλου του Γιάννη Παπαδόσηφου.
Ένα Luger είχε αρπάξει από Γερμανό στρατιώτη ο πατέρας του.
Ο Παπαδόσηφος είχε επιλέξει το Εφετείο Πειραιά για να αποδώσει «δικαιοσύνη», όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν, για τη δολοφονία του παιδιού του.
Μέσα στη γεμάτη μαυροφορεμένους Κρητικούς αίθουσα του Εφετείου ο Γιάννης Παπαδόσηφος ξεχώριζε.
Τα γένια του ήταν αξύριστα από τη στιγμή που ο Γιάννης Βενιεράκης, τον Αύγουστο του 1983, σκότωσε στο Ρέθυμνο το παιδί του.
Τον Μανώλη Παπαδόσηφο και τον Γιάννη Βενιεράκη χώριζε το χάος: μορφωμένος, με τρεις γλώσσες, σπουδές στη μουσική ο Παπαδόσηφος, νταής και τσαμπουκάς ο δεύτερος.
Τους χώρισε και μια γυναίκα που διεκδίκησαν και οι δύο. Ο Βενιεράκης έλυσε τη διαφορά του σκοτώνοντας τον Μανώλη.
Ο πατέρας Παπαδόσηφος είχε δώσει όλα τα σημάδια ότι στη δική του αντίληψη το αίμα έπρεπε να πληρωθεί με αίμα.
Φόρεσε μαύρα, άφησε αξύριστα τα γένια του. Στο δικαστήριο, τον Δεκέμβριο του 1988 -η δίκη γινόταν στον Πειραιά και όχι στην Κρήτη για λόγους ασφαλείας-, η παρουσία της Αστυνομίας ήταν ισχυρότατη.
Στη διάρκεια της διαδικασίας, εκείνη τη μέρα, ο βλοσυρός, μαυροφορεμένος Κρητικός είχε μπει και βγει από την αίθουσα τουλάχιστον δύο φορές.
Είχε ελεγχθεί από τους αστυνομικούς και δεν είχε όπλο πάνω του. Την τρίτη, τέταρτη φορά που ξαναμπήκε στην αίθουσα οι αστυνομικοί δεν τον έψαξαν ξανά ή το έκαναν πλημμελώς.
Πίσω από τη μακριά του γενειάδα και μέσα από τη φανέλα του είχε καταφέρει να κρύψει το Luger.
Με σβελτάδα εφήβου κατάφερε να βρεθεί πίσω από τον κατηγορούμενο. Πυροβόλησε. Ξανά και ξανά. Ο Βενιεράκης έπεσε νεκρός.
Αμέσως μετά ήρεμος, ο Παπαδόσηφος ακολούθησε τους αστυνομικούς. Δήλωσε αλαφρωμένος, ελεύθερος.
Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 14 ετών για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης.






