Το άρθρο αναφέρεται στο θρυλικό κλαμπ-ρέστοραν "Δύο Εννιάρια" της Αθήνας των '80s, το οποίο αποτέλεσε σύμβολο πολυτέλειας και επιλεκτικότητας.
Βρίσκονταν πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο και ήταν γνωστό για την αυστηρή είσοδο που καθοριζόταν από τον μετρ Αλόρα.
Το μαγαζί χωριζόταν σε δύο μέρη: ένα μικρό κλαμπ και ένα κομψό εστιατόριο, προσφέροντας μια εμπειρία που θύμιζε τις μεγάλες μητροπόλεις. Δημιουργός του ήταν ο Κώστας Ζουγανέλης, ο οποίος είχε ήδη επιτυχία με το "9 Μούσες" στη Μύκονο.
Παρά το ότι δεν υπάρχει πια, τα "Δύο Εννιάρια" παραμένουν στη μνήμη ως σύμβολο μιας πιο κοσμοπολίτικης και ρομαντικής Αθήνας.
Πιο αναλυτικά
Υπήρξαν κάποτε μέρη που δεν ήταν απλώς εστιατόρια ή μπαρ· ήταν σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής. Τόποι όπου η είσοδος δεν εξασφαλιζόταν με κράτηση, αλλά με κύρος.
Στην Αθήνα των ’80s, κανένα όνομα δεν ενσάρκωσε καλύτερα αυτή την ιδέα από τα «Δύο Εννιάρια», το μαγαζί που έγινε συνώνυμο της πολυτέλειας, του στυλ και της επιλεκτικότητας.
Η διεύθυνση που ήξεραν όλοι αλλά έμπαιναν ελάχιστοι
Κρυμμένο πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, το 9+9, όπως ήταν η επίσημη ονομασία του, δεν ήταν απλώς ακόμα ένα στέκι των Αθηναίων. Ήταν το στέκι. Εκεί σύχναζαν πρόσωπα που καθόριζαν τη μόδα, τη μουσική, τον Τύπο και την κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας. Για πολλούς, το να καταφέρεις να περάσεις την πόρτα του σήμαινε πως «είχες φτάσει».
Η είσοδος όμως δεν ήταν για όλους. Ο Αλόρας, ο περίφημος μετρ, αποφάσιζε ποιος θα καθίσει και ποιος θα γυρίσει σπίτι. Ήταν αυστηρός, χαμογελαστός, αλλά αδιαπραγμάτευτος. Αν δεν διέθετες το απαιτούμενο στιλ –ή το σωστό μέσο– δεν περνούσες.
Δύο χώροι – δύο κόσμοι
Το όνομα «Δύο Εννιάρια» δεν ήταν τυχαίο. Το μαγαζί χωριζόταν σε δύο πλευρές, δύο διαφορετικούς μικρόκοσμους που συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον.
Δεξιά, το πρώτο «Εννιάρι»: Ένα μικρό κλαμπ 70 τετραγωνικών, γεμάτο καθρέφτες, φώτα και μουσική. Εκεί γεννιόνταν οι νέες τάσεις — στα ρούχα, στους ήχους, στον τρόπο διασκέδασης. Για πολλούς, ήταν το ελληνικό Studio 54, ένα καταφύγιο για τους πιο εκκεντρικούς και λαμπερούς της εποχής.
Αριστερά, το δεύτερο «Εννιάρι»: Ένα κομψό εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας. Ο κώδικας ένδυσης ήταν αυστηρός — κοστούμι και γραβάτα για τους άνδρες, πάντα. Το μενού, διεθνές και πρωτοποριακό για την Ελλάδα των 80s, περιλάμβανε πιάτα που αργότερα έγιναν κλασικά: φιλέ μινιόν σος μαδέρα, σατομπριάν, μπεφ στρογγανόφ, γαρίδες κοκτέιλ και το αλησμόνητο σουφλέ σοκολάτας.
Όταν η Αθήνα έγινε λίγο… Νέα Υόρκη
Η εμπειρία στα «Δύο Εννιάρια» δεν ήταν απλώς γεύμα ή ποτό. Ήταν τελετουργία. Οι πελάτες είχαν ταξιδέψει, ήξεραν τι σημαίνει ποιότητα και ένιωθαν ότι εδώ έβρισκαν κάτι που θύμιζε τον κόσμο των μεγάλων μητροπόλεων.
Στο ίδιο τραπέζι μπορούσες να δεις επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, μοντέλα και δημοσιογράφους – όλους δεμένους από το κοινό τους πάθος για το ωραίο και το “εκλεκτό”.
Από τη Μύκονο στο Παγκράτι – Η ιστορία πίσω από τον μύθο
Τα «Δυο Εννιάρια» είχαν ρίζες στο Αιγαίο. Δημιουργός τους ήταν ο Κώστας Ζουγανέλης, ο οποίος είχε ήδη γράψει ιστορία με το μαγαζί «9 Μούσες» στη Μύκονο από τη δεκαετία του ’60. Όταν αποφάσισε να φέρει την ίδια αύρα στην πρωτεύουσα, όλοι περίμεναν να επιλέξει το Κολωνάκι. Εκείνος όμως διάλεξε το Παγκράτι, ένα τολμηρό βήμα για τα δεδομένα της εποχής.
Και δικαιώθηκε. Το 9+9 έγινε σημείο αναφοράς, προσελκύοντας τη «χρυσή» κοινωνική τάξη της Αθήνας.
Καλοκαίρι στις «9 Μούσες»
Το καλοκαίρι, η παρέα μεταφερόταν στη βερσιόν του Αστέρα Βουλιαγμένης – στις ανανεωμένες «9 Μούσες». Εκεί το κλίμα ήταν πιο χαλαρό, πιο καλοκαιρινό, αλλά το κοινό εξίσου εκλεκτό. Ο θρυλικός πορτιέρης Κώστας ήταν λίγο πιο «ελαστικό», γιατί –όπως έλεγαν– «το καλοκαίρι όλοι γινόμαστε πιο cool».
Ένα μαγαζί – μια εποχή
Σήμερα, τα «Δύο Εννιάρια» δεν υπάρχουν πια. Όμως για όσους τα έζησαν, παραμένουν σύμβολο μιας Αθήνας πιο κοσμοπολίτικης, πιο ρομαντικής, πιο απρόσιτης.
Ήταν κάτι περισσότερο από ένα μέρος για φαγητό ή χορό – ήταν ένας τρόπος ζωής.
Και γι’ αυτό, όσοι πέρασαν από εκεί, όταν μιλούν γι’ αυτό το μέρος, χαμογελούν. Πάντα.