Το άρθρο περιγράφει ένα σημαντικό μεθοριακό επεισόδιο κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, που συνέβη στις 8 Σεπτεμβρίου 1948 στο όρος Βόρας, μεταξύ του Ελληνικού Στρατού και γιουγκοσλαβικών δυνάμεων.
Η σύγκρουση ξεκίνησε όταν γιουγκοσλαβικές δυνάμεις εισήλθαν απροσδόκητα σε ελληνικό έδαφος, προκαλώντας μάχη με τις ελληνικές δυνάμεις.
Παρά την αρχική σύγχυση, οι Έλληνες στρατιώτες αντεπιτέθηκαν και κατάφεραν να απωθήσουν τους εισβολείς, ανακαλύπτοντας ότι πολεμούσαν με γιουγκοσλαβικές δυνάμεις και όχι αντάρτες.
Το επεισόδιο οδήγησε σε διπλωματικές εντάσεις, με την Ελλάδα να διαμαρτύρεται επίσημα για την παραβίαση των συνόρων της.
Η σύγκρουση αυτή συνέπεσε με την επιχείρηση «Κορωνίς» του Ελληνικού Στρατού και την ανακατάληψη του Γράμμου, ενώ οι Γιουγκοσλάβοι επιδίωκαν να διευκολύνουν τις κινήσεις των ανταρτών του ΔΣΕ.
Πιο αναλυτικά
Ένα από τα πιο σοβαρά- ίσως το σοβαρότερο- μεθοριακό επεισόδιο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, έγινε την 8η Σεπτεμβρίου 1948, στην κορυφή Κουτσούμπεη στο όρος Βόρας (Καϊμακτσαλάν), ανάμεσα στον Ελληνικό Στρατό και στις δυνάμεις του βουλγαρικού, του αλβανικού και του γιουγκοσλαβικού Στρατού.
Η κορυφή Κουτσούμπεη στο όρο Βόρας (2.440μ.) βρίσκεται στα όρια των νομών Πέλλας και Φλώρινας.
Κατά τον Εμφύλιο, η περιοχή ανήκε στη δικαιοδοσία του Γ’ Σώματος Στρατού και αποτελούσε πέρασμα ανδρών του ΔΣΕ, μέσω του γιουγκοσλαβικού εδάφους, από και προς το Βίτσι.
Ο ΕΣ για να εμποδίσει τις κινήσεις αυτές εγκατέστησε φυλάκια κατά μήκος της οροθετικής γραμμής με τη Γιουγκοσλαβία.
Η ρήξη Στάλιν – Τίτο περιόρισε την κινητικότητα στην περιοχή, ωστόσο η νευρικότητα και μικροεντάσεις δεν σταμάτησαν.
- Οι ελληνικές δυνάμεις στο Καϊμακτσαλάν το 1948
Τον Αύγουστο του 1948 το Γ’ ΣΣ διατάχτηκε να πλήξει τις δυνάμεις του ΔΣΕ, για να εμποδίσει τη μετακίνησή τους προς τον Γράμμο, όπου έκανε επίθεση ο ΕΣ.
Το Γ’ ΣΣ ανέθεσε την εκτέλεση της επιχείρησης, με την κωδική ονομασία «Δάφνη» στην 32η Ταξιαρχία της XI Μεραρχίας Πεζικού.
Η 32η ΤΞ διέθεσε τα 514 και 516 Τάγματα Πεζικού, μια Διλοχία (δύο Λόχους) του 517 ΤΠ, μια Πυροβολαρχία Ορειβατικού Πυροβολικού, έναν ουλαμό Πεδινού Πυροβολικού με έξι πυροβόλα συνολικά, έναν ουλαμό τεθωρακισμένων οχημάτων και τρεις ομάδες πολυβόλων, με έξι συνολικά πολυβόλα.
Επίσης, διατέθηκαν από τις εφεδρείες του Γ’ ΣΣ ένας Λόχος του 516 ΤΠ (αργότερα διατέθηκε και δεύτερος Λόχος), τρεις Λόχοι του 64ου Τάγματος Εθνοφυλακής, ένας ακόμα ουλαμός Τεθωρακισμένων και δύο ακόμα ουλαμοί Πυροβολικού με τέσσερα πυροβόλα.
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 25 Αυγούστου 1948 και ολοκληρώθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1948, με τις δυνάμεις του ΕΣ να επικρατούν και να φτάνουν στη μεθόριο.
- Η γιουγκοσλαβική επιδρομή και είσοδος σε ελληνικό έδαφος
Την 8η Σεπτεμβρίου 1948 έγινε μια απροσδόκητη ενέργεια από τον γιουγκοσλαβικό στρατό, άνδρες του οποίου επιτέθηκαν εναντίον των ανδρών του ΕΣ στην κορυφή Κουτσούμπεη του Βόρα και μπήκαν σε ελληνικό έδαφος, μάλιστα σε βάθος μεγαλύτερο από ένα χιλιόμετρο.
Όπως γράφει ο Αντώνιος Παπαδάκος σε έναν εξαιρετικό άρθρο του στο περιοδικό «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», στην κορυφή Κουτσούμπεη βρίσκονταν δυνάμεις των 514 και 556 ΤΠ.
Στην πυραμίδα υπ’ αριθμ. 119 βρίσκονταν δύο ομάδες μάχης του 3ου Λόχου του 556 ΤΠ με επικεφαλής αξιωματικό.
Στο ύψωμα 2137, δεξιά του Κουτσούμπεη και στα υψώματα Προφήτης Ηλίας (2.524) και Στάλος (2.236 μ.) είχαν αναπτυχθεί τρεις ακόμα Λόχοι.
Ξαφνικά, στις 14.30 της 8/9/1948 οι ομάδες μάχης που είχαν αναπτυχθεί στην οροθετική γραμμή παρατήρησαν κινήσεις από το γιουγκοσλαβικό έδαφος.
Οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες, αναπτύχθηκαν σε σχηματισμό μάχης και συνέχιζαν να κινούνται σε ελληνικό έδαφος.
Οι άνδρες του ΕΣ θεώρησαν ότι επρόκειτο για αντάρτες. Ο διοικητής των δυνάμεων στο Κουτσούμπεη, Ανθυπολοχαγός Ιωάννης Καπέτης διέταξε τους άνδρες του να λάβουν θέσεις μάχης γύρω από την πυραμίδα 119.
Ο ελαφρύς όλμος των 60 χιλιοστών της διμοιρίας τοποθετήθηκε στην κορυφή Κουτσούμπεη. Περίπου 60 Γιουγκοσλάβοι μπήκαν στο ελληνικό έδαφος.
Οι ελληνικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ. Οι Γιουγκοσλάβοι απάντησαν και άλλες δύο ομάδες τους εισήλθαν στο ελληνικό έδαφος με σκοπό να περικυκλώσουν τους Έλληνες.
Ο Καπέτης διέταξε υποχώρηση στην κορυφή Κουτσούμπεη. Κατά την υποχώρηση, ο στρατιώτης Βασίλειος Μωυσιάδης λόγω της πυκνής ομίχλης έχασε τον προσανατολισμό του και αιχμαλωτίστηκε από τους εισβολείς.
Άλλοι τρεις στρατιώτες χάθηκαν για λίγο λόγω της ομίχλης, αλλά τελικά ενώθηκαν με τη διμοιρία τους.
Ο Καπέτης κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τον 3ο Λόχο αναφέροντας ότι 400 αντάρτες (έτσι πίστευε) μπήκαν σε ελληνικό έδαφος από τη Γιουγκοσλαβία και έκαναν επίθεση στο Κουτσούμπεη.
Θεωρήθηκε ότι κάνει λάθος, λόγω της ομίχλης και ότι μάλλον επρόκειτο για άλλα ελληνικά τμήματα. Του ζητήθηκε να επιστρέψει στη θέση του.
Όταν πήγε εκεί βρήκε τους άνδρες του να δέχονται σφοδρά πυρά, στα οποία απαντούσαν. Στις 3.15 μ.μ. άλλες δύο γιουγκοσλαβικές φάλαγγες κινήθηκαν στη ΝΔ πλαγιά του Κουτσούμπεη, φτάνοντας στα 1.500 μ. μέσα σε ελληνικό έδαφος. Επίσης, εκτός από το Κουτσούμπεη οι εισβολείς επιτέθηκαν στον Σταθμό Διοικήσεως του 3ου Λόχου.
Η μάχη συνεχίστηκε, με Έλληνες και Γιουγκοσλάβους, σε απόσταση μικρότερη των 20 μέτρων μεταξύ τους να χρησιμοποιούν και χειροβομβίδες.
Στις 5.15 μ.μ. έφτασε στην περιοχή ο 1ος Λόχος του 556 ΤΠ που είχε ειδοποιηθεί στο μεταξύ. Ο Λόχος κατέλαβε τα βραχώδη αντερείσματα που βρίσκονταν εκατέρωθεν του αυχένα μεταξύ του Κουτσούμπεη και του υψώματος 2250 νοτιοανατολικά του.
Έτσι εμπόδισε την περικύκλωση του 3ου Λόχου και μάλιστα τον ενίσχυσε με την 3η διμοιρία του. Γύρω στις 5.30 μ.μ. η ομίχλη διαλύθηκε.
Στη μάχη «μπήκε» το ελληνικό Πυροβολικό και οι όλμοι του 556 ΤΠ. Οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν ορμητική αντεπίθεση τρέποντας τους Γιουγκοσλάβους σε φυγή.
Οι άνδρες του ΕΣ που ως τότε νόμιζαν ότι πολεμούσαν με αντάρτες ξαφνικά αντίκρισαν νεκρούς Γιουγκοσλάβους και εγκαταλελειμμένο γιουγκοσλαβικό οπλισμό!
Από τη σύλληψη ενός αιχμαλώτου, στις 8/9 και άλλων δύο την επόμενη μέρα, επιβεβαιώθηκαν όσα αναφέραμε.
Οι Γιουγκοσλάβοι είχαν σημαντικές απώλειες: 17 νεκρούς (ανάμεσά τους 2 αξιωματικούς) και τρεις αιχμαλώτους.
Παράλληλα, στο πεδίο της μάχης άφησαν: τέσσερα οπλοπολυβόλα, επτά υποπολυβόλα, τέσσερα τυφέκια, χειροβομβίδες, ταινίες πολυβόλου και φυσίγγια αντιαρματικού όπλου, όλα σοβιετικής προέλευσης. Η ελληνική πλευρά είχε πέντε τραυματίες και έναν αγνοούμενο.
- Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Μια συνάντηση του Γιουγκοσλάβου επικεφαλής του τομέα, με τον Έλληνα ομόλογό του, δεν είχε αποτέλεσμα.
Έτσι, η 32 ΤΞ ζήτησε να της παραδοθούν τα πειστήρια για τη γιουγκοσλαβική εισβολή, προκειμένου να μην γίνει επιχείρηση αρπαγής τους από τους Γιουγκοσλάβους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Πραγματικά, στην έδρα της 32 ΤΞ μεταφέρθηκαν οι σοροί εννιά ανδρών, τόσοι βρέθηκαν την πρώτη μέρα, δίκοχα, διακριτικά στολών κ.ά. Την επόμενη μέρα βρέθηκαν οι σοροί άλλων οκτώ Γιουγκοσλάβων και ενός άνδρα του ΔΣΕ!
Αυτά έμειναν στη θέση τους για να τα δει η Επιτροπή του Ο.Η.Ε. που είχε κληθεί. Στις 9 Σεπτεμβρίου, το κλιμάκιο του Ο.Η.Ε. εξέτασε τους τρεις αιχμαλώτους, είδε τις σορούς των 9 Γιουγκοσλάβων που είχαν μεταφερθεί στην 32η ΤΞ και τα άλλα πειστήρια.
Στις 10/9, η Επιτροπή επιθεώρησε το πεδίο της μάχης, είδε τους οκτώ νεκρούς Γιουγκοσλάβων και τη σορό του αντάρτη σε ελληνικό έδαφος (στην πυραμίδα 119) και περισύλλεξε γιουγκοσλαβικούς κάλυκες.
- Οι αιχμάλωτοι
Οι τρεις αιχμάλωτοι Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες ήταν οι: Αμπτουλάχ Μπούσανιτς (Μουσουλμάνος Βόσνιος), Φράνιο Τόπλεκ (Κροάτης) και Μίλοραντ Νεσοβάνιτς (Σέρβοι).
Όπως είπαν, ανήκαν στο 1ο Τάγμα, της 42ης Ταξιαρχίας, της 3ης Μεραρχίας. Η δύναμη του Τάγματος ήταν 480 άνδρες. Τα μεσάνυχτα της 7/9, το Τάγμα τους ξεκίνησε από το Μοναστήρι(Μπίτολα) και στις 9.00 π.μ. της 8/9 έφτασε στον Βόρα.
Από εκεί, με επικεφαλής τον 1ο Λόχο κινήθηκαν προς την πυραμίδα 119. Ανεβαίνοντας είδαν αριστερά τους 10 ενόπλους άνδρες και τους ρώτησαν ποιοι είναι. «Έλληνες παρτιζάνοι», τους απάντησαν αυτοί.
Οι Γιουγκοσλάβοι συνέχισαν την πορεία τους, ενώ οι Έλληνες «παρτιζάνοι» παρέμειναν στις θέσεις τους. Οι αιχμάλωτοι ισχυρίστηκαν ότι ένας όλμος τους έριξε τρεις βολές προς το ελληνικό έδαφος (δεν επιβεβαιώθηκε αυτό από τους Έλληνες) και έπειτα κινήθηκαν προς την πυραμίδα 119 αιχμαλωτίζοντας έναν Έλληνα στρατιώτη.
Σε ελληνικό έδαφος οργάνωσαν πρόχειρα θέσεις μάχης και θέσεις όλμων. Τελικά, επέστρεψαν στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, αφού κάλυψαν πρόχειρα, όπως διαπίστωσε και η Επιτροπή του Ο.Η.Ε. τις θέσεις μάχης στο ελληνικό έδαφος.
Ο Λοχαγός Διοικητής τους, τους συγκέντρωσε και τους είπε ότι έπρεπε τώρα να διώξουν τους Έλληνες από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, στο ομώνυμο ύψωμα.
Το Τάγμα ξεκίνησε εκ νέου την πορεία του. Ήταν περίπου 17.00 της 8/9. Κάποια στιγμή, ο Διμοιρίτης της 1ης Διμοιρίας του 3ου Λόχου είπε:
«Δεν βλέπετε, Λοχαγέ, ότι προχωρούμε εντός ελληνικού εδάφους και μάλιστα ανεπτυγμένοι;», για να πάρει την αποστομωτική απάντηση: «Κάνε τη δουλειά σου και προχώρα». Η πορεία συνεχίστηκε και ακολούθησε η μάχη στην οποία αναφερθήκαμε.
- Η «διπλωματική» επίλυση του ζητήματος
Με διαταγή του ΓΕΣ, η 32η ΤΞ επιδίωξε να γίνει συνάντηση με Γιουγκοσλάβο αξιωματικό, στον οποίο θα επέδιδε έγγραφη διαμαρτυρία για το επεισόδιο.
Θα τονιζόταν ότι η Ελλάδα επιδιώκει σχέσης καλής γειτονίας με τη Γιουγκοσλαβία, δεν σκόπευε να εισβάλλει σ’ αυτή, αλλά δεν θα δεχόταν καμία παραβίαση των συνόρων και θα υπερασπιζόταν με κάθε τρόπο το εθνικό της έδαφος.
Δεχόταν επίσης να παραδώσει τις σορούς των νεκρών, αφού όμως πρώτα υπογραφεί σχετικό πρωτόκολλο. Οι Γιουγκοσλάβοι δέχτηκαν, αλλά άρχισαν να κωλυσιεργούν.
Στις 10 Σεπτεμβρίου, στις 17.35, ελληνική αντιπροσωπεία συναντήθηκε με γιουγκοσλαβική στην οριογραμμή. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ταγματάρχης Ιωάννης Δρανδάκης, ενώ οι Γιουγκοσλάβοι που άρχισαν να κατοπτεύουν το ελληνικό έδαφος, για 15’ περίπου, είχαν ως επικεφαλής κατώτερο αξιωματικό της ΚΟΑΣ (Κομμουνιστική Οργάνωση Ασφαλείας Συνόρων) που δήλωσε ότι δεν θα γίνει καμία συζήτηση!
Η ελληνική πλευρά ενημέρωσε τον Ο.Η.Ε. Οι Γιουγκοσλάβοι νεκροί τάφηκαν με πλήρεις στρατιωτικές τιμές, παρουσία διεθνούς αντιπροσωπείας.
Τελικά, η συνάντηση έγινε στις 26/9. Επικεφαλής της ελληνικής πλευράς ήταν ο Ταγματάρχης Δρανδάκης και πάλι και της γιουγκοσλαβικής, ο Ταγματάρχης Όσμιτς.
Οι Γιουγκοσλάβοι ζήτησαν να τους παραδοθούν οι σοροί των νεκρών. Στις 27/9 οι δύο αντιπροσωπείες κατέληξαν σε συμφωνία, με βάση την οποία οι Έλληνες θα παρέδιδαν τις σορούς των Γιουγκοσλάβων.
Θα γινόταν και ανταλλαγή αιχμαλώτων. Δημιουργήθηκε αδιέξοδο, όταν οι Γιουγκοσλάβοι επέμεναν στο πρωτόκολλο που θα υπογραφόταν να υπάρχει η αναφορά ότι τα τμήματά τους «εισήλθαν κατά λάθος στο ελληνικό έδαφος».
Η Ελλάδα δεν δέχτηκε. Τελικά, υπογράφτηκαν δύο πρωτόκολλα. Στο τέλος του δικού τους, οι Γιουγκοσλάβοι έγραψαν: «Θάνατος στον φασισμό, λευτεριά στον λαό». Η ανταλλαγή των αιχμαλώτων έγινε την 1/10/1948 στο φυλάκιο Ειδομένης.
Παραδόθηκαν οι τρεις Γιουγκοσλάβοι αιχμάλωτοι και στην Ελλάδα δόθηκαν ο Ανθυπολοχαγός Πετρίτσης, που είχε συλληφθεί στην Ειδομένη στις 24/1/1948, όταν έχασε τον προσανατολισμό του και μπήκε σε γιουγκοσλαβικό έδαφος και ο στρατιώτης Μωυσιάδης.
Ο Πετρίτσης ήταν σε άθλια κατάσταση, αποσκελετωμένος και δεν μπορούσε, λόγω της ασιτίας, όχι να περπατήσει, αλλά ούτε καν να σταθεί στα πόδια του. Αντίθετα ο Μωυσιάδης ήταν σε καλύτερη κατάσταση.
- Επίλογος
Οι Γιουγκοσλάβοι οδηγήθηκαν σε αυτή την κίνηση, για να διευκολύνουν τους άνδρες του ΔΣΕ να περνούν εκ νέου σε ελληνικό έδαφος από το γιουγκοσλαβικό, αλλά και να κατηγορήσουν την Ελλάδα ότι προσπαθεί να εξάγει τον πόλεμο στη φιλήσυχη Γιουγκοσλαβία.
Πραγματικά, μετά το συγκεκριμένο γεγονός, ο Βόρας έγινε πάλι πέρασμα για τους αντάρτες.
Ο Τίτο φοβόταν επίθεση από γειτονικές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, αλλά και τις Η.Π.Α. ή τη Μ. Βρετανία, τουλάχιστον την πρώτη περίοδο της ρήξης του με τον Στάλιν.
Αυτό προκύπτει και από τις συνομιλίες που είχαν με τον Στάλιν στο Κρεμλίνο στις 10/2/1948 ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Δημητρόφ και οι Γιουγκοσλάβοι υπουργοί Τζίλας και Καρβέλι.
Σ’ αυτή τη συνάντησή τους, ο Στάλιν έκανε την περίφημη δήλωση, ότι το ελληνικό αντάρτικο πρέπει να σταματήσει ή να έστω αναδιπλωθεί όπως υποστηρίζουν μεταγενέστερες εκδοχές.
Αυτό ενόχλησε Γιουγκοσλάβους και Βούλγαρους, που προσδοκούσαν κέρδη από τον ελληνικό εμφύλιο. Ο Τίτο το καλοκαίρι του 1948 ήρθε σε ρήξη με τον Στάλιν, αλλά ακόμα στην πράξη, δεν είχε αποκοπεί τελείως από την ΕΣΣΔ και είχε την ελπίδα ότι ο ελληνικός εμφύλιος θα συνεχιστεί, για να αποκομίσει κέρδη.
Η μάχη στο Κουτσούμπεη συνέπεσε με τη λήξη της επιχείρησης «Κορωνίς» του ΕΣ και την ανακατάληψη του Γράμμου.
Πηγή: Αντώνιος Παπαδάκος, «1948 Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΟΥΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΒΟΡΑΣ», Περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Τ. 192, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2013, ΓΝΩΜΩΝ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.
Συνοπτικά
- - Η μάχη στο όρος Βόρας στις 8 Σεπτεμβρίου 1948 αποτέλεσε σοβαρό μεθοριακό επεισόδιο μεταξύ Ελληνικού και Γιουγκοσλαβικού στρατού κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.
- - Η σύγκρουση προκλήθηκε από την απρόσμενη είσοδο γιουγκοσλαβικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος, με αποτέλεσμα την αντεπίθεση των Ελλήνων που αρχικά νόμιζαν ότι αντιμετώπιζαν αντάρτες.
- - Το επεισόδιο επέφερε διπλωματικές εντάσεις με την Ελλάδα να καταγγέλλει την παραβίαση των συνόρων της και οδήγησε σε διεθνή προσοχή μέσω της παρέμβασης του Ο.Η.Ε.
- - Οι Γιουγκοσλάβοι επιδίωκαν να διευκολύνουν τις κινήσεις των ανταρτών του ΔΣΕ, ενώ η σύγκρουση συνέπεσε με την επιχείρηση «Κορωνίς» και την ανακατάληψη του Γράμμου από τον Ελληνικό Στρατό.