Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο συνέβη σαν σήμερα πριν από 51 χρόνια.
Ο Ελληνισμός γνώρισε μια βαριά στρατιωτική και πολιτική ήττα.
Ωστόσο, μέσα σε αυτή τη σκοτεινή συγκυρία, υπήρξαν μορφές ηρωισμού και αυταπάρνησης που θάφτηκαν κάτω από τη σκόνη της λήθης. Μία από αυτές είναι ο καταδρομέας Μανώλης Μπικάκης.
Γεννημένος το 1954 στο χωριό Αμύγδαλο Ηρακλείου, ο Μ.Μπικάκης υπηρέτησε στην Α’ Μοίρα Αλεξιπτωτιστών στο Μάλεμε.
Τον Ιούλιο του 1974, η μονάδα του επιβιβάστηκε στα Noratlas, τα επονομαζόμενα «ιπτάμενα φέρετρα», για μια από τις πιο ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις του πολέμου. Καθώς τα μεταγωγικά αεροσκάφη πλησίαζαν χαμηλά το αεροδρόμιο Λευκωσίας, δέχθηκαν πυρά τόσο από τουρκικές όσο και από ελληνοκυπριακές δυνάμεις που τα μπέρδεψαν για εχθρικά, αφού δεν είχαν ενημερωθεί από το ΓΕΕΘΑ για τη μυστική αυτή αποστολή. Ένα από αυτά καταρρίφθηκε από φίλια πυρά, με μόνο έναν επιζώντα, τον Θανάση Ζαφειρίου.
Ο Μπικάκης και οι υπόλοιποι καταδρομείς έφτασαν στην Κύπρο, και ο ίδιος βρέθηκε τοποθετημένος στην περιοχή του Αγίου Δομετίου, στα δυτικά της Λευκωσίας, για να υπερασπιστεί έναν άγνωστο λόφο.
Εκεί, στο χάος των συγκρούσεων, αποκόπηκε από τη μονάδα του και βρέθηκε μόνος, έχοντας στη διάθεσή του ένα πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως (ΠΑΟ) και οκτώ βλήματα. Μαζί του ήταν μόνο ένας ακόμα καταδρομέας από την Κρήτη.
Μέσα στη σύγχυση των μαχών και υπό βροχή πυρών από όλμους, πολυβόλα και βόμβες, οι δύο άνδρες χάθηκαν και μεταξύ τους, θεωρώντας ο ένας τον άλλον νεκρό.
Όμως ο Μ.Μπικάκης δεν εγκατέλειψε τη θέση του. Αντίκρισε μπροστά του μια ίλη τουρκικών αρμάτων Μ48 να πλησιάζει, ακολουθούμενη από ένα τάγμα πεζικού. Περίμενε υπομονετικά, και όταν ήρθαν σε απόσταση βολής, χτύπησε με ακρίβεια το πρώτο άρμα. Η έκρηξη προκάλεσε πανικό, με το πλήρωμα να διαφεύγει τρομοκρατημένο.
Καθώς η θέση του αποκαλύφθηκε, ο Μπικάκης άλλαξε σημείο, κουβαλώντας μόνος του το βαρύ ΠΑΟ και τα υπόλοιπα βλήματα. Από τη νέα του θέση κατέστρεψε και δεύτερο άρμα, με το πλήρωμα του να μην επιβιώνει.
Η στοχευμένη του δράση έφερε αναστάτωση στην τουρκική φάλαγγα, με δύο ακόμα άρματα να αλλάζουν πορεία. Ο Μπικάκης συνέχισε, καταστρέφοντας συνολικά έξι άρματα. Τέλος, όταν είδε τους Τούρκους στρατιώτες να κρύβονται σε ένα κτίριο, στόχευσε και εξαπέλυσε τα δύο τελευταία του βλήματα, προκαλώντας πλήγμα στο τάγμα πεζικού που είχε οχυρωθεί εκεί. Ο αριθμός των θυμάτων δεν είναι γνωστός, αλλά η τουρκική επίθεση είχε αποτραπεί.
Επί τρεις ημέρες, ο νεαρός καταδρομέας περιπλανήθηκε μόνος του στην περιοχή, έχοντας μαζί του μόνο ένα πολυβόλο, ώσπου κατάφερε να επανενωθεί με τη μονάδα του.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, εργάστηκε ως οικοδόμος, παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά. Παρά την αναφορά του διοικητή του για παρασημοφόρηση, το ελληνικό κράτος δεν τον τίμησε όσο ζούσε. Δεν ζήτησε ποτέ δόξα ή αναγνώριση. «Έφυγε» από τη ζωή άδοξα το 1994 σε τροχαίο στην Κόρινθο, αφήνοντας πίσω του μια ηρωική πράξη ξεχασμένη και μια οικογένεια που τον θρήνησε αθόρυβα.