Στις 29 Μαΐου 1999, ο 25χρονος Αλβανός Φλαμούρ Πίστι κρατάει εννέα επιβάτες σε λεωφορείο του ΚΤΕΛ Χαλκιδικής, απειλώντας τους με χειροβομβίδα και απαιτώντας 50 εκατομμύρια δραχμές για να διαφύγει στην Αλβανία.
Η Ελληνική Αστυνομία, υπό την πίεση του κινδύνου για τις ζωές των ομήρων, επιτρέπει στον Πίστι να φτάσει στην Κρυσταλλοπηγή, όπου τελικά συλλαμβάνεται από τις αλβανικές δυνάμεις και πέφτει νεκρός, μαζί με τον 28χρονο όμηρο Γιώργο Κουλούρη.
Η τραγική κατάληξη του περιστατικού προκαλεί σοβαρές αντιδράσεις στην Ελλάδα, με την κοινή γνώμη να καταγγέλλει την αστυνομία για την διαχείριση της κρίσης, ενώ η υπόθεση αναδεικνύει τις προκλήσεις στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και την αστυνομική πολιτική της εποχής.
Πιο αναλυτικά
Σαν σήμερα 29 Μαΐου του 1999, ο 25χρονος Αλβανός Φλαμούρ Πίστι καταλαμβάνει λεωφορείο του ΚΤΕΛ Χαλκιδικής στο Κάτω Σχολάρι Θεσσαλονίκης, κρατώντας εννέα επιβάτες υπό την απειλή χειροβομβίδας.
Το αίτημά του: 50 εκατομμύρια δραχμές και διαφυγή στην Αλβανία. Ένα αδιανόητο σενάριο για την εποχή, που όμως εξελίχθηκε σε πραγματική τραγωδία.
«Με λένε Φλαμούρ, δεν είμαι εγκληματίας, με αδίκησαν», φώναζε στους δημοσιογράφους και στις κάμερες την ώρα που οδηγούσε ο ίδιος το λεωφορείο με προορισμό τα σύνορα.
Η ΕΛ.ΑΣ., υπό την πίεση του κινδύνου για τις ζωές των ομήρων, επιλέγει να μην επέμβει. Του επιτρέπει να φτάσει μέχρι την Κρυσταλλοπηγή και από εκεί να περάσει στην Αλβανία.
Η απόφαση αυτή θα προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις.
Λίγες ώρες μετά, στο Ελμπασάν, ο Πίστι πέφτει σε μπλόκο των αλβανικών ειδικών δυνάμεων. Οι πυροβολισμοί είναι άμεσοι και αδιαπραγμάτευτοι.
Ο ίδιος πέφτει νεκρός. Μαζί του, όμως, χάνει τη ζωή του και ο 28χρονος όμηρος Γιώργος Κουλούρης, αστυνομικός που επέβαινε στο λεωφορείο ως επιβάτης και βρέθηκε τυχαία στη δίνη της υπόθεσης. Άλλοι όμηροι τραυματίζονται, μεταξύ των οποίων και δημοσιογράφοι που είχαν ακολουθήσει την πορεία.
Η αντίδραση στην Ελλάδα είναι θυελλώδης. Μέσα σε λίγες ώρες, η υπόθεση μετατρέπεται από αστυνομικό θρίλερ σε μείζον πολιτικό ζήτημα.
Η κοινή γνώμη σοκάρεται όχι μόνο από την τραγική κατάληξη, αλλά και από τον χειρισμό της ΕΛ.ΑΣ., που επέτρεψε τη φυγή του δράστη στο εξωτερικό.
Μέσα ενημέρωσης, πολιτικά κόμματα και πολίτες καταγγέλλουν ότι η αστυνομία «παρέδωσε τους ομήρους σε μια ξένη χώρα».
Στο στόχαστρο μπαίνει και η αλβανική αστυνομία, για τη βίαιη και απρόβλεπτη επέμβασή της, που δεν εξασφάλισε την ασφάλεια των ομήρων.
Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, καλείται να απαντήσει σε σκληρές ερωτήσεις, ενώ οι εικόνες από το λεωφορείο με τα σπασμένα τζάμια και τους αιμόφυρτους ομήρους κάνουν τον γύρο του κόσμου.
Η υπόθεση Φλαμούρ Πίστι δεν ήταν απλώς ένα ακραίο περιστατικό εγκληματικότητας. Ήταν το αποκορύφωμα μιας ταραγμένης περιόδου για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, την ενσωμάτωση των μεταναστών και την αστυνομική διαχείριση κρίσεων. Έφερε στην επιφάνεια φόβους, προκαταλήψεις αλλά και δομικές αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού.
Πολλοί την θυμούνται ακόμη και σήμερα ως μία από τις πιο δραματικές στιγμές της δεκαετίας του ’90 στην Ελλάδα.