Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, πρώην υπουργός Εξωτερικών και επίτροπος της Ελλάδας στην Ε.Ε., εκφράζει ανησυχία για την απουσία της Ελλάδας από κρίσιμες διεργασίες στη Μεσόγειο, όπως η πρόσφατη συνάντηση Ερντογάν, Μελόνι και Ντμπέιμπα στην Κωνσταντινούπολη. Καταλογίζει ευθύνες στην ελληνική στρατηγική, που χαρακτηρίζεται από φοβικά σύνδρομα και αποσπασματικές κινήσεις, και προειδοποιεί ότι η εμμονή να βλέπουμε την Τουρκία αποκλειστικά ως απειλή επιβαρύνει τη διεθνή θέση της χώρας. Ο Αβραμόπουλος καλεί την Ελλάδα να εγκαταλείψει την πολιτική αδράνειας και να υιοθετήσει μια νέα στρατηγική βασισμένη στον ρεαλισμό και την εξωστρέφεια, ώστε να συμμετέχει ενεργά στις εξελίξεις που καθορίζουν το μέλλον της περιοχής.
Πιο αναλυτικά
«Αιχμές» για την απουσία της Ελλάδας από κρίσιμες διεργασίες στη Μεσόγειο και επικρίσεις για τη στρατηγική αδράνεια της Αθήνας, διατυπώνει σε άρθρο του στο kreport ο Δημήτρης Αβραμόπουλος.
Ο βουλευτής της ΝΔ, πρώην υπουργός Εξωτερικών και επίτροπος της Ελλάδας στην Ε.Ε., κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την απουσία της χώρας από τις κρίσιμες διεργασίες στη Μεσόγειο. Με αφορμή τη «συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη ανάμεσα στον Τούρκο πρόεδρο, την Ιταλίδα πρωθυπουργό και τον επικεφαλής της κυβέρνησης της δυτικής Λιβύης», ο κ. Αβραμόπουλος επισημαίνει ότι «η Ελλάδα απουσίαζε μια ακόμη φορά, επιβεβαιώνοντας τον κίνδυνο να μείνει θεατής σε αποφάσεις που την αφορούν άμεσα».
Καταλογίζει ευθύνες για έναν «εγκλωβισμό σε φοβικά σύνδρομα και αποσπασματικές κινήσεις», ενώ κάνει λόγο για εμμονές που οδηγούν σε απομόνωση: «Η εμμονή μας να βλέπουμε την Τουρκία αποκλειστικά ως απειλή έχει ήδη επιβαρύνει όχι μόνο τη διεθνή θέση της χώρας αλλά και την ψυχολογία των Ελλήνων πολιτών».
Προειδοποιεί, ακόμη, ότι «η Ελλάδα παραμένει θεατής, απούσα από τις κρίσιμες διεργασίες που καθορίζουν το μέλλον της περιοχής» και καλεί την Αθήνα να εγκαταλείψει «την πολιτική αδράνειας και εμμονές», προτείνοντας μια νέα στρατηγική βασισμένη στον ρεαλισμό και την εξωστρέφεια.
Αναλυτικά το άρθρο του Δημήτρη Αβραμόπουλου:
«Η πρόσφατη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη ανάμεσα στον Τούρκο πρόεδρο, την Ιταλίδα πρωθυπουργό και τον επικεφαλής της κυβέρνησης της δυτικής Λιβύης, ανέδειξε το μεταναστευτικό ως κορυφαίο ζήτημα για τη Μεσόγειο. Ενώ οι τρεις πλευρές επιδιώκουν να οικοδομήσουν συνεργασίες με στρατηγική προοπτική, η Ελλάδα απουσίαζε μια ακόμη φορά, επιβεβαιώνοντας τον κίνδυνο να μείνει θεατής σε αποφάσεις που την αφορούν άμεσα.
Ο αποκλεισμός της Ελλάδας δεν είναι τυχαίος. Έχει τις ρίζες του σε δύο κύριες αιτίες.
Η πρώτη είναι η εμμονή σε μια αντίληψη για το ρόλο της Τουρκίας, όπου κυριαρχεί η αίσθηση της απειλής και του φόβου. Είναι αλήθεια ότι η τουρκική πολιτική συνιστά ένα μόνιμο ζήτημα ασφάλειας για την Ελλάδα, όχι όμως απειλής που να δικαιολογεί την καλλιέργεια φόβου. Η εμμονή μας να βλέπουμε την Τουρκία αποκλειστικά ως απειλή έχει ήδη επιβαρύνει όχι μόνο τη διεθνή θέση της χώρας αλλά και την ψυχολογία των Ελλήνων πολιτών.
Η αίσθηση φόβου που κυριαρχεί στο πολιτικό μας σύστημα έχει στερήσει από την Αθήνα τη δυνατότητα να διαμορφώσει πιο σύνθετους χειρισμούς, που θα μπορούσαν να ανοίξουν δρόμους συνεργασίας σε τομείς όπου υπάρχουν κοινά συμφέροντα, όπως η ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλεια και η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών πεδίο συνάντησης και όχι αντιπαράθεσης. Η Ελλάδα, εγκλωβισμένη στις διμερείς της διαφορές, αυτοπεριορίζεται και αφήνει άλλους να καθορίζουν τις εξελίξεις.
Η δεύτερη αιτία εντοπίζεται στην επιλογή από το 2019 να στηριχθεί ένας αμφιλεγόμενος και μη νόμιμος πολέμαρχος της Ανατολικής Λιβύης, ο Χαφτάρ. Η επιλογή αυτή έθεσε τη χώρα μας ανεξήγητα και απέναντι στην πολιτική γραμμή της Ευρώπης, εξαρχής στη λάθος πλευρά, με αποτέλεσμα να εξαιρεθεί από όλα τα σημαντικά διεθνή φόρα για τη Λιβύη, από το Βερολίνο μέχρι σήμερα.
Η Ιταλία με την Τζόρτζια Μελόνι στο τιμόνι, δίνει απόλυτη προτεραιότητα στα συμφέροντα της χώρας της, επιδιώκοντας συνεργασίες που προσφέρουν απτά αποτελέσματα. Η Τουρκία, αξιοποιώντας τη στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ της, αναδεικνύεται σε συνομιλητή για την Ευρώπη και τον αραβικό κόσμο. Η Ελλάδα, αντιθέτως, παραμένει εγκλωβισμένη σε φοβικά σύνδρομα και αποσπασματικές κινήσεις, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί από το περιθώριο .
Άλλωστε, δεν έχει περάσει καιρός από το 2021, όταν ο τότε Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι αποκάλεσε τον Ερντογάν «δικτάτορα», προκαλώντας διπλωματική κρίση. Ήταν η στιγμή του ανταγωνισμού Ιταλίας – Τουρκίας για τη Λιβύη. Σήμερα, όπως σημειώνει ο Ιταλός αναλυτής Μάρκο Ανσάλντο, ευρωπαϊκές χώρες που επί χρόνια είχαν γυρίσει την πλάτη στην Άγκυρα συνεργάζονται μαζί της.
Η Τουρκία, δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη του ΝΑΤΟ μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει ενισχύσει το κύρος της μέσω της παραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται σε σημείο αναφοράς για τις εξαγωγές όπλων.
Η στροφή αυτή δεν αφορά μόνο την αμυντική βιομηχανία· αντανακλά μια ευρύτερη ευρωπαϊκή αναγνώριση ότι χωρίς την Τουρκία δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική στρατηγική στη Μεσόγειο, είτε για την ασφάλεια, είτε για τη μετανάστευση, είτε για την ενέργεια.
Κι ενώ η Άγκυρα κεφαλαιοποιεί αυτή τη νέα πραγματικότητα, η Ελλάδα παραμένει θεατής, απούσα από τις κρίσιμες διεργασίες που καθορίζουν το μέλλον της περιοχής. Η χώρα μας δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται με πολιτική αδράνειας και εμμονές που οδηγούν σε απομόνωση. Αντί να εγκλωβίζεται στο φόβο, οφείλει να χαράξει μια νέα στρατηγική, βασισμένη στο ρεαλισμό, την εξωστρέφεια και τη συμμετοχή σε πρωτοβουλίες που καθορίζουν τις ισορροπίες στη Μεσόγειο. Διαφορετικά, θα παραμείνουμε απλοί θεατές, την ώρα που οι γείτονες και οι εταίροι μας αναδιατάσσουν τον χάρτη της περιοχής».
Συνοπτικά
- Ο Δημήτρης Αβραμόπουλος εκφράζει ανησυχία για την απουσία της Ελλάδας από σημαντικές διεργασίες στη Μεσόγειο, όπως η συνάντηση Ερντογάν, Μελόνι και Ντμπέιμπα.
- Καταλογίζει ευθύνες στην ελληνική στρατηγική, που χαρακτηρίζεται από φοβικά σύνδρομα και αποσπασματικές κινήσεις, επιβαρύνοντας τη διεθνή θέση της χώρας.
- Καλεί την Ελλάδα να εγκαταλείψει την πολιτική αδράνειας και να υιοθετήσει μια νέα στρατηγική βασισμένη στον ρεαλισμό και την εξωστρέφεια.
- Επισημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να συμμετέχει ενεργά στις εξελίξεις που καθορίζουν το μέλλον της περιοχής για να μην παραμένει θεατής.