Ο Νίκος Ανδρουλάκης, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ–ΚΙΝΑΛ, κατά την ομιλία του στο 6ο Διεθνές Συνέδριο, τόνισε την ανάγκη για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές ανισότητες και η ακρίβεια που έχει γίνει ενδημικό φαινόμενο στην Ελλάδα.
Αναφέρθηκε στην παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα και τις γεωπολιτικές προκλήσεις, προειδοποιώντας για τις συνέπειες των εμπορικών πολέμων και της ανισορροπίας στις διεθνείς σχέσεις.
Ο Ανδρουλάκης υπογράμμισε τη σημασία της ενίσχυσης της Ευρώπης και της συνεργασίας για την αντιμετώπιση των προκλήσεων, ενώ παρουσίασε προτάσεις για θεσμικές παρεμβάσεις που θα επιφέρουν κανόνες στην αγορά και θα προστατεύσουν τους καταναλωτές από την κερδοσκοπία των πολυεθνικών.
Πιο αναλυτικά
«Η ανθρωπότητα σήμερα βιώνει μια από τις πιο ρευστές συγκυρίες των τελευταίων δεκαετιών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας παλιός κόσμος τελειώνει – και ένας νέος δεν έχει ακόμα σχηματιστεί πλήρως. Σημαντικές οικονομίες, όπως η Κίνα και η Ινδία, αναζητούν νέο ρόλο για το εκτόπισμά τους. Κράτη που ήταν στο περιθώριο, εμφανίζονται πλέον ως αυτόνομοι παίκτες, διεκδικώντας λόγο στις παγκόσμιες αποφάσεις» τόνισε ο Νίκος Ανδρουλάκης κατά την ομιλία του στο 6ο Διεθνές Συνέδριο που διοργανώνει το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδας με τίτλο: «The world in a new synthesis».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ τόνισε ότι «η σημερινή γεωπολιτική δυναμική δεν εξαντλείται πλέον στο δίπολο «Ανατολή – Δύση». Τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Γι’ αυτό, και κυριαρχεί η αβεβαιότητα. Το παρατηρούμε τόσο στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις όσο και στη διαχείριση του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και στην κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Παρόμοια αβεβαιότητα υπάρχει και στο εσωτερικό των ΗΠΑ: στις σχέσεις του Προέδρου Τραμπ με το Κογκρέσο, το Ανώτατο Δικαστήριο και την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα.
Όλα τα παραπάνω συμβάλλουν στην επιδείνωση των προοπτικών της παγκόσμια οικονομίας. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το παγκόσμιο κρατικό χρέος θα φτάσει σχεδόν στο 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Αιτία; η επιβράδυνση της ανάπτυξης και το κόστος των νέων εμπορικών συγκρούσεων. Ο κίνδυνος είναι ήδη ορατός: τα οικονομικά αδιέξοδα μετατρέπονται σε αδιέξοδα των πολιτικών μας συστημάτων– αλλά και το αντίστροφο. Για τον προοδευτικό κόσμο, ο αγώνας που έχουμε χρέος να δώσουμε είναι εξαιρετικά κρίσιμος: Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να γίνουν αιτία διεθνών συγκρούσεων τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα που υπάρχουν στο εσωτερικό των κοινωνιών μας. Και μιλώ ιδιαίτερα για τις δυτικές κοινωνίες».
Όπως είπε ο κ. Ανδρουλάκης χρειάζεται:
- Να προχωρήσουμε σε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, τη δίκαιη προσαρμογή στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση αλλά και στις ραγδαίες τεχνολογικές μεταβολές.
- Να εμπνεύσουμε ένα ισχυρό αίσθημα συλλογικής ανθεκτικότητας και ασφάλειας, ευημερίας που θα δώσει προοπτική στους λαούς μας. Με κοινωνική δικαιοσύνη, σεβασμό στο κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και πάνω απ’ όλα με μια νέα ισχυρή εμπιστοσύνη στους δημοκρατικού θεσμούς.
- Να αγωνιστούμε για μια αυτοδύναμη Ευρώπη, για μια νέα Σύνθεση σε παγκόσμιο επίπεδο, με αμοιβαία οφέλη για την ανθρωπότητα. Στη βάση πάντα του διεθνούς δικαίου και των δημοκρατικών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι «ο εμπορικός πόλεμος που ξεκίνησε κυρίως μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτείων και της Κίνας δεν είναι απλώς μια οικονομική διαμάχη. Αντιθέτως, έχει βαθιές πολιτικές ρίζες.
Γι’ αυτό και τα προστατευτικά μέτρα συνιστούν εκδήλωση πολιτικής αμηχανίας μπροστά στις χρόνιες ανισορροπίες που υπάρχουν στο εσωτερικό των μεγαλύτερων οικονομιών κυρίως, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου γιγαντώθηκαν, και επηρεάζουν αρνητικά την παγκόσμια οικονομία. Οι χώρες με ισχυρά πλεονασματικά ισοζύγια όπως η Κίνα, επωφελήθηκαν από τις μαζικές εξαγωγές αγαθών και κεφαλαίων. Από την άλλη, όμως, οι ΗΠΑ απολάμβαναν το ιδιαίτερο προνόμιο να χρηματοδοτούν απρόσκοπτα τα επίμονα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, χωρίς όμως να χάνουν την αξιοπιστία τους. Αποτέλεσμα της παραπάνω ανισορροπίας; Οι σωρευμένες ευπάθειες στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα» και συνέχισε λέγοντας:
«Αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω και πιο αναλυτικά στη μεγάλη εικόνα:
Επί δεκαετίες, οι ΗΠΑ εκμεταλλεύονταν το οικονομικό και γεωπολιτικό τους πλεονέκτημα: το πλεονέκτημα του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Στην πράξη, κατάφερναν να δανείζονται με χαμηλό κόστος, επειδή υπήρχε διαρκής παγκόσμια ζήτηση για δολάρια και το ισοζύγιο πληρωμών τους να είναι ελλειμματικό, χωρίς να δημιουργείται πίεση στο νόμισμά τους, καθώς ο υπόλοιπος κόσμος αγόραζε αμερικανικά ομόλογα, συχνά για λόγους σταθερότητας. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, το 2009-10 όταν η Κίνα εν μέσω παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης στήριξε το δολάριο, αυξάνοντας δραστικά τα συναλλαγματικά της αποθέματα. Οι ΗΠΑ ανέπτυξαν ένα μοναδικό εύρος και βάθος στις κεφαλαιαγορές τους, χάρη στην απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και στη συγκρότηση πανίσχυρων μονοπωλίων στην τεχνολογία και σε άλλους τομείς.
Μπορούσαν έτσι, να απορροφούν την ακόρεστη δίψα της παγκόσμιας οικονομίας για δολάρια. Οι πολιτικές επιπτώσεις όμως από αυτό το σαθρό οικοδόμημα ήταν εξαιρετικά σοβαρές:
Η έμφαση στον χρηματοπιστωτικό τομέα αποδυνάμωσε τη μεταποίηση και τη βιομηχανία. Και μιλώ πάντοτε για τις ΗΠΑ. Εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας χάθηκαν.
Συνέβαλε επίσης, σε μια μορφή «ιδιωτικοποιημένου κεϋνσιανισμού», θα έλεγα, στην αμερικανική κοινωνία. Δηλαδή, τα μεσαία και πιο ευάλωτα στρώματα όλο και περισσότερο βασίζονταν στην πρόσβαση στον εύκολο τραπεζικό δανεισμό -και όχι σε ένα ισχυρό δημόσιο κοινωνικό κράτος- ένα ισχυρό κοινωνικό μοντέλο όπως στην Ευρώπη. Εκεί επένδυσαν, στον ιδιωτικό τομέα και στον φθηνό δανεισμό για να σπουδάσουν, να αγοράσουν σπίτι, να καλύψουν τις ασφαλιστικές τους ανάγκες.
Με αυτό τον τρόπο, ο χρηματοοικονομικός πλούτος απέκτησε τεράστια προνόμια. Οι κάτοχοί του απολάμβαναν σημαντικά υψηλότερες αποδόσεις από τον κόσμο της εργασίας, με αποτέλεσμα τη δραστική αύξηση των ανισοτήτων.
Από την άλλη πλευρά, η Κίνα κατά βάση -και σε έναν μικρότερο βαθμό, θα έλεγα, η Ευρώπη – διατηρούσαν και εξακολουθούν να διατηρούν μεγάλα πλεονάσματα, πάντα συγκριτικά με τις ΗΠΑ. H κινεζική οικονομία αποταμίευε το μισό περίπου εισόδημά της έως πριν από λίγα χρόνια, αλλά επένδυε στην εσωτερική της αγορά ένα μικρό μόνο ποσοστό.
Η συμπίεση της εσωτερικής ζήτησης οφειλόταν τόσο σε πολιτικούς όσο και κοινωνικούς λόγους: στην άνιση διανομή του εισοδήματος, την απουσία κοινωνικού κράτους, την αποδυνάμωση της κατανάλωσης. Παράλληλα, η μαζική αγορά αμερικανικού χρέους στόχευε στην υπερτίμηση του αμερικανικού νομίσματος, με σκοπό τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων.
Τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω της ατελούς οικονομικής και πολιτικής της ολοκλήρωσης -και σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας την περασμένη δεκαετία- δεν προχώρησε ποτέ στις αναγκαίες πρωτοβουλίες για την περαιτέρω θωράκιση της εσωτερικής της αγοράς. Η Ευρώπη διατηρεί μεν πλεονάσματα σε σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά είναι εξαρτημένη αμυντικά, παραγωγικά και ενεργειακά από τρίτες χώρες, με αποτέλεσμα μια υψηλή ευαλωτότητα.
Σήμερα, το καπάκι της χύτρας που έβραζε επί δεκαετίες εκτινάσσεται. Η στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ, να υψώνει δασμολογικά τείχη, για να κάνει δήθεν έτσι «την Αμερική ξανά μεγάλη», είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Ούτε η μοιρολατρία ούτε οι απλουστεύσεις μπορούν να δώσουν σοβαρή διέξοδο σε αυτά τα γιγαντιαία προβλήματα».
Ο κ. Ανδρουλάκης επεσήμανε ότι «παρά το γκρίζο τοπίο, υπάρχει αχτίδα αισιοδοξίας. Ποια είναι αυτή;
Στο μέτρο που οι ανισορροπίες στο εσωτερικό των μεγαλύτερων οικονομιών συνιστούν τη βαθύτερη κρίση, τα βαθύτερα αίτια για τους εμπορικούς πολέμους, το αισιόδοξο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι λύσεις πρέπει να βρεθούν στην εσωτερική αναδιανομή ‒όχι στη διεθνή σύγκρουση, όπως επιλέγουν κάποιοι σήμερα. Αυτό είναι και το μείζον πολιτικό διακύβευμα του δυτικού κόσμου, είναι το μείζον πολιτικό διακύβευμα των καιρών μας, για το οποίο αξίζουν να αγωνιστούν οι προοδευτικές δυνάμεις που κοιτούν μακριά. Τι μπορεί να γίνει;
Σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπως ο σημερινός, έχουμε ανάγκη περισσότερη συνεργασία και αμοιβαία κατανόηση. Αυτό σημαίνει να ενισχύσουμε τους διεθνείς οργανισμούς που επινόησε η ανθρωπότητα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όχι να τους υπονομεύσουμε, όπως κάνουν ισχυρά κράτη τα τελευταία χρόνια. Επίσης, η Κίνα χρειάζεται να ενισχύσει τα χαμηλά επίπεδα εσωτερικής κατανάλωσης, παράλληλα με τη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους που δεν θα αναγκάζει τους πολίτες να σωρεύουν μεγάλα αποθέματα καταθέσεων για προληπτικούς λόγους. Αυτό βέβαια συνεπάγεται καλύτερους μισθούς, διεύρυνση της μεσαίας τάξης και περαιτέρω βήματα εκδημοκρατισμού.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ χρειάζεται να μειώσουν τα τεράστια ελλείμματα αλλά και την ισχύ του χρηματοπιστωτικού τομέα. Να βρεθεί μια νέα ισορροπία στο εσωτερικό της. Αυτό συνεπάγεται πολιτικές αναδιανομής υπέρ του κόσμου της εργασίας και εις βάρος των ισχυρών, των κατόχων του μεγάλου χρηματοοικονομικού πλούτου.
Η μείωση των ανισοτήτων άλλωστε, θα προσφέρει και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα:
Καθώς η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης θα εξαρτάται σε μικρότερο βαθμό από τον εύκολο τραπεζικό δανεισμό -ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, ήταν ο λόγος της «φούσκας» τότε με τη Lehman Brothers στα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια-, και περισσότερο στην κοινωνία. Άρα, θα είναι και οι ΗΠΑ λιγότερο ευάλωτες στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις.
Τέλος, η Ευρώπη. Οι σημερινές προκλήσεις, αν αξιοποιηθούν με τον κατάλληλο τρόπο από τις ηγεσίες. Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, οφείλω όμως να είμαι αισιόδοξος. Πρέπει όλα αυτά που συμβαίνουν να είναι ένα νέο κάλεσμα αφύπνισης για συντονισμένη και συλλογική δράση. Όλοι μαζί μπορούμε να πετύχουμε περισσότερα απ’ ό,τι κάθε κράτος μόνο του. Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης. Εμείς οραματιζόμαστε, και μιλώ ως Σοσιαλδημοκράτης, μια Ευρώπη με στρατηγική αυτονομία, ενισχυμένη σε κάθε τομέα: Στην οικονομία, την ανταγωνιστικότητα, στις κρίσιμες πρώτες ύλες, στην τεχνολογία, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική.
Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι πιο εποικοδομητικό για την Ευρώπη να μην ασχολείται μόνο με τους δασμούς του Τραμπ – πρέπει να ασχοληθούμε, αλλά όχι μόνο με αυτούς, να μην είναι δηλαδή ένα άλλοθι εν τέλει – αλλά και με τις δικές μας ανεπάρκειες.
Όπως το έχει θέσει και ο Μάριο Ντράγκι, η ενιαία αγορά δεν είναι τόσο ενιαία όσο νομίζουμε. Ισχύουν υψηλοί εσωτερικοί περιορισμοί στο εμπόριο και στις υπηρεσίες, ενώ δεν είναι ενιαία ούτε η ενεργειακή αγορά – κρίσιμο στοιχείο – ούτε η κεφαλαιαγορά. Κρίσιμη παράμετρος για την ενίσχυση της Ένωσης είναι η διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσουν και οι 27 χώρες σε αυτό. Ας ξεκινήσουμε όσοι θέλουμε και μπορούμε. Απαιτούνται όμως γρήγορα και αποφασιστικά βήματα.
Ποια είναι αυτά:
- Η ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες δεν πρέπει να μετατραπεί σε «ρήτρα αποφυγής» για περαιτέρω βήματα οικονομικής ενοποίησης.
- 2. H Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να εγγυηθεί το σύνολο των 800 δισ. ευρώ για την αμυντική βιομηχανία και όχι πρόσθετα βάρη για χώρες ήδη επιβαρυμένες, όπως είναι η Ελλάδα λόγω των μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων που έχουμε πάρα πολλές δεκαετίες τώρα. Απαιτείται πολιτική βούληση για έκδοση ειδικού ευρώ-ομολόγου για αμυντικούς σκοπούς, όπως έγινε και με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
- Τα κονδύλια για τις πολιτικές συνοχής δεν πρέπει να μειωθούν, γιατί το μοναδικό συγκριτικό μας πλεονέκτημα είναι το κοινωνικό μας μοντέλο.
- Τέλος, πρέπει να αποκλειστεί η Τουρκία από τη νέα ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική. Δεν μπορεί ένα κράτος που βαρύνεται με τον Αττίλα και το casus belli να σχεδιάζουν κάποιοι να είναι μέλος της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Αυτό υποτιμά και υπονομεύει την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών. Δεν πρέπει να ανοίξουμε την πόρτα σε αναθεωρητές ηγέτες. Είδαμε τι συμβαίνει στην Ουκρανία. Πρέπει όλα τα κόμματα της χώρας να έχουν αυτήν τη σθεναρή, πατριωτική στάση. Κάθε κυβέρνηση πρέπει να έχει στόχο, όποια και αν είναι η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική άμυνας, πέρα από το ΝΑΤΟ, να μην έχει καμία συμμετοχή η Τουρκία».
Ο κ. Ανδρουλάκης συνέχισε για το τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα τονίζοντας:
«Στην ταραγμένη εποχή που ζούμε, οφείλουμε ως χώρα να επενδύσουμε σε όλους τους συντελεστές ισχύος. Δεν είναι μόνο η άμυνα συντελεστής ισχύος. Είναι το δημογραφικό, το κοινωνικό κράτος, η άμυνα, η οικονομία, η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία στους θεσμούς, κάτι που έχει κλονιστεί και με αυτήν την κυβέρνηση. Χρειάζεται μακροπρόθεσμο σχέδιο αλλά και αποφασιστικότητα.
Στον κρίσιμο τομέα της αμυντικής παραγωγής, έχουμε χρέος να αξιοποιήσουμε την ιστορική συγκυρία. Οφείλουμε να πάψουμε να είμαστε απλώς καταναλωτές αμυντικού εξοπλισμού και να παράξουμε, να μπούμε σε συμπαραγωγές ώστε ο ελληνικός λαός να έχει και όφελος από τις πολύ μεγάλες αυτές δαπάνες. Πρέπει να ενισχύσουμε την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, που έχει γίνει πάρα πολύ αδύναμη.
H κυβέρνηση ανακοίνωσε την υποχρεωτική ελληνική συμμετοχή για πρώτη φορά στα εξοπλιστικά κατά 25%. Αν λάβουμε υπόψη όμως τα πραγματικά δεδομένα, θα δούμε πως βάσει του 12ετους προγράμματος εξοπλισμών 2025-2036 ύψους 25 δισ. ευρώ, έχουν ήδη ανατεθεί τα 16 δισ., με συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας 70 εκατ. ευρώ. Ποσοστό λιγότερο μόλις από 1%. Έτσι θα πάρει μπροστά η εγχώρια παραγωγή; Άρα, πολύ λίγα και πολύ καθυστερημένα. Εύχομαι όλα αυτά να αλλάξουν στα επόμενα προγράμματα που θα υλοποιήσει η χώρα.
Η αναβάθμιση κάθε συντελεστή της εθνικής μας ισχύος συνεπάγεται πολλά ακόμα:
- την πραγματική ενίσχυση των εισοδημάτων των πολιτών και τον αποτελεσματικό έλεγχο της αγοράς,
- ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα,
- την οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που θα διασφαλίζει ανθεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη.
Ποια είναι η πραγματική εικόνα σήμερα και στους τρεις αυτούς τομείς;
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για το υπερ-πλεόνασμα. Ας τα δούμε τα πράγματα βάσει των στοιχείων. Πώς συμβαδίζουν τα θηριώδη πλεονάσματα 4,8% του ΑΕΠ, με τα τεράστια ληξιπρόθεσμα χρέη, τη στάση πληρωμών σε δημόσια έργα και τη σημαντική και κρίσιμη αύξηση εξάρτησης των εσόδων από τους έμμεσους φόρους;
Την περασμένη βδομάδα, ο ΟΟΣΑ αποδόμησε το κυβερνητικό αφήγημα περί μείωσης των φορολογικών βαρών.
- Έχουμε τόσο οξύ δημογραφικό ζήτημα, αλλά η Ελλάδα περιλαμβάνεται στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ με την πιο άδικη φορολογική επιβάρυνση σε βάρος των οικογενειών.
- Η απόσταση των ποσοστών συνολικής επιβάρυνσης που χωρίζει τον εργαζόμενο με παιδιά και αυτόν χωρίς παιδιά είναι μόλις 2 ποσοστιαίες μονάδες.
- Η χώρα μας κατέχει την 4η θέση επί του συνόλου χωρών-μελών του ΟΟΣΑ ως προς αυτή την αρνητική φορολογική επίδοση.
- Επιπλέον, η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που δεν προχώρησαν σε τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, γεγονός που σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ αύξησε τη συνολική επιβάρυνση των μισθωτών χωρίς παιδιά.
Αυτή είναι η πραγματική εικόνα για το πώς προέκυψε το υπερ-πλεόνασμα! Καθαρή, πραγματική εικόνα χωρίς εξωραϊσμούς.
Την ίδια ώρα, μιλάμε για σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα από τις 27 που το ΑΕΠ της παραμένει μικρότερο από ό,τι ήταν το 2010. Με αποτέλεσμα να εξηγείται γιατί έχουμε τη δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη.
Τέλος, το 2024 είχαμε το δεύτερο υψηλότερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην ευρωζώνη (6,4%), παρά το Ταμείο Ανάκαμψης που ήταν ιστορική ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού μας προτύπου.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι «μικρή» αγορά, δεν δικαιολογεί το τεράστιο κόστος ζωής. Η ακρίβεια έχει καταστεί ενδημικό φαινόμενο, με την ανοχή της κυβέρνησης. Ο δομικός πληθωρισμός είναι σταθερά υψηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό. Σε στρατηγικούς τομείς (τρόφιμα, τράπεζες, υγεία ενέργεια), η αγορά είναι αιχμάλωτη ισχυρών ολιγοπωλίων. Ο πολίτης παραμένει ανοχύρωτος. Εδώ είναι ο ρόλος του κράτους.
Απαιτούνται ισχυρή πολιτική βούληση και γενναίες θεσμικές παρεμβάσεις, για να μπει –επιτέλους – τάξη στην ασυδοσία των καρτέλ.
Ως αυριανή κυβέρνηση έχουμε δεσμευτεί να υλοποιήσουμε ένα φιλόδοξο σχέδιο και ρεαλιστικό πρόγραμμα και για τη στέγαση αλλά και για το να υπάρχουν κανόνες στην αγορά απέναντι στα ολιγοπώλια.
Δεν φτάνουν τα επιδόματα. Είναι παυσίπονα για να αντιμετωπίσουμε τις ανισότητες και τις λιγοστές ευκαιρίες που έχουν οι νεότερες γενιές.
Το κόστος ζωής στην Ελλάδα αυξάνεται ραγδαία και από έναν ακόμα λόγο: την ασυδοσία των πολυεθνικών.
Ο Πρωθυπουργός μάλιστα, έφτασε στο σημείο να δηλώσει πως «η Ελλάδα δεν είναι μπανανία». Έστειλε και επιστολή στην κυρία φον ντε Λάιεν για το ζήτημα, γιατί την… ξεχάσαμε στο δημόσιο διάλογο;
Στην πράξη δεν έχει υπάρξει ακόμα καμία θεσμική παρέμβαση, για να περιοριστεί η κερδοσκοπική δράση των πολυεθνικών. Απεναντίας, εξακολουθούν να «περνάνε» μέσα από ενδο-ομιλικές συναλλαγές το 60% των προϊόντων τους, με συνέπεια να καταλήγουν πολύ ακριβότερα στον Έλληνα καταναλωτή από 20% έως και 300%.
Θυμάστε όλοι την περίπτωση με το βρεφικό γάλα… Πόσος θόρυβος είχε προκληθεί στην κοινή γνώμη. Βάλαμε πλαφόν. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα πράγματα. Και ποια είναι αυτά;
Ισχυροί ελεγκτικοί μηχανισμοί. Πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικοί.
Η αρμόδια υπηρεσία ελέγχου για τις πολυεθνικές είναι υποστελεχωμένη. Ελάχιστοι ασχολούνται με αυτό το τεράστιο θέμα.
Πώς να ελεγχθούν αποτελεσματικά οι υποθέσεις εκατοντάδων πολυεθνικών; Με ποιο προσωπικό;
Αλλά και σε νομικό επίπεδο υστερούμε. Ενώ ο ΟΟΣΑ έχει συγκεκριμένη «ταξινόμηση» του τρόπου και της ποιότητας ελέγχων, εμείς δεν τα έχουμε ενσωματώσει ακόμα.
Η κυβέρνηση επιλέγει να εφαρμόζει απαρχαιωμένους μηχανισμούς που ίσχυαν 25 χρόνια πριν, μέτρα που σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ δεν είναι πια αποδοτικά.
Αντιθέτως, αν θέλουμε να δούμε πραγματική μείωση στις τιμές των προϊόντων, η πλέον αποτελεσματική λύση είναι η σύγκριση τιμής πώλησης του ίδιου προϊόντος σε διαφορετικές θυγατρικές, σε διαφορετικές χώρες. Είναι εφικτό να γίνει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ο ίδιος κατέληξε:
«Εμείς, αναλαμβάνουμε την πρωτοβουλία να παρουσιάσουμε, το επόμενο διάστημα, ένα συνεκτικό πλαίσιο θεσμικών παρεμβάσεων:
- Για τις ενδο-ομιλικές συναλλαγές των πολυεθνικών -ξένων και ελληνικών-,
- Για την αναδιάρθρωση, ενίσχυση και επέκταση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Ανταγωνισμού,
- Για τη θέσπιση Ενιαίας Αρχής Καταναλωτών κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Δύο φορές έχουμε πάρει τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία στη Βουλή νομοθετικά και η κυβέρνηση την έχει απορρίψει. Θέλουμε ισχυρό καταναλωτικό κίνημα που θα γνωρίζει καθημερινά ποιοι βάζουν το χέρι τους στην τσέπη του κερδοσκοπώντας.
Με αυτές τις παρεμβάσεις θα μπουν κανόνες στην αγορά και στις πολυεθνικές!
Μόνο έτσι ο ελληνικός λαός δεν θα πληρώνει με «καπέλο» το ίδιο προϊόν που άλλοι ευρωπαίοι -με υψηλότερους μισθούς- το αγοράζουν φθηνότερα!
Ο σημερινός κόσμος μετασχηματίζεται ραγδαία. Άλλαξαν οι ταχύτητες των αλλαγών. Τελειώνει η μία κρίση και έρχεται η επόμενη. Πρέπει, λοιπόν, η μετάβαση σε αυτήν τη νέα εποχή να γίνει με βάση τις αξίες της συνεργασίας, της δικαιοσύνης και της κοινωνικής ειρήνης. Δεν πρέπει να παραδοθούμε ξανά σε λογικές ισχύος και ανταγωνισμού που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε κρίσεις και ιστορικά πισωγυρίσματα.
Για την πατρίδα μας, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να τραβήξουμε προς τα εμπρός. Σχέδιο, συνεννόηση, σοβαρός δημόσιος διάλογος χωρίς διχασμό. Έχουμε ιδεολογικές διαφορές, αλλά πρέπει να μάθουμε να κουβεντιάζουμε περισσότερο και πιο ποιοτικά.
Αλλά και για την Ευρώπη. Την υπηρέτησα και πιστεύω πολύ σε αυτή. Πιστεύω σε μια ισχυρή και αυτοδύναμη Ευρώπη ως Έλληνας πατριώτης. Γιατί χωρίς μια ισχυρή Ευρώπη δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε μακροπρόθεσμα την ευημερία μας και τον σεβασμό στα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Για αυτό πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στο όραμα της ενωμένης Ευρώπης, πρωταγωνιστικά ως Έλληνες και όχι να ακολουθούμε την πολιτική ατζέντα των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών. Για αυτό, λοιπόν, έχουμε στα χέρια μας μια ιστορική ευκαιρία. Ας την αξιοποιήσουμε σωστά, χωρίς τα λάθη του πα