Οι τιμές των βασικών τροφίμων, ιδιαίτερα του κρέατος, έχουν αυξηθεί δραματικά, με το βοδινό να σημειώνει αύξηση έως και 50% μέσα σε έναν χρόνο, προκαλώντας σοβαρή πίεση στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Οι αυξήσεις οφείλονται σε διάφορους παράγοντες, όπως η ευλογιά των αιγοπροβάτων, η αύξηση των ζωοτροφών, το αυξημένο κόστος ενέργειας και καυσίμων, καθώς και τα έξοδα μεταφοράς. Οι καταναλωτές περιορίζουν τις αγορές τους στα απολύτως απαραίτητα, ενώ οι τιμές στο γιορτινό τραπέζι αναμένεται να είναι αισθητά υψηλότερες.
Πιο αναλυτικά
Ράλι ανατιμήσεων σε βασικά είδη διατροφής διαπιστώνουν οι καταναλωτές όσο πλησιάζουν οι αγορές για το γιορτινό τραπέζι, με τις αυξήσεις να αφορούν κυρίως το κρέας. Οι τιμές στο αρνί και στο κατσίκι είναι έως και 30% υψηλότερες σε σχέση με πέρυσι, ενώ στο βοδινό η αύξηση αγγίζει το 50% μέσα σε έναν χρόνο, γεγονός που πιέζει σοβαρά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Η εικόνα της αγοράς αποτυπώνεται και στις καθημερινές κουβέντες των καταναλωτών, που βλέπουν τις τιμές να ανεβαίνουν συνεχώς. «Πολύ ψηλές τιμές. Μπες απέναντι στο σούπερ μάρκετ να δεις τι γίνεται. Όταν το μοσχάρι, το αρνί, το κατσίκι, τα θηρία, τα πάντα έχουν φτάσει στον Θεό», λένε χαρακτηριστικά.
Τους τελευταίους μήνες το κρέας και η εγχώρια αγορά τροφίμων βιώνουν αυτό που πολλοί περιγράφουν ως «τέλεια καταιγίδα», καθώς μια σειρά από παράγοντες επιβαρύνουν ταυτόχρονα το κόστος παραγωγής, την εφοδιαστική αλυσίδα και, τελικά, τον καταναλωτή, που πληρώνει πάντα το μάρμαρο. Πολλοί περιορίζουν τις αγορές τους στα απολύτως απαραίτητα, λέγοντας: «Τα κρεατικά ίσα ίσα για την εβδομάδα, όσα μπορώ να φάω σίγουρα. Όχι παραπάνω, για να μην τα πετάξω».
Ιδιαίτερα έντονο είναι το πρόβλημα στην αγορά των αμνοεριφίων, ειδικά ενόψει εορτών, όπου η αύξηση φτάνει έως και το 30% σε σχέση με πέρυσι. Οι λόγοι είναι συγκεκριμένοι και καταγεγραμμένοι: η ευλογιά των αιγοπροβάτων, η αύξηση των ζωοτροφών, αλλά και το αυξημένο κόστος ενέργειας και καυσίμων. «Τα αμνοερίφια έχουν αυτή την αύξηση γιατί, λόγω της ευλογιάς, που δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, δεν υπάρχει προσφορά», επισημαίνεται από την αγορά.
Η σύγκριση με τα εισοδήματα εντείνει την πίεση. «Σε αναλογία με τους μισθούς που παίρνουμε, είναι επαίσχυντο», τονίζουν καταναλωτές και επαγγελματίες. Σήμερα, ένα κιλό αρνί φεύγει από τον παραγωγό 6 με 7 ευρώ, πωλείται 12 έως 14 ευρώ στα σούπερ μάρκετ και 14 έως 15 ευρώ στο κρεοπωλείο, ενώ πέρυσι οι αντίστοιχες τιμές ήταν έως 4,5 ευρώ στον παραγωγό, έως 11 ευρώ στα σούπερ μάρκετ και 11 με 12 ευρώ στο κρεοπωλείο.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο κατσίκι. Σήμερα φεύγει από τον παραγωγό έως 8,5 ευρώ το κιλό, πωλείται έως 14 ευρώ στα σούπερ μάρκετ και 15 έως 17 ευρώ στα κρεοπωλεία. Πέρυσι, οι τιμές ήταν 6,5 ευρώ στον παραγωγό, 10 έως 11 ευρώ στο σούπερ μάρκετ και 11 έως 12 ευρώ στο κρεοπωλείο, με την κατάσταση, όπως λένε, να «έχει χτυπήσει κόκκινο».
Στο συνολικό κόστος προστίθενται και τα έξοδα μεταφοράς, που αυξήθηκαν αισθητά μετά την άνοδο της βενζίνης. «Από τότε που ανέβηκε η βενζίνη, ανέβηκαν και τα μεταφορικά πάρα πολύ και υπήρξε πρόβλημα», σημειώνεται χαρακτηριστικά, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν και οι τροφές των ζώων καθώς και οι αρρώστιες.
Οι τιμές στο βόειο κρέας αναμένεται να παραμείνουν υψηλές, λόγω της περιορισμένης εγχώριας παραγωγής και των ζωονόσων στο εξωτερικό. Σήμερα, το μοσχάρι πωλείται από 15 έως 20 ευρώ το κιλό, το χοιρινό έως 9 ευρώ το κιλό και το κοτόπουλο από 4 έως 6 ευρώ, συνθέτοντας μια εικόνα που δείχνει ότι το γιορτινό τραπέζι θα κοστίσει φέτος αισθητά ακριβότερα.






