Η Ελλάδα προχωρά σε πρόωρη εξόφληση δανείων ύψους 5,287 δισ. ευρώ από το πρώτο μνημόνιο, με στόχο τη μείωση του δημόσιου χρέους και την εξοικονόμηση 1,6 δισ. ευρώ σε τόκους.
Αυτή η κίνηση αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την πρόωρη αποπληρωμή χρεών, αξιοποιώντας το «μαξιλάρι» διαθεσίμων και τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης είναι η αποπληρωμή των μνημονιακών δανείων έως το 2031, βελτιώνοντας τη δημοσιονομική θέση της χώρας. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει εξοφλήσει πρόωρα δάνεια ύψους 29 δισ. ευρώ, εξοικονομώντας 3,5 δισ.
ευρώ σε τόκους, ενώ συνεχίζει να εξετάζει περαιτέρω ελαφρύνσεις του προϋπολογισμού.
Πιο αναλυτικά
Το ελληνικό Δημόσιο προχωρά σήμερα σε πρόωρη εξόφληση ευρωπαϊκών δανείων του πρώτου μνημονίου ύψους 5,287 δισ. ευρώ, με τη σύμφωνη γνώμη του ESM και του EFSF, επιταχύνοντας το σχέδιο για τη μείωση του δημόσιου χρέους και τη συγκράτηση του κόστους εξυπηρέτησής του. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στο συνολικό πρόγραμμα πρόωρων αποπληρωμών, το οποίο βασίζεται στο «μαξιλάρι» των διαθεσίμων και στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, και στοχεύει στη βελτίωση της εικόνας της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Με βασικό στόχο τη μείωση του δημόσιου χρέους και την εξοικονόμηση δαπανών για τόκους, το ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει το πρόγραμμα πρόωρης εξόφλησης με πόρους από το «μαξιλάρι» των διαθεσίμων, που ανέρχεται περίπου στα 45 δισ. ευρώ. Τα δάνεια της πρώτης χρηματοδοτικής στήριξης έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο και κανονικά λήγουν την περίοδο 2033-2041, γεγονός που αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησής τους σε βάθος χρόνου. Με την πρόωρη αποπληρωμή, ο κρατικός προϋπολογισμός απαλλάσσεται άμεσα από πληρωμές τόκων ύψους 1,6 δισ. ευρώ, οι οποίες θα ξεκινούσαν από το 2026 και θα αφορούσαν αποκλειστικά τα συγκεκριμένα δάνεια.
Στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης παραμένει η αποπληρωμή των μνημονιακών δανείων έως το 2031, δηλαδή περίπου μία δεκαετία νωρίτερα από την τελική ημερομηνία λήξης τους, ώστε το δημόσιο χρέος να μειωθεί τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα επιδιώκει την πρόωρη αποπληρωμή των 31,6 δισ. ευρώ που απομένουν από το πρώτο μνημόνιο, ποσό που υπό κανονικές συνθήκες θα εξοφλούνταν με τριμηνιαίες δόσεις από το 2029 έως το 2041.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2025, να περιοριστεί στο 138,2% του ΑΕΠ το 2026 και να υποχωρήσει κάτω από το 120% του ΑΕΠ το 2029, προσεγγίζοντας τα επίπεδα της Γαλλίας. Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν το αφήγημα της σταθερής αποκλιμάκωσης του χρέους και της ενίσχυσης της δημοσιονομικής θέσης της χώρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο 2022-2024 είχαν προηγηθεί τρεις πρόωρες αποπληρωμές ευρωπαϊκών δανείων συνολικού ύψους 15,9 δισ. ευρώ. Με τη σημερινή αποπληρωμή, το συνολικό ποσό ανέρχεται στα 20,1 δισ. ευρώ. Παράλληλα, 7,9 δισ. ευρώ διατέθηκαν για την προεξόφληση δανείων προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γεγονός που οδήγησε στη διαγραφή του χρέους προς το Ταμείο. Συνολικά, η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε πρόωρη αποπληρωμή δανείων ύψους 29 δισ. ευρώ, εξοικονομώντας μέχρι σήμερα 3,5 δισ. ευρώ σε τόκους.
Μετά τα διμερή δάνεια του πρώτου μνημονίου, στο επίκεντρο του σχεδιασμού μπαίνουν πλέον οι υποχρεώσεις προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), συνολικού ύψους 141,8 δισ. ευρώ, οι οποίες λήγουν το 2070. Την ίδια ώρα, στο οικονομικό επιτελείο και στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) εξετάζονται σενάρια για περαιτέρω ελάφρυνση του προϋπολογισμού, καθώς από το 2034 θα αρχίσουν να απαιτούν εξυπηρέτηση και οι οφειλές ύψους 61,9 δισ. ευρώ προς τον ESM, που θα πρέπει να αποπληρωθούν έως το 2060.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των κινήσεων παραμένει το ισχυρό «μαξιλάρι» διαθεσίμων, το οποίο διαμορφώνεται στα 44,8 δισ. ευρώ και, σε συνδυασμό με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα –που εκτιμώνται στο 3,8% για το 2025– επιτρέπει στην κυβέρνηση όχι μόνο να καλύπτει τις δαπάνες για τόκους, αλλά και να προχωρά σε παράλληλες προεξοφλήσεις, μειώνοντας το συνολικό κόστος δανεισμού. Την ίδια στιγμή, ο δανεισμός του Δημοσίου από τις χρηματοπιστωτικές αγορές διαμορφώθηκε φέτος περίπου στα 8 δισ. ευρώ, με αντίστοιχο ποσό να αναμένεται και το 2026, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή παρουσία της χώρας στις αγορές.






