Ο Φωκίων Καραβίας, CEO της Eurobank, σε συνέντευξή του στη Realnews, αναδεικνύει την ανάγκη για αυξημένες επενδύσεις στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι παρά την πρόοδο, παραμένουν δομικά προβλήματα στην οικονομία.
Τονίζει τη σημασία των επενδύσεων για την αντιμετώπιση προκλήσεων όπως το δημογραφικό και η ανάπτυξη, ενώ αναφέρεται στη στρατηγική της Eurobank για επέκταση μέσω εξαγορών και οργανικής ανάπτυξης.
Επίσης, υπογραμμίζει τη σημασία της αποδοχής της πρότασης της Euronext για το Χρηματιστήριο Αθηνών ως μονόδρομο για την ενίσχυση της ρευστότητας και της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Παράλληλα, αναφέρεται στις προκλήσεις της στεγαστικής κρίσης και της χρηματοδότησης μικρών επιχειρήσεων, ενώ σχολιάζει τον ανταγωνισμό από τις ψηφιακές τράπεζες.
Πιο αναλυτικά
Σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στη Realnews ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας επισημαίνει την πρόοδο που έχει γίνει στην ελληνική οικονομία, τοποθετεί όμως σε πρώτο πλάνο τα δομικά προβλήματα που παραμένουν.
Στην ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ – ΠΗΓΗ: Realnews
Μιλά για τις επενδύσεις, το Δημογραφικό και δίνει απαντήσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και τις τράπεζες, ενώ δηλώνει ότι η αποδοχή της πρότασης της Euronext αποτελεί μονόδρομο για το ελληνικό Χρηματιστήριο.
Θα ξεκινήσω από τα του οίκου σας. Εχετε αυξήσει σημαντικά το μέγεθος της Eurobank με κρίσιμες ως προς τον όγκο τους εξαγορές εντός και εκτός συνόρων. Αρκούν αυτές οι κινήσεις για να ολοκληρωθεί η μετατροπή της σε ηγέτη στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου;
Τα τελευταία χρόνια, μετά την εξυγίανση του ισολογισμού μας, έχουμε ακολουθήσει μια στρατηγική διαφοροποίησης των εσόδων όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και στους τρεις κύριους τομείς δραστηριοποίησής μας, δηλαδή, τραπεζικές και ασφαλιστικές εργασίες και διαχείριση περιουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήσαμε τον μεγαλύτερο τραπεζοασφαλιστικό όμιλο στην Κύπρο, με τη συγχώνευση της Ελληνικής Τράπεζας και της Eurobank Cyprus και των ασφαλιστικών εταιρειών της Ελληνικής Τράπεζας με την ασφαλιστική CNP Cyprus, που επίσης εξαγοράσαμε. Αλλά και στη Βουλγαρία, έχουμε την τέταρτη σε μέγεθος τράπεζα, την Postbank, στην οποία ενσωματώσαμε τις δραστηριότητες δύο ελληνικών τραπεζών, που αποχωρούσαν από τη χώρα, και επίσης τη θυγατρική της γαλλικής ΒΝΡ. Πρόσφατα, ανακοινώσαμε την επαναγορά της ασφαλιστικής δραστηριότητας ζωής της Eurolife. Ετσι η Eurobank έγινε η πρώτη ελληνική τράπεζα με ισολογισμό πάνω από 100 δισ. ευρώ. Στον διεθνή τραπεζικό ανταγωνισμό το μέγεθος αποτελεί πια βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, γιατί με την εξέλιξη της τεχνολογίας απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές και ανθρώπους. Επομένως, ό,τι κάναμε έως σήμερα είναι σημαντικό αλλά δεν μας αρκεί – είμαστε σε ευρωπαϊκούς όρους μια συστημικά σημαντική αλλά σχετικά μικρή τράπεζα. Για μια αίσθηση των μεγεθών, η μεγαλύτερη τράπεζα του Βελγίου, χώρας συγκρίσιμης με την Ελλάδα, είναι περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερη. Επιδιώκουμε, λοιπόν, ενεργά την επέκταση των εργασιών μας με οργανικό τρόπο, αλλά και μέσω εξαγορών, όποτε υπάρχει η σωστή ευκαιρία, σε τομείς που μπορούμε να υπηρετήσουμε.
Η συμφωνία για ειρήνη στη Μέση Ανατολή «καθαρίζει» τον οικονομικό διάδρομο Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης με κεντρικές αρτηρίες την Κύπρο και την Ελλάδα; Ποιος είναι ο ρόλος της Eurobank σε αυτόν τον διάδρομο και ποια είναι τα οφέλη για την ελληνική οικονομία;
Ζούμε σε μια περίοδο μεγάλων γεωοικονομικών ανακατατάξεων. Μέσα σε αυτές, η Ελλάδα χτίζει νέα δίκτυα, νέες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις, προσδιορίζει τη θέση της στους νέους συσχετισμούς. Η περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου έχει κεντρικό ρόλο σε κάθε σχεδιασμό, σε παγκόσμια κλίμακα. Η Eurobank κάνει ήδη βήματα, το γραφείο αντιπροσωπείας στην Ινδία -αλλά και σε χώρες της Μέσης Ανατολής- ξεκινά εντός του έτους με σκοπό να προωθήσει την Ελλάδα και την Κύπρο ως πύλες εισόδου επιχειρήσεων από αυτές τις περιοχές στην Ε.Ε. Φέρνουμε το ινδικό σύστημα άμεσων πληρωμών στην Ελλάδα και θα βοηθήσουμε μια μεγάλη κοινότητα εργαζομένων στη χώρα μας στις συναλλαγές της, ενώ αναπτύσσουμε σχέσεις με ινδικά εμπορικά επιμελητήρια. Ηδη ορισμένες ινδικές εταιρείες έχουν επιλέξει την Κύπρο ως χώρα εισόδου των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων τους. Οι δυνατότητες διεύρυνσης των εμπορικών ανταλλαγών είναι απεριόριστες. Ο εμπορικός διάδρομος IMEC συνιστά τον βασικό μοχλό προώθησης αυτού του σχεδιασμού και η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν προνομιακή θέση, ως μέλη της ευρωζώνης και ως εγγύτερες πύλες για μεταφορά προϊόντων στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αλλά δεν παίζουμε χωρίς αντίπαλο. Ο IMEC έχει καίρια μακροπρόθεσμη στρατηγική σημασία. Βλέπουμε ήδη έντονο ανταγωνισμό από άλλους εταίρους, με πρώτη την Ιταλία, που θέλει να είναι τα δικά της λιμάνια η πύλη επιλογής των Ινδών παραγωγών. Στην Ελλάδα έχουμε σημαντικές ινδικές εταιρείες που συνεργάζονται, για παράδειγμα σε μεγάλα έργα, όπως η GMR στο νέο αεροδρόμιο στο Καστέλλι του Ηρακλείου. Η παρουσία μιας ινδικής εταιρείας στο ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός μεγάλου ελληνικού λιμανιού θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για την προτεραιοποίηση της Ελλάδας στο πλαίσιο του IMEC και συνολικά για τη σύσφιξη των δεσμών με την Ινδία, που θα είναι σύντομα η τρίτη οικονομία στον κόσμο.
Εχετε δηλώσει αρκετές φορές ότι το μέγα ζητούμενο για την άνθηση της ελληνικής οικονομίας είναι οι επενδύσεις. Το κενό παραμένει παρά την πρόοδο. Υπάρχει ζήλος ή έχουμε επαναπαυτεί ως χώρα; Η πολιτεία «ακούει» τους επενδυτές, τη βιομηχανία, τις επιχειρήσεις; Υπάρχει μια γκρίνια και για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης…
Δεν είναι απλώς ζητούμενο. Οι επενδύσεις και η βέλτιστη αξιοποίησή τους συνιστούν σήμερα για την Ελλάδα εθνικό στόχο, εθνική προτεραιότητα. Χρειαζόμαστε επενδύσεις για όλες τις μείζονες προκλήσεις της χώρας: για να ανέβει επίπεδο η οικονομία, να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη η ανάπτυξη, για να δημιουργηθούν καλύτερες δουλειές για τους νέους και να έρθουν και πολλοί από όσους έφυγαν στην κρίση, για να ανταποκριθούμε στα κόστη που προκύπτουν από τη δημογραφική γήρανση και την ανάγκη αυξημένων αμυντικών δαπανών. Πρόοδος υπάρχει. Πήγαμε από το 11% του ΑΕΠ στο 16%. Δεν αρκεί. Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 21%. Ο στόχος, ένα κριτήριο επιβίωσης για την Ευρώπη σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι, είναι στο 27%. Οι επενδύσεις είναι απαραίτητες για την αύξηση της παραγωγικότητας, που είναι η αχίλλειος πτέρνα της οικονομίας μας – είμαστε στο 56% του μέσου όρου της ευρωζώνης, 20 ολόκληρες μονάδες κάτω σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο. Γι’ αυτό και πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να διοχετευθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην οικονομία. Το γεγονός ότι έχουν μείνει αναξιοποίητα ακόμη σημαντικά κονδύλια, στο σκέλος των δανείων, δηλαδή στον ιδιωτικό τομέα, υπενθυμίζει ότι περιοριστικός παράγοντας των επενδύσεων δεν είναι μόνον η ύπαρξη κεφαλαίων, αλλά και η ανάγκη περαιτέρω διαρθρωτικών αλλαγών. Διατυπώνεται μια άποψη ότι έπρεπε να διατεθούν τα χρήματα από κρατικό φορέα και όχι από τις τράπεζες. Τρία σχετικά σημεία. Πρώτον, δεν έχει προβληθεί ούτε μία αιτίαση για προνομιακή μεταχείριση ή αδιαφάνεια στη δανειοδότηση. Δεύτερον, οι τράπεζες βάζουν και δικά τους χρήματα, επομένως αποτιμούν τον κίνδυνο που αλλιώς θα βάρυνε μόνο το Δημόσιο και τελικά τον φορολογούμενο. Και, τέλος, με μια ήπια διατύπωση, οι επιδόσεις του δημόσιου τομέα διαχρονικά στη διαχείριση άλλων κοινοτικών κονδυλίων δεν συνιστούν εχέγγυο ότι η διάθεση 15,5 δισ. ευρώ επιχειρηματικών δανείων θα γινόταν με ακεραιότητα, διαφάνεια και λογοδοσία.
Θα σας πάω σε ένα κρίσιμο ζήτημα που συνδέεται ευθέως με την ευημερία της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας, το Δημογραφικό. Η Eurobank πρωταγωνιστεί ως μέρος της λύσης του σύνθετου αυτού προβλήματος. Από την ενασχόλησή σας, πιστεύετε ότι η χώρα έχει σχέδιο ή κινούμαστε ρηχά και παρoδικά;
Στη Eurobank από το 2021, εν μέσω της πανδημικής κρίσης, επισημάναμε το Δημογραφικό ως τη μείζονα μακροπρόθεσμη πρόκληση για την Ελλάδα σε κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό επίπεδο. Αναλάβαμε γι’ αυτό μια μεγάλη πρωτοβουλία σε δύο άξονες: ο πρώτος αφορούσε την ανάδειξη της σημασίας του και ελπίζω ότι συμβάλαμε στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Ο δεύτερος άξονας ήταν σχετικός με τα μέτρα που υιοθετούμε εμείς ως επιχείρηση για να διευκολύνουμε τους εργαζομένους μας να δημιουργήσουν οικογένεια με αρκετά παιδιά. Ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στο θέμα αυτό. Η άμεση ανακούφιση θα έρθει μόνο από την προσέλκυση πίσω στην Ελλάδα των χιλιάδων νέων που αναζήτησαν δουλειά στο εξωτερικό τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης, χρειαζόμαστε και άλλες λύσεις, με τόλμη και μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό. Για παράδειγμα, να καταστήσουμε τη χώρα μας ένα διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο, όπως έχει κάνει για παράδειγμα η Ολλανδία, προσελκύοντας 100.000 ξένους φοιτητές, με τον αντίστοιχο θετικό αντίκτυπο στο ΑΕΠ. Δυστυχώς, τέτοιες σκέψεις εμφανίζονται μόνο σποραδικά στον δημόσιο διάλογο.

Μία από τις σημαντικές παραμέτρους του Δημογραφικού είναι και η στεγαστική κρίση, το αυξημένο κόστος στέγης με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι οι νέοι. Αρκούν τα μέτρα που έχουν ληφθεί;
Το στεγαστικό είναι ένα χωριστό πρόβλημα που αγγίζει, αλλά δεν ταυτίζεται με το Δημογραφικό. Και δεν είναι μόνον ελληνικό πρόβλημα. Το κόστος αγοράς ενός σπιτιού στην Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 53% μέσα σε μία δεκαετία και έγινε απαγορευτικό, ιδίως για νέα ζευγάρια. Θα σας φανεί περίεργο αλλά το κόστος ενοικίασης -κατά μέσο όρο- έχει ανέβει σε όλες τις χώρες από το 2010, εκτός από την Ελλάδα. Αυτό δεν αναιρεί το μεγάλο κοινωνικό ζήτημα της προσιτότητας της στέγης. Οι τράπεζες κάνουμε -και για επιχειρηματικούς λόγους- ό,τι περνά από το χέρι μας για να βοηθήσουμε την αγορά κατοικίας. Εχουμε θέσει υψηλούς στόχους για την αύξηση του στεγαστικού χαρτοφυλακίου μας, με ανταγωνιστικά επιτόκια, αλλά κυρίως προσπαθώντας να μειώσουμε τη σχετική γραφειοκρατία. Παρέχουμε οικονομική προέγκριση εντός δύο ημερών και πρόσφατα δημιουργήσαμε εξειδικευμένη κεντροποιημένη υπηρεσία που κατευθύνει τους πελάτες μας σε κάθε βήμα της διαδικασίας. Και πρέπει να πω ότι φέτος βλέπουμε ενθαρρυντικά δείγματα από την αγορά με αυξημένη ζήτηση και επίσης αυξημένο όγκο συναλλαγών.
Επιστρέφοντας στα τραπεζικά, υπάρχει μια γκρίνια ότι οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούν τις μικρές επιχειρήσεις. Τι ισχύει τελικά;
Θέλουμε να χρηματοδοτήσουμε. Και θέτουμε πιεστικούς στόχους στα καταστήματά μας για τέτοιες χρηματοδοτήσεις. Απλά, ρωτήστε έναν οποιονδήποτε διευθυντή καταστήματός μας, πόσο τακτικά παρακολουθούμε την επίτευξη του σχετικού ετήσιου στόχου. Αλλά, όπως προανέφερα, η ελληνική οικονομία έχει κάποια όρια και η ζήτηση είναι πεπερασμένη. Η υγιής ζήτηση. Αν αυτό που εννοούν όσοι διαμαρτύρονται είναι να χαλαρώσουμε την πιστωτική πολιτική μας, να δίνουμε δάνεια που ξέρουμε ότι δεν θα αποπληρωθούν, ή να κάνουμε τα στραβά μάτια -για παράδειγμα σε απόκρυψη εσόδων από την εφορία- αυτό σας λέω ευθέως ότι δεν θα το επιτρέψουμε. Αποτελεί για εμάς ευθύνη και κόκκινη γραμμή. Από την άλλη, κάνουμε σημαντικές κινήσεις, αναλύοντας τα πραγματικά προβλήματα. Για παράδειγμα, οι ΜμΕ έχουν πρόσβαση σε ευρωπαϊκά προγράμματα, μέσω της ΕΑΤ, με όρους ακόμη και καλύτερους από αυτούς του ΤΑΑ, που προωθούμε. Επιπλέον, στη Eurobank αναπτύξαμε ένα καινοτόμο προϊόν, το POS cash advance, μέσω του οποίου μια μικρή επιχείρηση ή και ένας ελεύθερος επαγγελματίας μπορεί να εξασφαλίσει δανεισμό με βάση αποκλειστικά τον τζίρο του POS που κατέχει, όχι μόνο από εμάς, αλλά από οποιαδήποτε τράπεζα και χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει μια κινητικότητα, μια ανάγκη για διασυνοριακές συγχωνεύσεις τραπεζών. Πιστεύετε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα αποτελέσουν στόχο εξαγοράς από κάποιες ευρωπαϊκές;
Η συζήτηση γύρω από διασυνοριακές συγχωνεύσεις τραπεζών στην Ευρώπη έχει δύο αφετηρίες. Η μία είναι ο στόχος της ενοποίησης του χρηματοπιστωτικού κλάδου σε πανευρωπαϊκή κλίμακα ως σημαντικού βήματος για την περαιτέρω προώθηση του ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού για μια πιο συνεκτική Ε.Ε. Η δεύτερη αφετηρία είναι η ανάγκη για μεγαλύτερη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών που έχουν μείνει πολύ πίσω, κυρίως από τις αμερικανικές, μετά την κρίση του 2008. Οι αριθμοί μιλούν. Στο τέλος του 2007, η JPMorgan είχε χρηματιστηριακή αξία 150 δισ. δολάρια, λίγο πάνω από τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης. Σήμερα, η JPMorgan αποτιμάται σε 820 δισ. δολάρια, σχεδόν όσο το άθροισμα της αξίας των εννέα μεγαλύτερων τραπεζών της ευρωζώνης. Δεν έχει σημειωθεί αρκετά ότι η σημαντικότερη πρόσφατη κίνηση διασυνοριακής συγχώνευσης έγινε από τη Eurobank: η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας και η δημιουργία της μεγαλύτερης τράπεζας στην Κύπρο, της κυπριακής Eurobank Limited, που είναι 100% θυγατρική του ομίλου. Από την άλλη, βλέπουμε ότι κράτη και κυβερνήσεις δεν έχουν συμφιλιωθεί αρκετά με την ιδέα και κινούνται με όρους εθνικών αγορών. Είναι ενδεικτικά τα εμπόδια στην προσπάθεια εξαγοράς της γερμανικής Commerzbank από την ιταλική Unicredit. Αυτή η στάση δεν είναι συμβατή με τις διακηρύξεις υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Ελλάδα -και αυτό είναι πολύ θετικό- έχει μια διαφορετική αντιμετώπιση, θετική στην είσοδο διεθνών στρατηγικών επενδυτών στον τραπεζικό τομέα. Φάνηκε άλλωστε με την απόκτηση σημαντικής συμμετοχής στην Alpha Bank από τη Unicredit. Δεν αποκλείω στο μέλλον να δούμε και άλλες κινήσεις από γνωστούς ή νέους διεθνείς στρατηγικούς επενδυτές στον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Στο μέτωπο του τραπεζικού ανταγωνισμού βλέπουμε σε παγκόσμιο επίπεδο και τις «ψηφιακές» τράπεζες να κερδίζουν μερίδια αγοράς. Πώς το αξιολογείτε;
Το τραπεζικό σύστημα κατηγορείται συχνά ως ολιγοπωλιακό, αναφερόμενοι στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Πρώτον, δεν θεωρώ ότι για το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας τέσσερις τράπεζες είναι λίγες, το αντίθετο. Αλλά σήμερα το τραπεζικό σύστημα έχει διευρυνθεί, είναι ένα σύστημα 4+2+1. Δηλαδή, οι τέσσερις συστημικές, οι δύο μικρότερες τράπεζες και το συν ένα αφορά τις ψηφιακές τράπεζες. Ο ανταγωνισμός κάνει σε όλους μας καλό, γινόμαστε καλύτεροι, πιο ανταγωνιστικοί. Αντίστοιχα, ο ανταγωνισμός από τις ψηφιακές τράπεζες είναι κάτι που λαμβάνουμε πολύ σοβαρά στη Eurobank. Κάνουμε γι’ αυτό μεγάλες επενδύσεις σε ανθρώπους και υποδομές. Αλλά έχουμε και κάποια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα απέναντι σε νέους παίκτες, νέους ανταγωνιστές. Το πρώτο είναι η σχέση με τους πελάτες μας, που τους ξέρουμε και μας ξέρουν. Η πίστη, δηλαδή η εμπιστοσύνη, είναι και θα παραμείνει το θεμέλιο της δουλειάς μας. Σημειώστε σχετικά ότι το κύριο πεδίο δραστηριότητας νεοεισερχόμενων εταιρειών είναι οι πληρωμές – όπου απαιτείται κυρίως τεχνολογία και ο κίνδυνος για τον πελάτη είναι μικρός όσο και τα ποσά που διαχειρίζεται στην καθημερινότητά του. Στις χορηγήσεις δεν έχουμε δει ακόμη εκτεταμένη παρουσία και η πρόβλεψή μου είναι ότι θα είναι πιο αργή και πιο δύσκολη.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
«Η αποδοχή της πρότασης της Euronext δεν αποτελεί απλώς ευκαιρία, αλλά μονόδρομο»
Πώς κρίνετε την πρόταση της Euronext για την απόκτηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών;
Η ένωση των κεφαλαιαγορών αποτελεί έναν κεντρικό στόχο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ταυτόχρονα ένα κρίσιμο βήμα στη συνολική πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Πέρα από αυτό, όμως, συνιστά και μια οικονομική αναγκαιότητα. Η απόσταση που χωρίζει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αντλούν ρευστότητα απευθείας από τις αγορές είναι χαώδης. Γι’ αυτό βλέπουμε τις νέες, επιτυχημένες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ιδίως σε κρίσιμους τομείς όπως οι τεχνολογίες αιχμής, να προτιμούν την εισαγωγή τους στο αμερικανικό χρηματιστήριο. Μόνο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να διασφαλιστεί η αναγκαία για τις εισηγμένες επιχειρήσεις δεξαμενή ρευστότητας. Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει για ένα μικρό περιφερειακό χρηματιστήριο, όπως το ελληνικό, που οι μεγαλύτερες εταιρείες του προσφεύγουν στη λύση της παράλληλης διαπραγμάτευσης. Επομένως, η συμμετοχή σε ένα σχήμα ευρωπαϊκής εμβέλειας, μέσω της αποδοχής της πρότασης της Euronext δεν αποτελεί απλώς ευκαιρία, αλλά μονόδρομο.






