Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η ακρίβεια πλήττει κυρίως τα οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά, με τις δαπάνες τους για βασικές ανάγκες όπως σίτιση, στέγαση και επικοινωνία να είναι σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με τα πλουσιότερα νοικοκυριά.
Η ανάλυση δείχνει ότι το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2021-2022 έχει εδραιώσει την ανισότητα, με τα φτωχότερα νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν σταθερά υψηλότερες τιμές.
Ενδεικτικά, το 53,1% των δαπανών των φτωχών κατευθύνεται σε βασικές ανάγκες, ενώ οι πλούσιοι επενδύουν περισσότερο σε αναψυχή και πολυτελή αγαθά.
Πιο αναλυτικά
Η ακρίβεια χτυπά τους πιο οικονομικά αδύναμους πολίτες αναφέρει, μεταξύ άλλων η τελευταία έκδοση του τεύχους του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τις οικονομικές εξελίξεις σε ανάλυση του ερευνητή του Κέντρου, Γιώργου Ιωαννίδη.
Γράφει ο Δημήτρης Χριστούλιας
Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, το πληθωριστικό σοκ του 2022 έπληξε κυρίως τα άκρα της ηλικιακής πυραμίδας, δηλαδή τους νεότερους και τους γηραιότερους και η ηλικιακή ομάδα που κατάφερε να προστατευτεί περισσότερο είναι εκείνη των 45-54 ετών. Όμως, η αποκλιμάκωση των τιμών το 2023 και το 2024, μολονότι αφορούσε όλες τις ηλικιακές ομάδες, επιδείνωσε περαιτέρω τη θέση των νεότερων και των γηραιότερων νοικοκυριών.
Δαπάνες για βασικές ανάγκες
Παράλληλα όπως αναφέρει ο ερευνητής του ΚΕΠΕ, πέρα από την ηλικιακή διάσταση, υπάρχει και η κοινωνική. Η σχετική δαπάνη του φτωχότερου 20% των νοικοκυριών για την κάλυψη αναγκών σίτισης, στέγασης και επικοινωνίας είναι σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη δαπάνη του πλουσιότερου 20%.
Ειδικότερα όπως αναφέρει στην ανάλυσή του, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2020-2021 εκτονώθηκε και οι συνέπειές του ήταν συγκυριακές. Δυστυχώς, η κατάσταση δεν είναι έτσι. Ο πληθωρισμός μετρά τη μεταβολή των τιμών από έτος σε έτος, κατά συνέπεια «δεν έχει μνήμη». Επομένως, η εξίσωση των ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων νοικοκυριών μετά το 2023 απλά σημαίνει ότι δεν μεταβλήθηκε η σχετική θέση των δύο ομάδων κατά τα δύο αυτά έτη. Ωστόσο, η σχετική θέση τους είχε ήδη μεταβληθεί από τις εξελίξεις των προηγούμενων δύο ετών (2021 και 2022).
Συνεπώς, το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2021-2022 εδραίωσε μια κατάσταση όπου τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν σταθερά υψηλότερο μέσο επίπεδο τιμών σε σχέση με τα πλουσιότερα. Αντίστοιχα, η εξίσωση των ετήσιων ρυθμών πληθωρισμού κατά τα έτη 2023 και 2024 είχε ως αποτέλεσμα την παγίωση της ανισότητας, δεν προκάλεσε επιδείνωση αλλά ούτε και βελτίωση.
Όπως φαίνεται, η σχετική δαπάνη του φτωχότερου 20% των νοικοκυριών για την κάλυψη αναγκών σίτισης, στέγασης και επικοινωνίας είναι σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη δαπάνη του πλουσιότερου 20%. Ενδεικτικά, κατά το έτος 2022, το 53,1% της συνολικής δαπάνης των φτωχότερων νοικοκυριών προσανατολίστηκε στην ικανοποίηση των αναγκών σίτισης, στέγασης και επικοινωνίας, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών διαμορφώθηκε σε 33,7%. Από την περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων προκύπτει πως για τους φτωχότερους πολίτες η υψηλότερη σχετική δαπάνη πραγματοποιείται για τρόφιμα, για στέγαση και επικοινωνίες.
Αντιθέτως, τα πλουσιότερα νοικοκυριά προσανατολίζουν μεγαλύτερο τμήμα των δαπανών τους στις μετακινήσεις, στις δαπάνες αναψυχής, στις δαπάνες ξενοδοχείων-καφέ-εστιατορίων και στις λοιπές δαπάνες (στις οποίες περιλαμβάνονται οι προσωπικές δαπάνες καλλωπισμού, η αγορά κοσμημάτων αλλά και οι πάσης φύσης ασφάλειες και υπηρεσίες τρίτων προς το νοικοκυριό.
Τι αγοράζουν τα φτωχότερα νοικοκυριά
Τα φτωχότερα νοικοκυριά τρώνε περισσότερο ψωμί και μακαρόνια, μετακινούνται με λεωφορείο, ζεσταίνουν το σπίτι τους με υγραέριο ή ξύλα, πάνε σινεμά. Οι πλούσιοι τρώνε περισσότερα γλυκά, βγαίνουν πιο συχνά έξω, πάνε διακοπές στο εξωτερικό, μετακινούνται με το δικό τους μέσο και δαπανούν πολύ περισσότερα σε είδη προσωπικής φροντίδας και είδη πολυτελείας.
Ο θάνατος τα «εξισώνει», αφού η αύξηση του εισοδήματος δεν φαίνεται να χρηματοδοτεί πολύ πιο ακριβές κηδείες καθώς η απόλυτη δαπάνη κηδειών του πλουσιότερου 20% των νοικοκυριών είναι μόλις 0,3 φορές υψηλότερη από του φτωχότερου 20%.