Η απόφαση 860/2025 του Συμβουλίου της Επικρατείας επισημαίνει την ανάγκη έκδοσης νόμου για την εξομοίωση των ορίων συνταξιοδότησης των στρατιωτικών δικαστών με εκείνα των πολιτικών δικαστών.
Το ΣτΕ, εξετάζοντας αίτηση ακύρωσης στρατιωτικών δικαστικών λειτουργών, τόνισε ότι η συνταγματική αναθεώρηση του 2019 προβλέπει αυτή την εξομοίωση, ωστόσο απαιτείται νομοθετική ρύθμιση για την εφαρμογή της.
Η απόφαση υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη του νομοθέτη να δράσει άμεσα, καθώς η καθυστέρηση θα παραβιάσει συνταγματικές υποχρεώσεις.
Πιο αναλυτικά
Σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 860/2025 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, για να εφαρμοστούν στους στρατιωτικούς δικαστές τα όρια αποχώρησης που προβλέπονται για τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς (Πολιτικής, Ποινικής κλπ Δικαιοσύνης) πρέπει να εκδοθεί σχετικός νόμος.
Το ΣτΕ το απασχόλησε αίτηση ακύρωσης δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης, οι οποίοι ζητούσαν να εφαρμοστούν και στην περίπτωσή τους τα προβλεπόμενα και για τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς όρια αποχωρήσεως από την υπηρεσία, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 88 παρ. 5 του Συντάγματος.
Η επταμελής σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Διομήδης Κυριλλόπουλος και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Βασίλης Ανδρουλάκης), στην απόφασή της αναφέρει ότι κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 2019 προβλέφθηκε ότι οι στρατιωτικοί δικαστές «εξομοιώνονται ως προς όλα με τους τακτικούς δικαστές».
Όμως, σύμφωνα με το ΣτΕ, δεν είναι δυνατή η αυτόματη εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το υπηρεσιακό καθεστώς των τακτικών δικαστών και στους στρατιωτικούς δικαστές (που έχουν διπλή ιδιότητα, αυτή του στελέχους των Ενόπλων Δυνάμεων και του δικαστικού λειτουργού), γιατί η παράγραφος 5 του άρθρου 96 του Συντάγματος προβλέπει την έκδοση νόμου, έτσι ώστε να ενεργοποιηθεί η συνταγματική διάταξη που αναφέρεται στην εξομοίωση.
Ο νόμος αυτός πρέπει να εκδοθεί εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος, όπως έγινε δεκτό από το ΣτΕ, δεν είχε παρέλθει, εφ’ όσον η επίδικη υπηρεσιακή μεταβολή (αποχώρηση από την υπηρεσία) απείχε λιγότερο από δυόμιση έτη από την αναθεώρηση του 2019.
Πάντως, στην απόφαση του ΣτΕ αναφέρεται ότι κατά την ημερομηνία συζητήσεως της υποθέσεως στην επταμελή σύνθεση (Δεκέμβριος 2024), ο εύλογος χρόνος είχε παρέλθει και σε ανακοίνωση του ΣτΕ αναφέρεται ότι είναι «επιβεβλημένη η χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση ρύθμιση του ζητήματος από το νομοθέτη, ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση παραβιάζει συνταγματική υποχρέωσή του».